H Αντιγόνη Σιδηροπούλου έπεσε με αεροπλάνο, σώθηκε, έγινε μαμά- Πως την έσωσε ο Περικλής Καλόπουλος

Λένε πως «ο Θεός ενεργεί με μυστήριους τρόπους». Τους πιο παράξενους, εξωφρενικούς ή ακατανόητους τους ονομάζουμε θαύματα. Η Αντιγόνη Σιδηροπούλου πιστεύει πως «το θαύμα το ζεις,δεν το εξηγείς». Και ξέρει καλά τι λέει. Έχει ήδη ζήσει τέσσερα θαύματα.

Λένε πως «ο Θεός ενεργεί με μυστήριους τρόπους». Τους πιο παράξενους, εξωφρενικούς ή ακατανόητους τους ονομάζουμε θαύματα. Η Αντιγόνη Σιδηροπούλου πιστεύει πως «το θαύμα το ζεις,δεν το εξηγείς». Και ξέρει καλά τι λέει. Έχει ήδη ζήσει τέσσερα θαύματα.



Η Αντιγόνη είναι λεπτή,ευκίνητη, γλυκιά, ευγενική και περιγράφει την περιπέτεια της στο περιοδικό People. Τρίβει αμήχανα το σημάδι στο μέτωπό της –μια τοσοδούλα ουλή, αόρατη σχεδόν– και λέει πως δεν την πειράζει να θυμάται το ατύχημα που παραλίγο να της κοστίσει τη ζωή. Γελάει κιόλας. Λοιπόν, είναι παράξενο τι λεπτομέρειες συγκρατεί το μυαλό σου μετά από μια καταστροφή. «Φορούσα ένα κίτρινο μπλουζάκι, τζιν και πέδιλα. Ήταν καλοκαίρι. Αύγουστος μήνας...».

Το καλοκαίρι του 2001, η Αντιγόνη Σιδηροπούλου, 35, ήταν μόλις 23 χρόνων. Νέα, χαρούμενη και πολύ ερωτευμένη, με τον Ηλία (που τελικά έγινε ο πατέρας των παιδιών της). Ήταν μαζί ένα χρόνο και είχαν  κανονίσει να πάνε διακοπές στη Σαντορίνη παρέα με φιλικό ζευγάρι. Ο άλλος άντρας, ο Χρήστος, ήταν πιλότος και εκπαιδευτής, με δικιά του εταιρεία στο Ελληνικό. Τους πρότεινε να πάνε αεροπορικώς στο νησί, με το αεροπλάνο της εταιρείας του. Θα πιλοτάριζε ο ίδιος. Δέχτηκαν. Πήγαν, έμειναν μία εβδομάδα. Πέρασαν υπέροχα. Στην επιστροφή έγιναν όλα...

«Ο καιρός ήταν καλός. Ζέστη. Δεν φυσούσε. Κάναμε καλό ταξίδι. Καθόμουν πίσω, δεμένη με τη ζώνη στο κάθισμά μου, με τα ακουστικά στ’ αυτιά. Όταν πλησιάζαμε στην Αθήνα, αργά το απόγευμα –φαίνονταν πια η παραλιακή και το αεροδρόμιο από μακριά–, ακούω τον πιλότο να λέει στον πύργο ελέγχου ‘‘Χάνω τον έναν κινητήρα’’. Η απάντηση ήρθε αμέσως: ‘‘Μπορείς να προσγειωθείς και με έναν. Θα σας περιμένουμε’’. Φοβήθηκα λίγο, προσπάθησα όμως να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Λεπτά αργότερα, φτάνοντας πάνω από το αεροδρόμιο, ακούω πάλι τη φωνή του Χρήστου: ‘‘Χάνω και το δεύτερο’’. Αμέσως έστριψε προς τη θάλασσα».

Άραγε εκείνη φώναξε; Ούρλιαξε; Είδε όλη τη ζωή της να περνάει μπροστά από τα  μάτια της; Η απάντηση είναι «όχι». «Πάγωσα. Όλοι παγώσαμε. Κοιταζόμασταν μόνο, ανίκανοι να αντιδράσουμε. Δεν προλάβαμε να πούμε ή να κάνουμε τίποτα άλλο. Δευτερόλεπτα αργότερα το αεροπλάνο έπεσε. Το μόνο που σκέφτηκα ήταν “Θεέ μου, βοήθησέ μας”. Τελευταία στιγμή, έπιασα το χέρι της κοπέλας δίπλα μου και το έσφιξα – “όλα θα πάνε καλά, θα δεις”. Μετά, σκοτάδι. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο...».



Πως είναι να σώζεις έναν άνθρωπο από ένα αεροπλάνο που έχει βουλιάξει

Αν τον αποκαλέσεις «ήρωα», χαμογελάει σφιγμένα και κουνάει αποδοκιμαστικά το κεφάλι του, σαν να ενοχλείται.Ο Περικλής Καλόπουλος, 36, έχει σφιχτή χειραψία, κορμί γερό, καλοκαμωμένο και δυο μάτια που διστάζουν ανάμεσα στο ανοιχτοπράσινο και το γαλάζιο. Ωραία μάτια, καθαρά, σαν τη θάλασσα. Κολυμπάει από παιδί. Παλιότερα έπαιζε μπάσκετ, φοίτησε και λίγο στη Γυμναστική Ακαδημία. Τελικά, προτίμησε τη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Μέχρι σήμερα αθλείται σχεδόν καθημερινά. Στις 19 Αυγούστου του 2001, ο Περικλής δούλευε, κι ας ήταν Κυριακή. Είχε κανονίσει με το θείο του να πάνε για μπάνιο, αλλά ήταν κουρασμένος. Το ακύρωσαν στην αρχή, ύστερα πάλι είπαν να πάνε, να ξεπλύνουν τη σκόνη της μέρας.Μπήκαν στη βάρκα κι ανοίχτηκαν. Έριξαν το φουσκωτό στο Φάληρο και τράβηξαν προς Άγιο Κοσμά. Την ώρα που γύριζαν, πείνασαν και είπαν να σταματήσουν εκεί, στη μύτη του ακρωτηρίου,να τσιμπήσουν κάτι. Στη θεωρία του χάους υπάρχει κάτι που λέγεται «φαινόμενο της πεταλούδας»: η ευαίσθητη εξάρτηση ενός συστήματος από τις αρχικές συνθήκες. Λένε, π.χ.,πως, αν μια πεταλούδα πεταρίσει τα φτερά της στον Αμαζόνιο, μπορεί να φέρει βροχή στην Κίνα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η θεωρία πάει ως εξής: Αν στις 19 Αυγούστου του 2001, στις 5.45 το απόγευμα, ο Περικλής Κλόπουλος δεν βολτάριζε μ’ ένα βαρκάκι στο Σαρωνικό, η Αντιγόνη Σιδηροπούλου δεν θα υπήρχε. Έτσι απλά.

«Ακούσαμε» θυμάται ο Περικλής «ένα θόρυβο πολύ δυνατό να έρχεται από αριστερά και πίσω μας, από την πλευρά της Αίγινας. Γύρισα και είδα ένα αεροπλάνο να έρχεται καταπάνω μας χάνοντας ύψος γρήγορα. Τα έχασα. Λίγα μέτρα πριν την παραλία, το είδα να στρίβει απότομα αριστερά και να πέφτει κάθετα, σαν μολύβι, με δύναμη στη θάλασσα. Το μπροστινό του μέρος κόπηκε και το υπόλοιπο βούλιαξε γρήγορα, φτάνοντας τα 15-17 μέτρα βάθος».

Έβαλε εμπρός τη μηχανή και τράβηξε ίσια μπροστά, προς το σημείο όπου είχε πέσει το αεροπλάνο. Μπορεί να υπήρχαν άνθρωποι, μπορεί να κινδύνευαν...



«Όταν φτάσαμε κοντά, είδαμε τρεις στη θάλασσα. Οι δύο άντρες ήταν βαριά χτυπημένοι, είχαν αρχίσει να βουλιάζουν. Το κορίτσι, όμως, είχε τις αισθήσεις του. Άρχισε να φωνάζει ‘‘βοήθεια, υπάρχει άλλη μια κοπέλα εκεί κάτω’’. Με το που το άκουσα, έβαλα αμέσως μάσκα και πέδιλα, έκανα το σταυρό μου και βούτηξα. Θυμάμαι ακόμα, σαν όνειρο, το θείο μου να φωνάζει ‘‘Περικλή, αν δεν μπορέσεις, μην το κάνεις’’. Στην πρώτηβουτιά δεν είδα τίποτα, ο βυθός ήταν ανταριασμένος, σαν να είχε προηγηθεί μια έκρηξη. Τη δεύτερη φορά, πήγα λίγο πιο βαθιά. Άρχισα να διακρίνω το σώμα του αεροσκάφους στον πυθμένα, που αμφιταλαντευόταν, δεν είχε κατακαθίσει ακόμα. Στην τρίτη βουτιά, αποφάσισα να πάω πιο βαθιά. Έφτασα στην τρύπα, μπήκα μες στο σώμα του αεροσκάφους και τότε πια είδα την Αντιγόνη δεμένη στο κάθισμα. Ήταν ένα θέαμα φριχτό: τα μακριά μαύρα μαλλιά της απλωμένα, τα χέρια της να αιωρούνται στο βυθό, σαν πλοκάμια κάποιου παράξενου προϊστορικού ζώου. Προσπάθησα να μην την κοιτάζω. Φοβόμουν το σοκ. Έψαξα στα τυφλά για την ασφάλεια της ζώνης της.Τη βρήκα, την έλυσα, τη γύρισα, ώστε η πλάτη της να ακουμπάει στο στέρνο μου, και κολύμπησα προς τα πίσω για να βγούμε από το σκάφος. Αλλά ήδη είχα αρχίσει να χάνω την ανάσα μου...».



Τα επόμενα ένα-δυο λεπτά, λέει, ήταν τα πιο δύσκολα της ζωής του. «Ανέβαινα αργά, κρατώντας την Αντιγόνη στην αγκαλιά μου και δίνοντας ώθηση μόνο με τα πόδια. Έβλεπα τη θάλασσα ψηλά, τον ήλιο να γυαλίζει στην επιφάνεια κι έτρεμα από την αγωνία. Μου φαινόταν ατέλειωτη η απόσταση, δεν είχα πια κόκκο αέρα στα πνευμόνια μου. Όταν βγήκαμε πια, ουφ, βαθιά ανάσα...».



«Οι πιθανότητες ήταν 50-50 να ζήσω ή να πεθάνω»

«Το ότι με βρήκε ο Περικλής και με έβγαλε ήταν το πρώτο θαύμα» συνεχίζει τη διήγηση η Αντιγόνη. Μετά άρχισε το δράμα του νοσοκομείου. Φτάνοντας εκεί, εγώ είχα αρχίσει και πέθαινα. Βλέπεις, τα χαρτιά μου, από κάποιο λάθος, δεν έγραφαν πάνω ‘‘πνιγμό’’, αλλά ‘‘ατύχημα’’. Κατά τύχη, κάποιος γιατρός υποψιάστηκε πως μου συνέβαινε κάτι πιο σοβαρό. Μου έκαναν εξετάσεις και βρήκαν δύο λίτρα νερό στους πνεύμονες! Ήμουν χτυπημένη στο κεφάλι –ο Περικλής μου είπε αργότερα πως ήταν σαν να μου είχαν ανοίξει το κεφάλι στη μέση με τσεκούρι– και είχα ένα κάταγμα πίσω από το μάτι, που είχε μετακινήσει όλο το βολβό. Το μάτι μου είχε βγει έξω και δεξιά, δεν ήξεραν τι να κάνουν, πώς να το χειρουργήσουν. Και υπήρχε κι άλλο ένα κάταγμα στη σπονδυλική στήλη, στο ιερό οστό, που επηρέαζε όλα μου τα νεύρα από τη μέση και κάτω. Αμέσως με έστειλαν στον Ευαγγελισμό, μπήκα στην εντατική. Οι γιατροί έβγαιναν έξω και έδειχναν στους γονείς μου τον ουρανό.



‘‘Τώρα, ο Θεός’’. Αλλά έγινε κι άλλο θαύμα: έζησα. Όταν συνήλθα κάπως, οι γιατροί αποφάσισαν να μην πειράξουν το μάτι μου και όντως μετά από μήνες αυτό ξαναμπήκε μέσα, πήρε τη θέση του. Αποκαταστάθηκε και η όρασή μου – στην αρχή τα έβλεπα όλα διπλά. Έμενα όμως διαρκώς στο κρεβάτι, σε απόλυτη ακινησία...». Κι όσο περνούσε ο καιρός, τόσο την κύκλωνε ο φόβος, η αγωνία: κι αν δεν ξαναπερπατούσε; «Πόδια δεν αισθανόμουν καθόλου. Είχα καθετήρα, δεν λειτουργούσε τίποτα από τη μέση και κάτω. Ενάμιση μήνα έμεινα έτσι. Ζητούσα να σηκωθώ, δεν με ένοιαζε τίποτα, ούτε το μάτι μου, ούτε που μου είχαν ξυρίσει το κεφάλι. Τα πόδια μου σκεφτόμουν μόνο. Έλεγα “άμα σηκωθώ, θα δείτε, θα γίνω καλά”. Μετά από ενάμιση μήνα, δοκίμασαν να με στήσουν όρθια. Ήταν τραγικό. Δεν είχα κανέναν έλεγχο των ποδιών μου, με κρατούσαν για να κάνω ένα βηματάκι, σαν μωρό. Τότε, για πρώτη φορά τρόμαξα».

Η ζωή κερδίζει στο τέλος

Αλλά ξαφνικά, αναπάντεχα, η μηχανή των θαυμάτων της άρχισε να δουλεύει πάλι. «Σιγά σιγά, με μεγάλη δυσκολία στην αρχή, με αποτυχίες πολλές, ξαναπερπάτησα. Μετά από τρεις μήνες, έβγαλα και τον καθετήρα. Και μετά ήρθε το τέταρτο θαύμα: η κόρη μου. Επτά μήνες μετά το ατύχημα έμεινα έγκυος. Φοβόμουν μήπως δεν θα μπορούσα να κάνω παιδί, μήπως το κάταγμα δεν είχε δέσει ακόμα. Αλλά όλα πήγαν καλά. Η Δήμητρα γεννήθηκε χωρίς κανένα πρόβλημα».



Όσο διάστημα έμεινε η Αντιγόνη στο νοσοκομείο, ο Περικλής την επισκεπτόταν τακτικά. Τα γενέθλιά του τα έκανε δίπλα της, στον προθάλαμο της εντατικής. «Όταν ξύπνησα και έμαθα για τον Περικλή» θυμάται εκείνη «ζήτησα να τον γνωρίσω. Κι όταν τον είδα, δεν είχα την αίσθηση πως έβλεπα έναν ξένο. Ήταν σαν να ήμασταν φίλοι από παλιά. Τώρα βέβαια είναι συγγενής, αδελφός μου. Όταν γεννήθηκε η Δήμητρα, η πρόταση να τη βαφτίσει ήρθε αβίαστα – χωρίς εκείνον ούτε εγώ θα υπήρχα ούτε το παιδί. Ούτε ο Γιάννης, ο μικρός μου...».
Τώρα όλα αυτά είναι μια παλιά, σκοτεινή ιστορία. Και η Αντιγόνη ξαναμπήκε σε αεροπλάνο. «Οκτώ χρόνια μετά το ατύχημα, μπήκα σε ένα Boeing και πήγα στην Αμερική. Δεν έπαθα σοκ, ούτε άρχισα να ουρλιάζω. Δεν με ξυπνάνε εφιάλτες το βράδυ, ότι πέφτω και σκοτώνομαι.

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr