Ιστορίες απιστίας 0.2 - γράφει η Γκέλη Βούρβουλη

της Γκέλης ΒούρβουληΟ Διονύσης έβαλε τις τρελλές σε ραδιοταξί, έβγαλε όλα τα τηλέφωνα απο τις πρίζες και κοιμήθηκε στον καναπέ ως τις δύο το απόγευμα, ελπίζοντας ότι παρά την πρωϊνή γρουσουζιά, η ημέρα θα συνεχιζόταν σύμφωνα με το σχέδιο.

της Γκέλης Βούρβουλη

Κλικ εδώ για να διαβάσετε το Πρώτο Μέρος.

Ο Διονύσης έβαλε τις τρελλές σε ραδιοταξί, έβγαλε όλα τα τηλέφωνα απο τις πρίζες και κοιμήθηκε στον καναπέ ως τις δύο το απόγευμα, ελπίζοντας ότι παρά την πρωϊνή γρουσουζιά, η ημέρα θα συνεχιζόταν σύμφωνα με το σχέδιο.

Πράγματι, στις έξι και τέταρτο το απόγευμα το σπίτι ήταν το τρελλοκομείο που όφειλε να είναι την ημέρα του γάμου, γεμάτο γυναίκες σε διάφορα στάδια υπερδιέγερσης, που βάφονταν, χτενίζονταν και στολίζονταν πίνοντας ασταμάτητα τις σαμπάνιες που κουβάλησε με τα κασόνια ο οδηγός του μπαμπά της Νατάσας, ενώ η μαμά της πρωτοστατούσε στον συντονισμό του φρενοκομείου, απέχοντας εντελώς απο το αλκοόλ και επιμένοντας στους καφέδες και τα τσιγάρα (με τα οποία τρεφόταν έτσι κι αλλιώς).

Η Νατάσα είχε μεν ηρεμήσει ως προς το θέμα της εμφάνισής της και η σαμπάνια είχε κάνει θαύματα με το χανγκόβερ αλλά ο Διονύσης είχε να δώσει σημεία ζωής από την ώρα που τον έστειλαν στου κουμπάρου – και πώς να δώσει σημεία ζωής ο άνθρωπος, αφού η μέγαιρα την οποία θα παντρευόταν του έσπασε το iphone; Οι κουμπάροι δεν είχαν βάλει ακόμα σταθερό στο σπίτι τους και ο κουμπάρος της το ξεκαθάρισε απο το πρώτο (και τελευταίο) τηλεφώνημα: «Μην ενοχλείτε τον γαμπρό».  Αυτό που της την έσπαγε περισσότερο ήταν το κλισέ. Η νύφη καταλαμβάνεται απο τον γνωστό, προγαμήλιο πανικό κι αρχίζει να φαντάζεται ότι ο γαμπρός θα την στήσει στην εκκλησία και πίνει τη μία σαμπάνια μετά την άλλη μπας και ηρεμήσει – και τελικά τον στήνει εκείνη τον γαμπρό, διότι λιποθύμησε απο το πιώμα κι ο γάμος αναβάλλεται επ' αόριστον και όλοι γελάνε μαζί της για την επόμενη πενταετία. Υπέροχα. Ζήτησε έναν διπλό εσπρέσο και πήγε στην κρεβατοκάμαρα για να ντυθεί. Μόνη της, παρακαλώ. Το τρελλοκομείο μπορούσε να περιμένει για λίγο.

Στου κουμπάρου ο καφές ήταν απαγορευμένη λέξη. Ο γαμπρός όφειλε να πάει λιώμα στον γάμο του, διότι μόνο λιώμα παντρεύεται ένας σοβαρός άντρας. Ο Διονύσης δεν θεωρούσε εαυτόν σοβαρό αλλά η συλλογή με τα single malt που χορήγησε ο πεθερός του στην εκδήλωση ήταν τόσο εντυπωσιακή, που θα έβαζε σε πειρασμό και τον χειρότερο καραγκιόζη του κόσμου. Κι επειδή έπιναν από τις τρεις το απόγευμα, κατά τις επτά το κουμπαρόσπιτο ήταν τελείως μπουρδέλο. Απο τις έξι είχαν αρχίσει να σπάνε τα (κρυστάλλινα) ποτήρια στο τζάκι, όλες οι επιφάνειες ήταν σπαρμένες με στάχτες πούρων, τα υπολείμματα του catering στόλιζαν το πάτωμα, τα έπιπλα και τις κουρτίνες, τα πάντα ήταν τυλιγμένα σε τοξικό σύννεφο καπνού - και ο σκύλος είχε κατουρήσει απηυδισμένος στην κουζίνα.

Ο Διονύσης ένιωθε μιά χαρά, όμως. Απο την ώρα που έφυγε απο το σπίτι τα κέφια του είχαν αρχίσει να βελτιώνονται και μισό μπουκάλι αργότερα, όλα έμοιαζαν ρόδινα. Ήταν ντυμένος, φτιαγμένος και αρκετά μεθυσμένος για γαμπρός, οι φίλοι του ήταν όλοι δίπλα του, η βραδιά ήταν θαυμάσια κι αν ο κουμπάρος κατάφερνε να μην ξεχάσει τις βέρες κι έφταναν όλοι σώοι και αβλαβείς στην εκκλησία, η επιτυχία ήταν εγγυημένη. Θα παντρευόταν την πλουσία κληρονόμο με την οποία ζούσε στην αμαρτία τόσα χρόνια τώρα, θα έλυνε το οικονομικό του πρόβλημα και θα έκανε δυστυχισμένη τη μάνα του, χωρίς να αλλάξει απολύτως τίποτα στη ζωή του. Ούτε καν σπίτι. Ουδείς λόγος ανησυχίας, λοιπόν. Αρκεί να μην ξεχνούσαν τις βέρες.

Στην εκκλησία έφτασαν στην ώρα τους, ένα τέταρτο πριν τις οκτώ κι ο Μάκης με τον Πανόπουλο ανέλαβαν να κρατήσουν τη μάνα του όσο γινόταν πιό μακριά του. Ήταν ήδη με το μαντήλι στο χέρι και δάκρυζε μετά απο κάθε εναγκαλισμό με τους καλεσμένους, ενώ ο θείος Λάμπης που την συνόδευε, ντυμένος σαν νεκροθάφτης, ενίσχυε το δυσοίωνο εφέ. Ο Διονύσης έβρισε τον εαυτό του για τη λέξη που βρήκε να σκεφτεί τέτοια ώρα και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στις γκόμενες που άστραφταν παντού γύρω του. Πολλές και ποιότητος, το είχε υποσχεθεί σε όλους και να που τελικά την κράτησε την υπόσχεσή του. Κι ένας απο τους λόγους που ο γάμος του έγινε δεκτός με ενθουσιασμό απο τους φίλους του ήταν «οι φίλες της Νατάσας», η θρυλική αυτή φυλή των θηλυκών που σπάνια μαζεύονταν όλα μαζί παρουσία εκπροσώπων του άλλου φύλλου και να που τώρα ήταν σε σημαιοστολισμένη απαρτία – και επικίνδυνα προχωρημένη ευθυμία.

«Πειράζει να κάνουμε καμιά παρτούζα στον γάμο σου;» ρώτησε ο Μάκης κι ο Διονύσης σκέφτηκε πώς αυτό θα ήταν το τέλειο ξόρκι, τελικά. Μια ωραία, μεγάλη και απολαυστική παρτούζα. Να βγάλουν όλοι όλα τα απωθημένα τους κι ύστερα να πάνε για πατσά στην Αγορά.

Να ένας καλός λόγος για να κλάψεις, μάνα. Πέντε λεπτά πριν τον γάμο του, ο γιός σου ονειρεύεται παρτούζες.

Μην χάσετε το συγκλονιστικό φινάλε!
(δεχόμεθα και στοιχήματα)

Πηγή: protagon.gr

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ