Μπορεί να σωθεί η Ευρώπη;
Η χρηματοπιστωτική και τραπεζική κρίση της Ευρώπης έχει μετατραπεί από πέρσι σε κρίση δημόσιου χρέους. Ένα πρόβλημα που ξεκίνησε στην Ελλάδα κατέληξε να εγείρει αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του ευρώ αλλά και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η χρηματοπιστωτική και τραπεζική κρίση της Ευρώπης έχει μετατραπεί από πέρσι σε κρίση δημόσιου χρέους. Ένα πρόβλημα που ξεκίνησε στην Ελλάδα κατέληξε να εγείρει αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του ευρώ αλλά και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Φέτος, 2012, οι βαθύτατες αυτές αμφιβολίες παραμένουν ακέραιες. Όταν όμως συγκρίνει κανείς την ΕΕ με τις ΗΠΑ ή την Ιαπωνία – που έχει δημόσιο χρέος άνω του 200% του ΑΕΠ – η αρνητική εικόνα της Ευρώπης μοιάζει αδικαιολόγητη. Πράγματι η απασχόληση στην ΕΕ σαν σύνολο παραμένει υψηλή, όπως επίσης και τα επίπεδα ιδιωτικών αποταμιεύσεων. Συν τοις άλλοις, το εμπορικό ισοζύγιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το υπόλοιπο του κόσμου βρίσκεται σε ισορροπία.
Ο κύριος λόγος που τροφοδοτεί τις αμφιβολίες για την επιβίωση του ευρώ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πως οι Ευρωπαίοι ηγέτες τρέχουν από συνάντηση κορυφής σε συνάντηση κορυφής από την άνοιξη του 2010 αλλά κάθε φορά καταλήγουν σε υποτιθέμενες λύσεις ‘σωτηρίας’ που πάντοτε αποδεικνύονται πολύ πενιχρές και πολύ αργοπορημένες. Οι ηγέτες της Ευρώπης ποτέ δεν ανέπτυξαν πλήρως το οικονομικό και πολιτικό τους οπλοστάσιο. Αντί να χαλιναγωγήσουν τις αγορές όπως κάποτε δήλωναν πως ήθελαν, συνεχίζουν να βρίσκονται υπό την πολιορκία τους.
Κάτι τέτοιο δεν πρέπει να μας κάνει έκπληξη αφού ο τοπικισμός των εθνικών κυβερνήσεων αποτρέπει την κοινή ευρωπαϊκή δράση, ενώ οι χρηματοπιστωτικές αγορές χρησιμοποιούν αυτό που αποκαλούσαν οι κομμουνιστές ‘τακτική σαλαμοποίησης’ και κάνουν αντιπερισπασμό στην ένωση μέσω διαδοχικών επιθέσεων στα κράτη-μέλη της στο ένα μετά το άλλο. Το ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχουν τεθεί στο περιθώριο κι έχει αναπτυχθεί ένα νέο μοντέλο διαχείρισης για την Ευρώπη: η Γερμανία λαμβάνει τις αποφάσεις, η Γαλλία δίνει τις συνεντεύξεις Τύπου και οι άλλοι απλά συναινούν – με την εξαίρεση των Βρετανών που επέλεξαν ξανά τον απομονωτισμό. Μόνο που αυτή η δομή διαχείρισης της κρίσης ούτε διαθέτει δημοκρατική νομιμότητα ούτε δικαιώνεται από τις επιδόσεις της: ό,τι κάνει αποτελεί απλή αντίδραση στις πιέσεις που δέχεται από τις αγορές.
Ορισμένες εκτιμήσεις αναφέρουν ότι η Ευρώπη το 2050 θα παράγει μόνο το 10% του παγκόσμιου ΑΕΠ και θα έχει μόλις το 7% του παγκόσμιου πληθυσμού. Τότε πια, ακόμη και η οικονομία της Γερμανίας δεν θα είναι σημαντική με παγκόσμιους όρους, πολύ περισσότερο οι άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες. Ήδη σήμερα, εν έτει 2012, όπου η παγκόσμια οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί μόλις κατά 2,5% η μάχη για μερίδια στην παγκόσμια πίτα γίνεται όλο και πιο λυσσαλέα. Η Ευρώπη αγωνίζεται για την οικονομική της επιβίωση αλλά δεν φαίνεται να το κατανοεί.
Τι θέλουμε επιτέλους; Θέλουμε οι Ευρωπαίοι να διατηρήσουν τη σημασία τους στον 21ο αιώνα, που σημαίνει να ενισχύσουν τη θέση τους; Ή είμαστε έτοιμοι για την οδυνηρή παρακμή στην οποία μας οδηγούν οι εθνικιστικές διαμάχες και η αυταρέσκεια μας;
Υποστηρίζω μια ισχυρή Ευρώπη που ασπάζεται τις προκλήσεις σε έναν ανελέητα μεταβαλλόμενο κόσμο. Χρειαζόμαστε ένα νέο συμβόλαιο ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη, τις γενιές και τις κοινωνικές τάξεις το οποίο προϋποθέτει δύσκολες αλλαγές. Πρέπει να πούμε αντίο στους εθνικούς εγωισμούς, τα επενδεδυμένα συμφέροντα, τα βρώμικα κόλπα και τις υποτιθέμενες βεβαιότητες. Αν η Ευρώπη θέλει τα πράγματα να παραμείνουν ως έχουν, τότε τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν δραματικά.
Καταρχήν πρέπει η Ευρωπαϊκή Ένωση να γίνει επιτέλους μια αληθινή δημοκρατία – με έναν πρόεδρο που θα εκλέγεται απ’ ευθείας από τους λαούς της κι ένα ισχυρότερο Κοινοβούλιο – αν είναι οι ευρωπαϊκές αποφάσεις να έχουν πραγματική νομιμότητα. Το δημοσιονομικό σύμφωνο στο οποίο συμφώνησαν τα κράτη-μέλη της ΕΕ τον περασμένο Δεκέμβριο – με την εξαίρεση της Βρετανίας και της Τσεχίας – δεν μπορεί να αφεθεί μόνο στους γραφειοκράτες και τα δικαστήρια. Οι ευρωπαϊκοί λαοί στους οποίους ανήκει η πραγματική κυριαρχία πρέπει επιτέλους να αποκτήσουν το δικαίωμα να κάνουν τις πολιτικές επιλογές της Ευρώπης μέσω εκλογών.
Δεύτερον, πρέπει να κλείσουμε την ψαλίδα των εισοδημάτων. Το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, της στασιμότητας των πραγματικών μισθών και των τεράστιων περιφερειακών ανισοτήτων στην απασχόληση είναι απαράδεκτα από ηθικής άποψης και αντιπαραγωγικά από οικονομικής. Η αυξανόμενη ανισότητα των εισοδημάτων μέσα στην ΕΕ διαβρώνει την αγοραστική ισχύ που χρειάζεται απεγνωσμένα η ευρωπαϊκή οικονομία για να έχει ανάπτυξη και απασχόληση.
Τρίτο και τελευταίο, επείγει μια σοβαρή αναθεώρηση του κράτους πρόνοιας. Σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση αποδίδει ένα πολύ μεγάλο μέρος των δημοσίων δαπανών της στις συντάξεις και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη της τρίτης ηλικίας, ενώ η εκπαίδευση υποχρηματοδοτείται. Ένα κράτος πρόνοιας που νοιάζεται πρωτίστως για την τρίτη ηλικία και δεν παρέχει επαρκείς ευκαιρίες στις νεότερες γενιές δεν είναι βιώσιμο. Επιπλέον πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις ανισότητες που παράγονται από διάφορα προνόμια όπως είναι τα συνταξιοδοτικά σχήματα του δημόσιου τομέα και τα διακριτικά πλεονεκτήματα που έχουν ορισμένες ισχυρές ομάδες επενδεδυμένων συμφερόντων.
Για να γίνουν αυτές τις αλλαγές, απαιτείται το δίχως άλλο η αύξηση της φορολογίας του πλούτου και των εισοδημάτων από κεφάλαιο. Αλλά ενώ τα επιπρόσθετα φορολογικά έσοδα θα βελτιώσουν τα δημόσια οικονομικά της Ευρώπης δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε την ανάγκη της μεταρρύθμισης του κράτους πρόνοιας. Πράγματι, στην καλύτερη περίπτωση αυτή η αύξηση της φορολογίας θα διευκολύνει μια κοινωνικά υπεύθυνη μετάβαση σε πιο αποτελεσματικές μορφές κοινωνικής προστασίας.
Είναι επίσης λάθος να πιστεύουμε ότι τα μέτρα λιτότητας – η βασική εστίαση των ευρωπαϊκών ηγεσιών μέχρι σήμερα – θα οδηγήσουν στη σταθεροποίηση των δημόσιων οικονομικών. Η Ευρώπη βρίσκεται στο χείλος της ύφεσης. Οι κυβερνήσεις πρέπει κατά συνέπεια να περιορίσουν τις δημοσιονομικές περικοπές μόνο σε εκείνες που δεν οδηγούν την οικονομία σε ύφεση. Αντιστοίχως θα πρέπει να αυξήσουν μόνο εκείνες τις φορολογίες που η αύξησή τους δεν θα συμπιέσει την κατανάλωση, τις επενδύσεις και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Επιπλέον όλων αυτών, χρειαζόμαστε ένα Ευρωπαϊκό Σχέδιο Μάρσαλ που θα προβλέπει επενδύσεις στις υποδομές, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την ενεργειακή αποδοτικότητα. Μια τέτοια πρωτοβουλία όχι μόνο θα στηρίξει την ανάπτυξη αλλά και θα μειώσει τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών επειδή θα συμβάλλει στον περιορισμό των εισαγωγών των ακριβών ενεργειακών πόρων. Τα δημόσια οικονομικά θα σταθεροποιηθούν μόνο μέσα από την ανάπτυξη και όχι μέσα από τη λιτότητα.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρέπει να προσαρμοστεί στους νέους κανόνες του δημοσιονομικού συμφώνου. Πρέπει να περιοριστεί η εξάρτηση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων από τις χρηματοπιστωτικές αγορές και τα υπερβολικά επιτόκια. Μόνο η ΕΚΤ, αναλαμβάνοντας το ρόλο του ‘δανειστή εσχάτου καταφυγίου’, μπορεί να σταματήσει την εκροή κεφαλαίων από την Ευρωζώνη και να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στις δυνατότητες της Ευρώπης να λύνει τα προβλήματά της.
Η Ευρώπη δεν έχει πολύ χρόνο ακόμη. Οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να ασκήσουν τη δημιουργικότητά τους στο έπακρο. Η συμβατική σκέψη δεν αρκεί για να σώσει την ενιαία Ευρώπη. Μόνο όταν η ΕΕ καταφέρει να αντιμετωπίσει τη σοβούσα σήμερα κρίση και πάρει ανάσα, μπορούμε να προχωρήσουμε στο δύσκολο αλλά αναγκαίο μονοπάτι της διατύπωσης και της υιοθεσίας μια νέας συνθήκης για μια νέα Ευρώπη.
Πηγή: banksnews.gr
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr