Η εξομολόγηση μιας μητέρας που ''ραγίζει'' καρδιές: ''Η ζωή μου χάθηκε μαζί του, στον πάτο της θάλασσας''!
Με λένε Θέμις και θα ήθελα να διηγηθώ την ιστορία μου, πώς έχασα τον άνθρωπό μου στο ναυάγιο του Σάμινα στην Πάρο, πριν από 14 χρόνια.
Με τον άντρα μου ήμασταν ένα χρόνο παντρεμένοι και ο γιος μας ήταν 3 μηνών τότε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη φρίκη που έζησα, το ναυάγιο, τα πτώματα που περνούσαν από μπροστά μου, τα ουρλιαχτά και τις φωνές, το σκοτάδι και τα κύματα, το παιδί μου που πάλευα με νύχια και με δόντια να κρατήσω στην επιφάνεια ώσπου πέρασε ένας ψαράς, καλή του ώρα όπου και να΄ναι, και μας τράβηξε στη βάρκα του. Έκανα πολλά χρόνια ψυχοθεραπεία για να σταθώ στα πόδια μου και μέσα στην ατυχία μου, ευτυχώς το παιδί μου ήταν πολύ μικρό και δεν θυμάται τίποτα. Τον άντρα μου όμως δεν θα τον ξεχάσω ποτέ…
Ήταν Σεπτέμβριος του 2000 όταν η κολλητή μου στην Αθήνα, βάφτιζε το αγοράκι της και αποφασίσαμε να πάμε οικογενειακώς. Πήγαμε, περάσαμε πολύ ωραία, είδαμε τους φίλους μας και αποφασίσαμε στην επιστροφή να ταξιδέψουμε βράδυ γιατί το παιδί ήταν πολύ μικρό και δεν θέλαμε να αναστατωθεί. Ήμασταν στη καμπίνα με τον άντρα μου και το μωρό, όταν θυμήθηκα πως είχα ξεχάσει το μπιμπερό του στο σαλόνι του καραβιού. Κρατούσα το παιδί μου στα χέρια και όπως μπήκα, το θυμήθηκα και γύρισα πίσω. Ακούσαμε έναν εκκωφαντικό θόρυβο και τα φώτα έσβησαν. Το καράβι πολύ γρήγορα πήρε κλίση. Παιδιά τσίριζαν, ο κόσμος έψαχνε τα σωσίβια και το πλήρωμα εξαφανισμένο. Έναν είδα μόνο και ούρλιαζα: “Ο άντρας μου, πώς θα πάω να βρω τον άντρα μου”. Δεν ζήτησα σωσίβιο, δεν ζήτησα βοήθεια. Μόνο ο άντρας μου με ένοιαζε.
Προσπάθησα να πλησιάσω τις καμπίνες με το μωρό στην αγκαλιά. Ήταν αδύνατο. Όπως είχε γείρει το καράβι, οι πόρτες στις καμπίνες είχαν γίνει σαν ταβάνι και ο κόσμος που ήταν μέσα δεν μπορούσε να βγει. Ένας κύριος με έσπρωξε στο κατάστρωμα. Μια κυρία κρατούσε δύο σωσίβια και έψαχνε τον άντρα της. Της ζήτησα το ένα, είδε το μωρό και μου το έδωσε αλλά δεν πρόλαβα να το φορέσω. Ο κόσμος έκανε σαν τρελός, οι βάρκες δεν ξεκολλούσαν, παιδιά τσίριζαν και έκλαιγαν, άκουγα συνέχεια έναν κύριο να φωνάζει: “Η γυναίκα μου, τα παιδιά μου, βοήθεια, η γυναίκα μου”. Κόσμος έπεφτε στη θάλασσα. Η βάρκα μπροστά μου δεν ξεκολλούσε και πάνω στον πανικό μου, κράτησα σφιχτά το γιο μου και έπεσα στο νερό…
Βρέθηκα στη θάλασσα, με το μωρό σχεδόν να πνίγεται από το νερό που ήπιε και από τα κύματα που έρχονταν. Από μπροστά μου περνούσαν πτώματα, βαλίτσες, παπούτσια, ρούχα. Πιάστηκα από μια μπάλα που πέρασε από μπροστά μου και έμεινα εκεί. Η καρδιά μου δεν χτυπούσε, δεν ανέπνεα. Ο άντρας μου. Άραγε να μπόρεσε να βγει; Θεέ μου να μην περάσει πεθαμένος από μπροστά μου. Αυτό παρακαλούσα και όχι να σωθούμε. Ο γιος μου έκλαιγε στην αγκαλιά μου και τα χειλάκια του ήταν μελανά, κρύωνε και έτρεμε. Φοβήθηκα μην τον χάσω και άρχισα να φωνάζω βοήθεια. Το νερό με πήγαινε στα βράχια και εγώ έβαζα όλη μου τη δύναμη με το ένα χέρι να αλλάξω κατεύθυνση. Άρχισα να χάνω τις δυνάμεις μου όταν πέρασε ένας ψαράς που άκουσε τις φωνές μου και μας ανέβασε στη βάρκα του. Φύγαμε από το λιμάνι της Πάρου μια ευτυχισμένη οικογένεια και γυρίσαμε διαλυμένοι και μόνοι. Τον άντρα μου τον βρήκαν πολλές μέρες μετά, στο πάτο της θάλασσας…από τότε “πνίγηκα” και εγώ.
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr