«La La Land»: Η μαγεία επιστρέφει χορεύοντας στο Χόλιγουντ

Δεν υπάρχει πιο παρεξηγημένο κινηματογραφικό είδος από το μιούζικαλ. Μπορεί αυτό να οφείλεται στις αμιγώς θεατρικές καταβολές του, την άρρηκτη σχέση του με το θέαμα ή τις εμπορικές συμβάσεις που απέκτησε στα χρυσά του χρόνια, οι οποίες μετατράπηκαν εντέλει σε ανυπέρβλητες αγκυλώσεις. 

Υπήρξαν όμως αρκετοί σκηνοθέτες­ που αντιλήφθηκαν ότι το μιούζικαλ αποτελεί ένα πολυμορφικό κινηματογραφικό υβρίδιο –συνδυασμός πρόζας, τραγουδιού και χορού– που διαθέτει απεριόριστες δυνατότητες (μετα )μοντέρνων παρεμβάσεων και υπερβάσεων.

 

Για να φτάσουμε σε αυτές, πρέπει να αφήσουμε για λίγο στην άκρη το «Τραγουδώντας στη Βροχή» (1952 ) των Στάνλεϊ Ντόνεν και Τζιν Κέλι, το «West Side Story» (1961 ) των Ρόμπερτ Γουάιζ και Τζέρομ Ρόμπινς ή τη «Μελωδία της Ευτυχίας» (1965 ) του Ρόμπερτ Γουάιζ, τις κλασικές ταινίες που οριοθέτησαν ουσιαστικά το είδος.

Weird musical
Κοιτάζοντας προσεκτικά την ιστορία της 7ης τέχνης, θα δούμε ότι αρκετοί δημιουργοί συνειδητοποίησαν νωρίς ότι «πειράζοντας» έστω κι ένα μέρος της συναρπαστικής κινηματογραφικής εξίσωσης του μιούζικαλ μπορείς να κάνεις μικρά κινηματογραφικά θαύματα – γι’ αυτά δεν μιλάει εξάλλου το είδος; Για παράδειγμα το άνευ πρόζας Technicolor παραλήρημα του Ζακ Ντεμί «Οι Ομπρέλες του Χερβούργου» (1964 ) ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του. Στα επαναστατημένα ’70s στο μελωδικό κόλπο μπήκε και η ροκ, με τον Νόρμαν Τζιούισον να μεταφέρει τη χριστιανική οπερατική εξτραβαγκάντζα «Jesus Christ Super Star» (1973 ) από τη σκηνή στην οθόνη, ενώ το «Tommy» (1975 ) του Κεν Ράσελ αποτελεί μέχρι σήμερα ένα από τα πιο τολμηρά εγχειρήματα στο είδος. Και τι να πει κάποιος για το κάστρο των στιλιστικών οργίων του θρυλικού «The Rocky Horror Picture Show» που παρουσίασε το 1975 ο Τζιμ Σάρμαν; Camp έπος...

Ας πάμε όμως και στις πιο πρόσφατες παραγωγές όπως το «Όλοι Λένε σ’ Αγαπώ» (1996 ), όπου το βιτριολικό γουντιαλενικό χιούμορ συναντήθηκε με τη νοσταλγία του παλιού Χόλιγουντ, ή το μεγαλοφυές μελωδικό μελόδραμα «Χορεύοντας στο Σκοτάδι» (2000 ) του Λαρς φον Τρίερ με πρωταγωνίστρια την Μπιόρκ. Αν πάλι είστε σκοτεινοί τύποι, υπάρχουν οι ανάλογες προτάσεις. Από το καλτ stop motion «Ο Χριστουγεννιάτικος Εφιάλτης» (1993 ) του Χένρι Σέλικ μέχρι την εξαιρετική γκοθ όπερα του Τιμ Μπάρτον «Sweeney Todd: Ο Φονικός Κουρέας της Οδού Φλιτ» (2007 ), το μιούζικαλ έχει αποδείξει ότι διαθέτει απεριόριστες δυνατότητες και μοναδική εικαστική ευελιξία. Σε αυτό στοχεύει και το «La La Land», ένα φιλμ που ισορροπεί ιδανικά ανάμεσα στο νεωτερισμό και στην ακαταμάχητη μαγεία του παλιού Χόλιγουντ.

Pure magic
Σε ηλικία μόλις 31 ετών ο Ντάμιεν Σαζέλ βρίσκεται στην ελίτ των Αμερικανών σκηνοθετών. Το ντελιριακό «Χωρίς Μέτρο» του 2014 τον έβαλε στον οσκαρικό κύκλο, ενώ το ολοκαίνουργιο «La La Land» αποτελεί ήδη έναν από τους βασικότερους διεκδικητές του αγαλματιδίου καλύτερης ταινίας στο Dolby Theater την Κυριακή 28/2. οι επτά υποψηφιότητες για Χρυσές Σφαίρες άλλωστε το επιβεβαίωσαν πανηγυρικά.

 

Στο «La La Land» οι ζωές δύο ονειροπόλων καλλιτεχνών, του τζαζ πιανίστα Σεμπάστιαν και της ηθοποιού Μία, τέμνονται με απροσδόκητο τρόπο στο θαυματουργό Λος Άντζελες. Ένα ζευγάρι που ψάχνει να βρει το δρόμο προς τα αστέρια έχοντας για ταβάνι μονάχα τον ουρανό.
Μόνο που η αληθινή ζωή είναι εξ ορισμού φτιαγ­μένη να σκοτώνει τη φαντασία.

 

Και ο Ντάμιεν Σαζέλ αποδεικνύει ότι γνωρίζει καλύτερα από τον καθέναν­ πώς να αναθερμάνει την ξεχασμένη γοητεία του μιούζικαλ με ένα εμπνευσμένο μεταμοντέρνο μουσικο-χορευτικό παραμύθι. Ως λάτρης της τζαζ (σταθερή αναφορά σε όλες τις ταινίες του ) δανείζεται γνώριμα μοτίβα από κλασικές στιγμές του είδους, όπως το «Ένας Αμερικανός στο Παρίσι» (1951 ) και το «Τραγουδώντας στη Βροχή», για να ξεκινήσει μετά ένα δεξιοτεχνικό αυτοσχεδιασμό που μας παρασύρει σε θελκτικά οπτικοακουστικά τοπία και κατευθύνσεις.

Το «άγγιγμα του Σαζέλ» λειτουργεί από τη μία αγχολυτικά, εκμεταλλευόμενο στο έπακρον τη φόρμα του υπερρεαλιστικού παραμυθιού, και από την άλλη κρατά με γλυκόπικρο τρόπο την επαφή του με την πραγματικότητα. Όπως το «The Artist» πριν από μία πενταετία απέτισε φόρο τιμής στο βωβό σινεμά, έτσι και το «La La Land» ανατρέχει σε ένα παραγνωρισμένο είδος, δείχνοντας ότι η μαγεία του κινηματογράφου δεν εξαφανίστηκε ποτέ. Απλώς χρειάζεται τους κατάλληλους δημιουργούς/τυμβωρύχους για να την ανακαλύψουν και πάλι...

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr