Αντίο στα 81 στον Κ. Λυνοξυλάκη, του ήθους και του γηπεδικού πάθους
Εάν η Αθήνα είχε σήμερα νησίδες με χωράφια, με τις τσουκνίδες ξεριζωμένες, όπου δυο πέτρες, μία από εδώ, μία από εκεί, χρησίμευαν για δοκάρια, σαματατζίδικα αγόρια με κοντά παντελόνια, μισολιωμένα παπούτσια (ακόμα ένας πόνος των γονιών) και ματωμένα γόνατα, αυτές οι αλάνες θα ήταν σήμερα κλειστές.
Λόγω πένθους. Μα, πεθαίνουν οι βράχοι; Θα τα μάθατε. Ο Κώστας Λινοξυλάκης, ένας ογκόλιθος της άμυνας του Παναθηναϊκού και της Εθνικής Ελλάδος, έφυγε χθες, για εκεί όπου ούτε κατόπιν εφέσεως υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, εντός και εκτός γηπέδων.
Αθλητικό τέκνο μιας πολύ ζόρικης εποχής, δεκαετία του ’50, τότε που μια πατρίδα μόλις συνερχόταν από τη μεγάλη πείνα, διχασμένη, σπαραγμένη, όταν το ποδόσφαιρο της Κυριακής ήταν η ανδρική αταξική διαφυγή, το νόμιμο μεσημεριανό ραντεβού αποστασίας από την οικογενειακή εστία. Αυτοί οι θεατές, υμνητές σε γήπεδα χωμάτινα, καρμανιόλες για χέρια και πόδια. Και οι πρωταγωνιστές; Μεροκαματιάρηδες, φτωχόπαιδα, πώς το λένε σήμερα; Κολλημένοι με την μπάλα, για μια μπουκιά κι ένα ποτήρι και δόξα τω Θεώ.
Χωριατόπαιδο, Ρεθυμνιωτάκι ο Κώστας, προικισμένος από τη φύση με αλκή πεντακάθαρη, κάτω άκρα τανάλιες και μαζί ελατήρια –«τι άλμα έχει αυτό το παλικάρι;»– στα τζαρτζαρίσματα οι αντίπαλοι έβρισκαν τοίχο. Από τον Αστέρα Αθηνών, το 1950 φόρεσε τη φανέλα με το τριφύλλι στο στήθος, που τίμησε με καρδιά και ψυχή έως την αγωνιστική του αποστρατεία το 1963. Στο μεσοδιάστημα, τέσσερα πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο Ελλάδος ενώ 28 φορές υπηρέτησε με πάθος το εθνόσημο – ο Λινοξυλάκης, όπως ορκίζονται στην ποδοσφαιρική τους μνήμη ασπρομάλληδες, έβαζε το κεφάλι στη φωτιά, μέσα σε άγρια συμπλέγματα αγκώνων, γονάτων. Η σωματική του ακεραιότητα, η ορμή του, ανησυχούσε τον προπονητή του, τους συμπαίκτες, τους φιλάθλους του Παναθηναϊκού. Οχι τον ίδιο. Ελπίζοντας ότι δεν θα παρεξηγηθώ, ως χρήστης της αργκό των γηπέδων, κυρίως από τις αναγνώστριες, ο αγαπητός σε όλους εκλιπών δικαιούτο «Νομπέλ» στα «ψαλίδια».
Ο Λινοξυλάκης απογειωνόταν, παραλλήλιζε το κορμί με το έδαφος, τάνυζε το πόδι, έβρισκε την μπάλα· δονούνταν οι εξέδρες, όχι, αυτή η (ποδοσφαιρική) Κυριακή δεν πήγε χαμένη. Αλλωστε, ο Κώστας πρωταγωνίστησε και στην 7η τέχνη, στην ταινία του 1956 «Οι άσσοι των γηπέδων», ή σε πιο λαϊκή απογευματινή «Κυριακάτικοι ήρωες». Σενάριο; Ιάκωβος Καμπανέλλης; Σκηνοθεσία; Βασίλης Γεωργιάδης. Μουσική; Αργύρης Κουνάδης. Είπατε κάτι; Εκ των πρωταγωνιστών αυτής της γενναίας παραγωγής (έστω και με ντουμπλαρισμένη φωνή): Κώστας Λινοξυλάκης, Ανδρέας Μουράτης (φίλοι Ολυμπιακοί, κι εσείς θα συγκινηθείτε), Στάθης Μανταλόζης, ο αγριόγατος των δοκαριών, για να μνημονεύσω και τις μαρτυρίες του πατέρα μου. Ηταν η εποχή που πρωτοκλασάτες ομάδες του εξωτερικού ήθελαν να εντάξουν στο δυναμικό τους τον «πράσινο» Κώστα Λινοξυλάκη.
Ανθρωπος ζεστός, δοτικός, ακέραια λαϊκός, πάντα ευθύκορμος –απέπνεε «κάτι» από Γιώργο Φούντα– φλέρταρε με τις ομορφιές της ζωής, σεβόμενος την αισθητική υπεροχή του γυναικείου φύλου, δεινός αλιεύς των ζείδωρων στιγμών, δεν αμέλησε τα κοινά. Φωτογραφίες του δίπλα στον Κων. Καραμανλή, αλλά και στην Αλίκη Βουγιουκλάκη και άλλες αστερόεσσες της κοινωνίας και του θεάματος, καταδήλωναν την εξωγηπεδική ευρύτητά του. Πράος, γαλβανισμένος από τα γεννοφάσκια του με τις αλήθειες της ζωής, με μάτια που εξέπεμπαν καρδιά, ψυχή.
Οι συμπολίτες του, «πράσινοι» και μη, τον τίμησαν στέλνοντάς τον στο δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων, όπου υπηρέτησε και ως αντιδήμαρχος. «Αυτός με πάντρεψε το 1992, «πολύ γλυκός, ευγενής άνθρωπος», μου είπε ο φίλος (και σκιτσογράφος της «Κ») Ηλίας Μακρής, που μόνο τα μαλλιά του δεν έχει βαμμένα πράσινα από τη φίλαθλη επιλογή ζωής.
Κώστας Λινοξυλάκης: 1933-2014. Μεσίστια κυματίζει η σημαία της Παναθηναϊκής οικογένειας, αποτίοντας φόρο τιμής σε έναν καλό και άξιο, εντός κι εντός γηπέδων. Η ανακοίνωση της ΠΑΕ, συγκινησιακή, επιλογική: «Αποχαιρετάμε μια ποδοσφαιρική φυσιογνωμία που δόξασε το τριφύλλι και τα χρώματα της Εθνικής. Απώλεια όλης της Παναθηναϊκής οικογένειας και του ποδοσφαίρου, που τίμησε με τα προσόντα και το ήθος του. Θα αποτελεί πάντα κομμάτι της ιστορίας μας». Είχε κρεμάσει τα παπούτσια του 10 μήνες, εν έτει 1963, ο αείμνηστος Λινοξυλάκης, όταν ο προπονητής του Παναθηναϊκού Χάρι Γκέιμ, τον επιστράτευσε. «Κώστα, παίζουμε ένα πρωτάθλημα με την ΑΕΚ, γύρνα. Κάνε διάλειμμα, σε χρειαζόμαστε»...
Πηγή: kathimerini.gr
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr