Δημήτρης & Χρήστος Ιωάννου : Η Ελλάδα ως ναυάγιο που επιπλέει - Μια ανάλυση των τελευταίων κλυδωνισμών

Όσο το κρίσιμο ζήτημα του ιδιωτικού εσωτερικού χρέους δεν αντιμετωπίζεται ορθολογικά και άρα αποτελεσματικά, η ελληνική οικονομία θα παραπαίει και θα κατευθύνεται όλο και πιο σταθερά προς τον βυθό.

 

Οι εκτιμήσεις διεθνών οργανισμών, ή και μεμονωμένων αναλυτών, σχετικά με το ποιό θα είναι το ύψος του εθνικού μας χρέους το 2030 ή το 2060 είναι απλές ασκήσεις επί χάρτου, χωρίς την παραμικρή αξία. (Το ίδιο, ίσως σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, ισχύει για την εκτίμηση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ). Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι όλες οι παράμετροι οι οποίες προσδιορίζουν τις εν λόγω εκτιμήσεις είναι απολύτως αβέβαιες και υποθετικές. Το πρόβλημα, εν τούτοις, της χαράξεως μεσομακροπρόθεσμης πολιτικής που θα επιτρέψει στην χώρα να αποφύγει την χρεοκοπία, την αναγκαστική έξοδο από την ευρωζώνη και τις εθνικές –όχι μόνον οικονομικές–  καταστροφές οι οποίες σε μία τέτοια περίπτωση θα ακολουθούσαν μετά πλήρους βεβαιότητος, είναι άμεσο και επιτακτικό. 

* Γράφουν οι Δημήτρης  Α. Ιωάννου και Χρήστος Α. Ιωάννου

Οι υπογράφοντες θεωρούν ως πλέον λειτουργικά κρίσιμο ζήτημα της ελληνικής οικονομίας εκείνο που αφορά το ιδιωτικό εσωτερικό χρέος (δηλαδή τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια), ζήτημα που το πολιτικό και οικονομικό σύστημα αδυνατούν να χειρισθούν και να επιλύσουν, με αποτέλεσμα οι όροι κάθε δυνατής διευθετήσεως να επιδεινώνονται με την πάροδο του χρόνου –με σημαντικότερη σχετική αρνητική εξέλιξη, βεβαίως, την απώλεια του δημοσίου ελέγχου  των τραπεζών μετά την τελευταία ανακεφαλαιοποίησή τους. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι εκείνο που μπορεί άμεσα και στιγμιαία να αποβεί αιτία δραματικών επιπλοκών για την χώρα είναι το δημόσιο χρέος, σε περίπτωση ανοικτής χρεοκοπίας. Τις ανησυχίες γι’ αυτό, άλλωστε, καθόλου δεν μπορούν να διασκεδάσουν οι ανεύθυνες, δημαγωγικές και καιροσκοπικές  θέσεις που εκφράζουν, με αφορμή την συζήτηση για το πρωτογενές πλεόνασμα και ένα πιθανό 4ο Μνημόνιο, κυβέρνηση και αντιπολίτευση αλλά και πλήθος ποικιλόμορφων διαμορφωτών της κοινής γνώμης ή και παραγόντων της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής. (Όπου όλοι συναγωνίζονται, όπως συμβαίνει ήδη από το 2010, ποιός θα τερματίσει –στα λόγια– πιο γρήγορα το Μνημόνιο και ποιός θα επιτύχει δέσμευση για μικρότερο πρωτογενές πλεόνασμα).

Η θεωρία του «επιπλέοντος ναυαγίου»

Η άποψη που επικρατεί υπορρήτως για την μεσομακροπρόθεσμη διαχείριση του χρέους, χωρίς να εκφράζεται όμως ευθέως και συστηματικά, είναι εκείνη που θα ονομάζαμε «θεωρία του επιπλέοντος ναυαγίου».

Σύμφωνα με αυτή, και δεδομένου ότι η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει χαμηλό πραγματικό επιτόκιο του δημοσίου χρέους της και, ως εκ τούτου, η τρέχουσα παρούσα αξία του είναι χαμηλή, θα μπορούσε να συμβεί το εξής: να επιτύχει η ελληνική οικονομία έναν ρυθμό ονομαστικής ανάπτυξης ο οποίος να είναι ίσος με το επιτόκιο εξυπηρέτησης του χρέους. Τότε, με μηδενικό πρωτογενές πλεόνασμα, το ονομαστικό μέγεθος του χρέους θα αυξανόταν μεν (κατ’ αναλογίαν των τόκων που θα έπρεπε να πληρωθούν ετησίως –και αυτό θα απαιτούσε νέο δανεισμό), αλλά  ως ποσοστό του ΑΕΠ το χρέος θα παρέμενε σταθερό.

Εάν δε επιτυγχανόταν και ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα, ακόμη και μικρότερο από τους πληρωτέους τόκους, που θα χρησιμοποιείτο όμως για την μερική πληρωμή τους, το χρέος σταδιακά θα άρχιζε να μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ, έστω και οριακά. Θετικά αποτελέσματα, δηλαδή επιβράδυνση της ονομαστικής αύξησης του χρέους και μείωσή του ως ποσοστό του ΑΕΠ, θα προέκυπταν, βεβαίως, και εάν ο ρυθμός της αύξησης του ΑΕΠ υπερείχε του επιτοκίου εξυπηρέτησης του χρέους –και, όσο μεγαλύτερη η διαφορά, τόσο το καλύτερο. Έτσι η Ελλάδα θα ξαναγινόταν μία αξιόχρεη (solvent) χώρα και θα απολάκτιζε το φάσμα της χρεοκοπίας. (Η πιο έγκυρη διατύπωση της άποψης αυτής μπορεί να βρεθεί στο άρθρο του  Paul De Grauwe "Greece is solvent but illiquid: Policy implications” ). 

Η ανωτέρω λογική του «επιπλέοντος ναυαγίου» είναι εκείνη που υποτείνει, παρά το ότι δεν υπάρχει ρητή διατύπωσή της, την πολιτική άποψη κυβέρνησης και αντιπολίτευσης ότι η χώρα δεν χρειάζεται υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα στα επόμενα χρόνια και, αντί τούτου, το πρόβλημα του χρέους μπορεί να αντιμετωπισθεί με την καλπάζουσα ανάπτυξη που αμφότερες οι παρατάξεις επαγγέλλονται και υπόσχονται ότι θα εξασφαλίσουν τάχιστα για την ελληνική οικονομία με τις πολιτικές τους! Η ανάπτυξη, δηλαδή, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, θα περιορίσει το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ (ακόμη και αν αυτό σε απόλυτες τιμές αυξηθεί και άλλο), απομακρύνοντας έτσι και το ενδεχόμενο εθνικής χρεοκοπίας. 

Θεωρούμε ότι η ανωτέρω άποψη και φιλοσοφία αντιμετώπισης και  χειρισμού του θέματος του χρέους είναι πλήρως λανθασμένη και επικίνδυνη, για πολλούς λόγους.

*Η χρεοκοπία του 2010 ήταν ακριβώς προϊόν μίας πανομοιότυπης αντίληψης. Ως τα τέλη του 2007 το ελληνικό δημόσιο χρέος ναι μεν αυξανόταν σε απόλυτους αριθμούς (καθώς η κυβέρνηση δανειζόταν και για την πληρωμή των τόκων, αλλά και για την κάλυψη των αυξανομένων δαπανών διατήρησης και θεραπείας του πελατειακού κράτους), αλλά ως  ποσοστό του ΑΕΠ παρέμενε σχετικά σταθερό, λίγο πάνω από το 100%. Αυτό οφειλόταν στον ρυθμό αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ ο οποίος ήταν, στην μεγαλύτερη διάρκεια της περιόδου, υψηλότερος από το επιτόκιο εξυπηρέτησης του χρέους. Όταν όμως, αφ’ ενός, η αύξηση του ΑΕΠ μεταστράφηκε σε μείωση (διότι προερχόταν από ασύμμετρη και πρόσκαιρη νομισματική και λογιστική διόγκωση των τιμών και όχι από πραγματική μεγέθυνση του παραγόμενου προϊόντος) και, αφ’ ετέρου, (λόγω των διεθνών εξελίξεων) τα επιτόκια αυξήθηκαν απότομα, ο λόγος χρέους προς  ΑΕΠ εξακοντίσθηκε στα ύψη. Σε έναν παρόμοιο κίνδυνο θα βρίσκεται διαρκώς η χώρα, και πάλι, εάν συνεχίσει να ακολουθεί, όπως το πράττει και σήμερα, την πολιτική του «επιπλέοντος ναυαγίου». 

*Εάν η θεωρία της διατήρησης της φερεγγυότητας μέσω ισόρροπης αύξησης των ονομαστικών εισοδημάτων και του χρέους ως ποσοστού τους περιέγραφε με ακρίβεια ό,τι συμβαίνει στον πραγματικό κόσμο, τότε το χρέος των κρατών (επιχειρήσεων) δεν θα έπρεπε γενικά να ξεπερνάει το 30% του ΑΕΠ (του κύκλου εργασιών), αφού 30% είναι θεωρητικά το μέγιστο που μία ισορροπημένη οικονομική μονάδα μπορεί να επενδύσει παραγωγικά σε ένα οικονομικό έτος προκειμένου η επένδυση να αρχίσει να αποδίδει από την επόμενη χρήση και να εξυπηρετεί τους τόκους του χρέους με το οποίο χρηματοδοτήθηκε. Έτσι, επειδή οι εθνικές οικονομίες θα αυξάνονταν αναλογικά με τον δανεισμό τους, αυτός θα παρέμενε ως ποσοστό μέχρι 30%. 

*Η πολιτική του «επιπλέοντος ναυαγίου» συνεπάγεται πως η Ελλάδα θα πρέπει να «βγει στις αγορές» άμεσα (γιατί είναι εμφανές ότι οι εταίροι δεν έχουν πρόθεση να χρηματοδοτήσουν και άλλο την εξυπηρέτηση των τόκων), πράγμα που θα έχει σαν αποτέλεσμα την  γρήγορη αύξηση του επιτοκίου εξυπηρέτησης του χρέους –μιας και οι αγορές δεν σε δανείζουν με τα προνομιακά επιτόκια του EFSF/ESM. Αυτό θα έχει αρνητική επίδραση στην κρίσιμη σχέση του χρέους με την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ, αφού θα αυξανόταν σταδιακά αλλά σταθερά το ύψος του απαιτούμενου ετήσιου δανεισμού.  

*Το ίδιο πρόβλημα στην σχέση μεταξύ χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ με την διαφορά της ονομαστικής αύξησης του ΑΕΠ από το μέσο επιτόκιο εξυπηρέτησης του χρέους μπορεί να προέλθει και από τις εξελίξεις του ονομαστικού (και πραγματικού) ΑΕΠ. Για παράδειγμα, λόγω του χαρακτήρα της ελληνικής κρίσης, είναι ενδεχόμενο να υπάρξουν οικονομικά έτη στα οποία η πραγματική αύξηση του ΑΕΠ να είναι μικρότερη από την ονομαστική. Ή, ακόμη, το 2016 για παράδειγμα, όπου και το πρωτογενές πλεόνασμα ήταν θετικό αλλά μικρότερο των απαιτούμενων τόκων: Ενώ η ανάπτυξη ήταν περίπου μηδενική, το μέσο επιτόκιο παρέμεινε κοντά στο 2%, δηλαδή η διαφορά τους υπήρξε αρνητική. Ως αποτέλεσμα τούτου, το χρέος αυξήθηκε τόσο ως απόλυτο μέγεθος όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ. Και στις δύο περιπτώσεις –δηλαδή, αν το ονομαστικό ΑΕΠ δεν αυξηθεί όσο πρέπει, ή το επιτόκιο εξυπηρέτησης αυξηθεί περισσότερο απ’ όσο πρέπει– η πιθανή κατάληξη για μία οικονομία που κινείται «ελεύθερη» και χωρίς αξιόπιστο δίκτυ προστασίας (Μνημόνιο), μπορεί να είναι η εκκίνηση μίας αυτοπροωθούμενης διαδικασίας («κρίση ρευστότητας») που θα καταλήξει σε ένα σημείο «κακής ισορροπίας» («κρίση αξιοπιστίας»), και τελικά στην χρεοκοπία.  

Η λογική του χρέους που αυξάνεται συμμετρικά με την οικονομία μίας χώρας (ή με τα μεγέθη μίας εταιρείας) μπορεί να είναι χρήσιμη όταν αυτό αντιστοιχεί στο 30% ή στο 60% του ΑΕΠ (ή του κύκλου εργασιών της εταιρείας). Δεν μπορεί να είναι, όμως, κατευθυντήρια γραμμή μακροχρόνιας πολιτικής σε μία οικονομία που ακροπατάει στο χείλος του γκρεμού με 180% του ΑΕΠ χρεωστικό άχθος, χωρίς δικό της εθνικό νόμισμα και χωρίς δική της εκδοτική τράπεζα, και όπου το παραμικρό ατύχημα μπορεί να φέρει την καταστροφή. Τότε έχουμε την περίπτωση του «ναυαγίου που επιπλέει», για το οποίο όλοι περιμένουν ότι σύντομα θα γίνει το «βυθισμένο ναυάγιο». Αν η διαρκής αβεβαιότητα σχετικά με την εξυπηρεσιμότητα του χρέους της Ελλάδας συνεχίσει να συντηρείται και στα επόμενα χρόνια, θα παραμένει και ως πηγή ανασφάλειας και αναταραχής για την οικονομία της, πλήρως υπονομευτική της ανάπτυξής της. Για τον λόγο αυτό ο ισχυρισμός ότι η ανάπτυξη θα μάς απαλλάξει από το χρέος αποτελεί, απλά, μία –ακόμη– δημαγωγική ευκολία του πολιτευτικού λόγου, από εκείνες που έχουμε χορτάσει τα επτά τελευταία χρόνια να ακούμε. Η αλήθεια βρίσκεται ακριβώς στους αντίποδες και είναι ότι η απειλή της χρεοκοπίας, για όσο καιρό θα επικρέμεται της ελληνικής οικονομίας, θα καταπνίγει κάθε σημαντική αναπτυξιακή ροπή στο εσωτερικό της.

 Η διασφάλιση της αποφυγής της χρεοκοπίας

Η κρίση που ξεκίνησε το 2010 συνεχίζεται έως σήμερα διότι οι συλλογικές μας επιλογές για την αντιμετώπισή της στερούνταν και της πρακτικής τόλμης και της πνευματικής διαύγειας που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Αυτό, όμως, πρέπει να αλλάξει. Στο συγκεκριμένο θέμα του χρέους πιστεύουμε ότι η Ελλάδα, συμπλέοντας και με τις απαιτήσεις των ευρωπαίων εταίρων (αυτό δεν είναι κακό), ενδείκνυται να υιοθετήσει μία τελείως διαφορετική πολιτική, η οποία θα στηριχθεί στην σταθεροποίηση του ονομαστικού επιπέδου του χρέους με την επίτευξη των απαιτούμενων υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, δηλαδή πλεονασμάτων τα οποία θα επαρκούν για την καταβολή του πλήρους ποσού εξυπηρετήσεως των τόκων, ανά έτος. Για πολλούς λόγους:

*Αυτό είναι απαραίτητο να συμβεί διότι, μην έχοντάς το επιτύχει ουδέ κατ’ ελάχιστον  σε όλη την περίοδο της κρίσης, η Ελλάδα ουσιαστικά ουδεμία έμπρακτη διαβεβαίωση έχει παράσχει προς τους δανειστές της ότι είναι αξιόπιστος χρεώστης. Όσο και αν κάτι τέτοιο ουδόλως ενδιαφέρει την εγχώρια δημαγωγία και δαιμονολογία, παρ’ όλ’ αυτά είναι εκείνο που έχει, ίσως, την μεγαλύτερη σημασία για την συζήτηση σχετικά με την τύχη μας η οποία διεξάγεται στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών χωρών. 

*Ακόμη σημαντικότερο, όμως, είναι το γεγονός ότι η υιοθέτηση μίας παρόμοιας πολιτικής θα δημιουργήσει αίσθημα ασφάλειας για την ελληνική οικονομία –και αυτό θα έχει σημαντικές θετικές επιπτώσεις στον ιδιωτικό τομέα και στην δυνατότητά του να τροφοδοτήσει την ανάπτυξη με την δική του δυναμική. Διότι, το σημαντικότερο κριτήριο για τις προοπτικές μίας οικονομίας στο διεθνές περιβάλλον και η εμπέδωση αισθήματος ασφαλείας και αυτοπεποίθησης στους φορείς της και στους δυνητικούς επενδυτές της, είναι η δυνατότητά της, και η αποφασιστικότητά της, ως προς την εξυπηρέτηση των τόκων του (δημόσιου) χρέους της (εσωτερικού και εξωτερικού). Υπό το πρίσμα αυτό, η αναγόρευση ως σταθερής πυξίδας της ελληνικής οικονομικής πολιτικής της προτεραιότητας της εξ ιδίων καταβολής και κάλυψης των τόκων του δημοσίου χρέους θα είναι κάτι που θα δημιουργήσει αίσθηση σταθερότητας και αξιοπιστίας, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό, πράγμα που στην παρούσα συγκυρία θα λειτουργήσει ως η πλέον ισχυρή αναπτυξιακή ώθηση.

*Δεδομένου ότι, ούτως ή άλλως, οι εταίροι δείχνουν αποφασισμένοι να επιβάλουν οι ίδιοι στην Ελλάδα τον κανόνα της από τούδε και στο εξής πληρωμής των τόκων μέσω υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, φρόνιμο θα είναι να κάνουμε την ανάγκη φιλοτιμία και να χρησιμοποιήσουμε την νέα πραγματικότητα σαν άξονα για την εκπόνηση μίας νέας, πιο αποτελεσματικής, οικονομικής πολιτικής εξόδου από την κρίση. 

Βεβαίως δεν πρόκειται για έναν στόχο εύκολα επιτεύξιμο. Και είναι αλήθεια πως δεν υπάρχουν πολλά αντίστοιχα διεθνή προηγούμενα επιτεύξεως τόσο υψηλών, επαναλαμβανόμενων, πρωτογενών πλεονασμάτων. Αλλά, επίσης, δεν υπάρχουν και αντίστοιχα διεθνή προηγούμενα άλλων οικονομιών που κατακρημνίσθηκαν με τόσο καταστρεπτικό τρόπο όπως η ελληνική τα τελευταία επτά χρόνια. Γεγονός που συνεπάγεται ότι, και για την σωτηρία  της χώρας και για την ανόρθωση της οικονομίας της, απαιτείται μείζων προσπάθεια, πέραν των συνηθισμένων –πέραν, δηλαδή, όσων έκαναν οι άλλοι τα προηγούμενα χρόνια στις δικές τους χώρες, όταν κινδύνευαν πολύ λιγότερο από εμάς! Όσο για τους πόρους που θα στερείται η ελληνική οικονομία προκειμένου να πληρώνει τους τόκους εξ ιδίων, θα πρέπει κανείς να υπολογίσει επίσης ότι, με την παρούσα κατάσταση, στερείται ακόμη περισσότερους πραγματικούς ή δυνητικούς πόρους, τόσον εξ αιτίας της αδράνειας που, λόγω του πολιτευτικού τρόμου που τις διαπερνά, οι παρερχόμενες κυβερνήσεις δείχνουν έναντι του προβλήματος των «μη εξυπηρετουμένων δανείων», όσο και λόγω της διαρκούς ανασφάλειας με την οποία περιβάλλει την οικονομία γενικά η μονίμως πιθανολογούμενη εθνική χρεοκοπία.   

Από την άλλη πλευρά, βεβαίως, κάποιος μπορεί επίσης να επισημάνει ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 6 περίπου δισεκατομμυρίων ευρώ το 2018 δεν μοιάζει να είναι ούτε υπερβολικός, ούτε ανέφικτος, εάν τεθεί υπό το φώς την φετινής εμπειρίας της θρυλούμενης μεγάλης υπέρβασης των στόχων της δημοσιονομικής διαχείρισης, αλλά και της διαφαινόμενης αναπτυξιακής προοπτικής, σε συνδυασμό, μάλιστα, με την εφαρμογή των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων (και στο σκέλος των δαπανών). 

Η επίτευξη, συνεπώς, του συγκεκριμένου στόχου για μία σειρά ετών θα προσέφερε κατά κυριολεξία τον πλέον εγγυημένο και αποφασιστικό μηχανισμό απώθησης του φάσματος της χρεοκοπίας από τον ορίζοντα της χώρας. Για τον λόγο αυτό, και σε πλήρη αντίθεση μάλιστα με την επικρατούσα αντιμνημονιακή φρενίτιδα και υστερία, η Ελλάδα, με δική της πρωτοβουλία, θα έπρεπε να μεριμνήσει για την συνομολόγηση και υιοθέτηση ενός 4ου Μνημονίου, πλήρως δικής της εμπνεύσεως την φορά αυτή. Το οποίο Μνημόνιο θα περιλαμβάνει δύο μόνο προβλέψεις, δηλαδή από μία υποχρέωση για κάθε έναν των αντισυμβαλλομένων: η μεν Ελλάδα, επιλέγοντας μόνη της τις οικονομικές πολιτικές που θα εφαρμόζει, θα οφείλει να εξασφαλίζει, ανά έτος, τα πρωτογενή πλεονάσματα που θα είναι αναγκαία για την εξ ολοκλήρου πληρωμή των τόκων της, η δε Ευρωπαϊκή Ένωση θα δεσμευθεί ότι, για την επόμενη δεκαετία, μέσω του ESM, θα διευκολύνει την αναχρηματοδότηση του ελληνικού χρέους στις εκάστοτε λήξεις του, με τα προνομιακά επιτόκια που μπορεί να επιτύχει ο συγκεκριμένος οργανισμός. (Δεν θα αφήσει δηλαδή την Ελλάδα για μία δεκαετία να «βγει στις αγορές»). 

Μία παρόμοια αποφασιστική ρύθμιση, μαζί με την δραστική διευθέτηση του θέματος των μη εξυπηρετουμένων δανείων αλλά και την απελευθέρωση της ελληνικής οικονομίας από τις αγκυλώσεις που την βαρύνουν, όχι μόνο θα την φέρει σε τροχιά πραγματικής ανάπτυξης αλλά θα επιφέρει και ένα άλλο, ακόμη πιο σημαντικό αποτέλεσμα: θα επιτρέψει στην αναρχούμενη, χαοτική και αυτοκαταστρεφόμενη ελληνική να μεταλλαγεί σταδιακά σε μία άλλη μορφή κοινωνίας, στιβαρής, αυτόνομης και λειτουργικής –κάτι που αποτελεί τον απαραίτητο όρο επιβίωσής της εντός των δυσμενών και απειλητικών συνθηκών που την περιβάλλουν. 

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr