Η καλύτερη (ναι γίνεται) με στυλ Μέριλ Στριπ που είδατε ποτέ: Απολαύστε την στην κυριολεξία ως Florence στο σινεμά
Ξεπέρασε τον εαυτό της η Μέριλ Στριπ αυτήν τη φορά, ενσαρκώνοντας μια σοπράνο, που μπροστά της θα υποκλινόταν ο... Κακοφωνίξ.
Το βιογραφικό «Florence: φάλτσο σοπράνο», του Στίβεν Φρίαρς, βασίζεται στην ιστορία της Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς, της χειρότερης λυρικής τραγουδίστριας που τόλμησε να ερμηνεύσει άριες του Βέρντι, του Μότσαρτ και του Γιόχαν Στράους.
Τι πιο κοινότοπο στο αμερικανικό σινεμά από την ιστορία ενός ανθρώπου που παλεύει για τ’ όνειρό του; Τι πιο κωμικοτραγικό, όμως, από την αληθινή ιστορία της ατάλαντης και απίστευτα κακόφωνης Φλόρενς, η οποία χρηματοδότησε αφειδώς την αυταπάτη της στην πιο γελοία «υπερπαραγωγή» της «καριέρας» της, στο φημισμένο Κάρνεγκι Χολ το 1944, και έγινε περίγελως της Νέας Υόρκης. Η αυτοκαταστροφή ως ψευδαίσθηση της επιτυχίας. Περνάς ευχάριστα με την ταινία (που δεν είναι ό,τι καλύτερο έχει γυρίσει ο Φρίαρς) χάρη στην πάντα απρόβλεπτη πρωταγωνίστριά του.
Από την ημέρα που η Στριπ επιβλήθηκε με τους δικούς της όρους στο σταρ σίστεμ, απέδειξε πως δεν υπάρχουν ανυπέρβλητα εμπόδια μπροστά της. Σήμερα αυτοσχεδιάζει ελέγχοντας τα πάντα, από την ανεπαίσθητη κίνηση του κορμιού και του προσώπου της μέχρι την πιο μικρή της ανάσα. Κάνει μορφασμούς, μιλάει, μουρμουρίζει και τραγουδάει, στριγγλίζοντας σε μια βιογραφία στα όρια της φαρσοκωμωδίας.
Όπως γράφει ο Δημήτρης Μπούρας στην kathimerini.gr, ένα ρεσιτάλ ερμηνείας, στο οποίο ξεκουρδίζεται το τελειότερο μουσικό όργανο, η ανθρώπινη φωνή. Το «ξεκούρδισμα» είναι μελετημένο και μεθοδικό, διόλου αφημένο στην τύχη. Φαντάζομαι πως δεν είναι εύκολο να προσεγγίσεις με τόση σοβαρότητα κάποιον τόσο εκτεθειμένο στο γελοίο.
Βάτραχος για πάντα!
Η Στριπ με το ένα χέρι θρυμματίζει την εικόνα της φαντασιόπληκτης και φάλτσο ηρωίδας της· με το άλλο σκιαγραφεί το πορτρέτο μιας εύθραυστης γυναίκας, η οποία ξεπερνάει και τους πιο βαθείς φόβους της για να εκτεθεί, όπως οι αληθινοί καλλιτέχνες, μπροστά στο αδηφάγο κοινό. Τέλεια ισορροπία ανάμεσα στη φάρσα και στο μελόδραμα.
Παρακάμπτοντας τα προφανή (το χρήμα, που αγοράζει τα πάντα, και η υποκρισία ως ο αφρός της κοσμικής ζωής) ανακαλύπτεις μικρές στιγμές στην ταινία, στις οποίες γέρνει προς την ευάλωτη φύση του καλλιτέχνη και την άδολη σχέση του με την τέχνη του. Η Φλόρενς της Στριπ δεν είναι κίβδηλη. Ζει όμως σε μια ψευδαίσθηση που την κάνει αληθινά τραγική, αν και βαθιά μέσα της έχει συνείδηση πως είναι ο βάτραχος που δεν θα (ξανα)γίνει ποτέ βασιλιάς. «Μπορεί να λένε ότι δεν μπορώ να τραγουδήσω. Αλλά κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν τραγούδησα», αυτό ήταν το απόφθεγμά της.
H καλόκαρδη Μαργκερίτ
Ο Φρίαρς και ο σεναριογράφος του Νίκολας Μάρτιν έχουν εύθυμη διάθεση, προσεγγίζουν όμως αρκετά ακαδημαϊκά τη Φλόρενς Φόστερ Τζένκις. Θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον εάν η ταινία τους ήταν λιγότερο περιγραφική και πιο κοντά στη Φλόρενς που προσπαθεί ν’ ανασύρει η Στριπ κάτω από τα πούπουλα της παράφωνης σοπράνο.
Αναπόφευκτη είναι η σύγκριση με το περυσινό γαλλικό «Μαργκερίτ», του Ξαβιέ Τζιανολί, εμπνευσμένο από την ίδια ιστορία. Η κυρία Ντιμόν (Κατρίν Φρο) είναι η ηρωίδα μιας κωμωδίας, που χρησιμοποιεί την παραφωνία και το κιτς για να σχολιάσει σαρκαστικά την αριστοκρατία την εποχή κατά την οποία ο υπερρεαλισμός άρχισε να γίνεται αισθητός στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Παρισιού.
Ενας μποέμ, ενθουσιασμένος από το κιτς των εμφανίσεων της Μαργκερίτ, θα την πείσει να αφήσει το σαλόνι του πύργου της και τους καιροσκόπους που τη χειροκροτούν για να τραγουδήσει μπροστά σε αληθινό κοινό, σε ένα καφεθέατρο. Οι σουρεαλιστές ετοιμάζονται πυρετωδώς για ένα αξέχαστο χάπενινγκ. Στην αντίστοιχη σκηνή στο «Florence», στο Κάρνεγκι Χολ, το κοινό, βετεράνοι του πολέμου που είχαν ζήσει τη φρίκη, δικαιώνει τη φάλτσο σοπράνο του.
Η αληθινή... Φλόρενς
Η χειρότερη υψίφωνος όλων των εποχών ή, αν προτιμάτε, η πιο καλτ φυσιογνωμία του λυρικού τραγουδιού ήταν η Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς (1868-1944). Γεννήθηκε στην Πενσιλβάνια και «μεγαλούργησε» στη Νέα Υόρκη κατά την ξέφρενη δεκαετία του ’30, αλλά και του ’40. Στα τρυφερά της χρόνια υπήρξε ταλέντο στο πιάνο, που πήγε στράφι εξαιτίας του ζάπλουτου πατέρα της, ο οποίος δεν ήθελε να ακούσει για ανώτερες σπουδές της κόρης του στη μουσική.
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Φλόρενς μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και έγινε δασκάλα πιάνου. Κάποια στιγμή, όμως, ο διάβολος ξύπνησε μέσα της και αποφάσισε να γίνει τραγουδίστρια της όπερας, παρά τη φρικτή φωνή της.
Η κληρονομιά του πατέρα της τής έλυσε προβλήματα και τη βοήθησε ν’ αναρριχηθεί στους καλλιτεχνικούς και κοσμικούς κύκλους. Φύλακας άγγελός της έγινε ο Σεντ Κλερ Μπέιφιλντ, νόθος γιος Αγγλου αριστοκράτη και αποτυχημένος ηθοποιός. Η Φλόρενς κατάφερε να δημιουργήσει ένα ψεύτικο σύμπαν, γεμάτο άσημους κόλακες, αλλά και γνωστούς καλλιτέχνες που προσέβλεπαν στις χορηγίες της. Τα ρεσιτάλ της, συνήθως σε φιλικό κύκλο, ήταν για γέλια και για κλάματα.
Στο απόγειο του λυρικού της οίστρου, στις 25 Οκτωβρίου του 1944, έδωσε συναυλία στο Κάρνεγκι Χολ για βετεράνους του πολέμου. Είχε προαγοράσει η ίδια τα εισιτήρια. Οι βετεράνοι εξέλαβαν τη συναυλία ως παρωδία. Το ηχογραφημένο αρχείο της ανήκει στα περιζήτητα του Κάρνεγκι Χολ. Περιζήτητοι έγιναν και οι δίσκοι που ηχογράφησε στην εταιρεία Melotone.
Florence: φάλτσο σοπράνο * * 1/2
ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΚΟΜΕΝΤΙ
Σκηνοθεσία: Στίβεν Φρίαρς
Ερμηνείες: Μέριλ Στριπ, Χιου Γκραντ, Σάιμον Χέλμπεργκ, Ρεμπέκα Φέργκιουσον, Νίνα Αριάντα
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr