Ο expert Δημήτρης Αντωνόπουλος παρουσιάζει το εστιατόριο της χρονιάς Cookouvaya με 5 σεφ: Σ & Β. Λιάκος, Καραθάνος, Ζουρνατζής & Κοσκινάς!
Σπύρος και Βαγγέλης Λιάκος, Νίκος Καραθάνος, Μάνος Ζουρνατζής και Περικλής Κοσκινάς δημιούργησαν ένα εστιατόριο που φιλοδοξεί να φέρει νέα δεδομένα στην Αθήνα. Καταγράφουν ωραίες επιδόσεις, έχουν δυναμικό και περιμένουμε να περάσει η πρώτη επικοινωνιακή μπόρα για να δούμε πώς θα αναπτύξουν πλήρως τις ιδέες τους.
To opening της χρονιάς: Πολλά γράφτηκαν προτού καν ανοίξει το εστιατόριο, διότι δεν είναι συνηθισμένο να βλέπεις ούτε έναν ούτε δύο, αλλά πέντε επιτυχημένους σεφ να ενώνουν τις δυνάμεις τους. Πόσο μάλλον στην Ελλάδα που η συνεργασία δεν είναι το φόρτε μας… Έτσι με το που άνοιξε η «Cookoovaya» έγινε χαμός. Μεγάλο εστιατόριο, περίπου για 200 άτομα, ανοιχτό μεσημέρι-βράδυ, πράγμα όχι συνηθισμένο στην Αθήνα. Οι τρεις σάλες του γεμίζουν και μάλιστα χωρίς ο καλοβαλμένος του κόσμος να έχει σχέση με το φαντεζί, όλο σταριλίκι κλίμα που βλέπαμε παλιότερα στο «Αριστερά Δεξιά» ή στο «48». Εδώ το ύφος είναι χαρούμενο, λαμπερό, αλλά ταυτοχρόνως ήπιο και «χαμηλόφωνο».
Το σάουντρακ, η ευχάριστη βαβούρα ανθρώπων που περνάνε καλά, θυμίζει μπρασερί στο Παρίσι. Υπάρχει μια οικειότητα στο χώρο που μου φέρνει στο νου παλιό κινηματογράφο με στοιχεία όπως οι ψευδοροφές ή τα πολυάριθμα τετράγωνα φωτιστικά που κρέμονται από το ταβάνι. Χαμηλότερα το ύφος είναι σαφώς πιο σύγχρονο, με κομψές ξύλινες πολυθρόνες που αφήνουν ένα αίσθημα ανικανοποίητου καθώς δεν ξέρεις τι να κάνεις το δεξί σου χέρι έτσι που έχουν μόνο ένα μπράτσο! Το πάτωμα είναι στρωμένο με ξύλο και σε δύο σημεία του υπάρχουν δύο όμορφα «χαλιά» από παλιά κεραμικά πλακάκια. Πάνω τους τοποθέτησαν δύο (ωραία δεν λέω ) ανθρακί μοναστηριακά τραπέζια με μαύρες καρέκλες που βγάζουν μάτι καθώς δεν ταιριάζουν με το ύφος του υπόλοιπου μαγαζιού. Αν ένα πιο ουσιαστικά εστιατορικό –στον αντίποδα του ελιτίστικου– ύφος είναι το ζητούμενο, όπως έχει διαφανεί από δηλώσεις των δημιουργών της «Cookoovaya», τότε δεν καταλαβαίνω το ρόλο τους φάτσα κάρτα στην εντυπωσιακή ανοιχτή κουζίνα.
Αυτή είναι και το εντυπωσιακότερο σημείο του μαγαζιού: μεγάλη, με εξαιρετικό και όμορφο εξοπλισμό, αποτελεί το κέντρο βάρους του εστιατορίου με την αεικίνητη χορογραφία μαγείρων ντυμένων στα λευκά. Εκεί είναι το πιο ενδιαφέρον σημείο τελικά για να κλείσεις τραπέζι. Χωρίς να κάνει deco statement, το «Cookoovaya» είναι ένας φιλόξενος χώρος, που φαντάζει πολύ ομορφότερος στο φως της μέρας.
Fooding: Υπάρχει κάτι γοητευτικά παλιομοδίτικο σε αυτό το εδεσματολόγιο. Προσωπικά με παραπέμπει σε ένα μείγμα παλιάς Θεσσαλονίκης, του cult «Όλυμπος Νάουσα» και παλιότερων σελίδων από κατάλογο του «G.B. Corner» με αρκετή μαγιονέζα, ρώσικη σαλάτα, πουρέδες και γενικά μια comfort αύρα να το διατρέχει.
Πάνω του είναι ψεκασμένα τεχνική ακρίβεια και σύγχρονο πνεύμα, χωρίς να λείπουν οι αστοχίες. Όπως στην αθηναϊκή λ.χ., αυτό το κλασικό αστικό πιάτο, που έρχεται όμως σε μια άχαρη εκδοχή: η σφυρίδα δεν σε κάνει να βαράς προσοχή, τα λαχανικά δεν έχουν δυνατό άρωμα και η μαγιονέζα πάσχει από έλλειψη βελούδου. Στον αντίποδα το ωραιότερο έδεσμα που δοκιμάσαμε ήταν οι στηθοπλευρές. βοδινά spare ribs στη σχάρα με μια ιδανικά μελωμένη σάρκα, λιπάκι-λουκούμι και για γαρνιτούρα ένα πιάτο από το μεσημεριανό μενού, ήτοι λάχανο ψητό στα κάρβουνα (ωραιότατη φυτική γλύκα μια σταλιά καψαλισμένη στη σχάρα ), φέτες πορτοκαλιού και ξινομυζήθρα. σπεσιαλιτέ ψαγμένης σκανδιναβικής νοοτροπίας σε στιλ γαστροταβέρνας, είναι η πιο αποψάτη εξ όσων δοκίμασα.
Θα μπορούσα να τη χαρακτηρίσω και «wise cuisine» (ο υπότιτλος του μαγαζιού ) αν και ο όρος μού φαίνεται μαρκετινίστικη αναφορά στο «Cookoovaya» – και η μέχρι στιγμής αίσθησή μου από την κουζίνα δεν στηρίζει μια τόσο βαριά δήλωση. Ένα από τα κεντήματα του φούρνου είναι η χορτόπιτα, με εξαιρετικά κομψό, λεπτό και μαζί παραδοσιακό φύλλο και ολοζώντανα, μυρωδάτα χόρτα και βότανα. Μας ιντριγκάρουν οι ασυνήθιστοι συνδυασμοί και από τους σεφ του μαγαζιού έχουμε δοκιμάσει διαμάντια στο παρελθόν. Οι προσδοκίες μας, ωστόσο, από το βοδινό μπούτι έμειναν ανεκπλήρωτες καθώς του έλειπε η γευστική δύναμη, το καπνιστό χέλι επάνω του ήταν τόσο ελάχιστο που πέρασε απαρατήρητο, το ίδιο και η μαγιονέζα του. Πόσο διαφορετική και πλούσια είναι η τρουφάτη μαγιονέζα στα ζουμερά τηγανητά μανιτάρια με ταιριαστή κρέμα φουαγκρά δίπλα τους. Αν το κρέας του κόκορα στην παστιτσάδα είχε τη νοστιμιά της εξαιρετικής σάλτσας του, θα συγχωρούσα τη φλυαρία των γεμιστών με αυτό χοντρών μακαρονιών. ωστόσο είναι σίγουρα καλό πιάτο. Το κατσικάκι είναι από τις νόστιμες γκουρμεδιές έτσι υπέροχα μελωμένο που βγαίνει από το φούρνο, ο παραμαγειρεμένος τραχανάς όμως δίπλα του είναι πολύ χλομός για τέτοιο κρέας.
Παράδειγμα για την υφή που πιστεύω ότι θα έπρεπε να έχει είναι ένα γλυκό! Είναι τόσο φανταστικά χυλωμένο και al dente το ρύζι στο ρυζόγαλο, που μαζί με τα εσπεριδοειδή και το υπέροχο καψάλισμα της επιφάνειάς του φτιάχνουν το καλύτερο που έχω φάει ποτέ. Πολύ ωραία καινοτομία το παγωτό φιστικοβούτυρο στο προφιτερόλ. καλή ιδέα και η μπανάνα στη χόβολη, αλλά θέλει δουλειά για να δείξει την ιδιαιτερότητά της.
Cookoovaya
Χατζηγιάννη Μέξη 2Α, Ιλίσια
Πηγή: athinorama.gr
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr