Φαίδων Γεωργίτσης: Όλη η ζωή του ωραίου του ελληνικού σινεμά, η αδελφούλα του που σκοτώθηκε, το παιδί με την Μπέτυ Λιβάνου που δεν ήρθε, η γιόγκα!
Kάθε πρωί καλημερίζει τον ήλιο από το κτήμα του στο Κορωπί. Αυτό που αγόρασε πριν από είκοσι πέντε χρόνια, όταν ο –έφηβος τότε– γιος του παραπονέθηκε: «Πατέρα, πότε επιτέλους θα πατήσουμε χώμα;».
Kάθε πρωί καλημερίζει τον ήλιο από το κτήμα του στο Κορωπί. Αυτό που αγόρασε πριν από είκοσι πέντε χρόνια, όταν ο –έφηβος τότε– γιος του παραπονέθηκε: «Πατέρα, πότε επιτέλους θα πατήσουμε χώμα;».Ο χώρος ήταν άγριος κι αφιλόξενος, γεμάτος ξερόχορτα κι ερπετά. Έτσι, άρχισε αυτό που ήθελε και ήξερε να κάνει από μικρός, να δημιουργεί. «Εκείνη την εποχή, εμφανιζόμουν στο Καλημέρα Zωή και τη Λάμψη κι έπαιρνα καλό μισθό. Αλλά τα χρήματα ανέκαθεν λειτουργούσαν για μένα σαν βαρίδια, έπρεπε να τα ξοδεύω. Δημιουργικά, όχι σε ποτά, τσιγάρα και ξενύχτια. Αν έχω μια δεκάρα στην τσέπη μου, θα αγοράσω μια πέτρα για να χτίσω κάτι» λέει. Έτσι, κουβαλώντας πέτρες και άμμο, έφτιαξε το σπίτι αλλά και τον αμφιθεατρικό χώρο «Κεκρωπία», που συχνά στεγάζει τα όνειρά του στην υποκριτική, αλλά και κάποιων θιάσων που βρίσκονται σε περιοδεία.
Από παιδί τον αγαπούσαν οι… μπελάδες. Σαν αυτούς όπου «έμπλεκε» αργότερα, ως ηθοποιός. Ο 74χρονος «γόης του σινεμά και του θεάτρου » μιλάει στο People για τις γυναίκες της ζωής του, για χαρές, λύπες και το κορίτσι που κατάφερε να του «ξυρίσει το μουστάκι».
Οι πρώτες του αναζητήσεις, ήταν στη Νέα Σμύρνη. Φτωχική γειτονιά, όπως οι περισσότερες στην Ελλάδα του 1939, οπότε και γεννήθηκε. Ο πατέρας του, αξιωματικός του Ναυτικού, αυστηρός αλλά και με κρυφές ευαισθησίες που φρόντιζε να εκδηλώνει γράφοντας χρονογραφήματα σ’ ένα λογοτεχνικό περιοδικό. Μια δυο φορές νοσηλεύτηκε σε κλινική, αφού,όπως έλεγαν οι γιατροί, «ήταν άρρωστος με τα νεύρα του». Η μητέρα του, Μαρία, μια τρυφερή, όμορφη γυναίκα, ήρθε από τη Σμύρνη με τον ξεριζωμό του 1922. Σε εκείνη οφείλει το σχήμα των ματιών του και στη γιαγιά του το χρώμα τους, που αργότερα θα μάγευε το σελιλόιντ.
Δίπλα του μεγάλωνε η αδελφή του, Καίτη. Μέχρι που μια μέρα το 10χρονο κορίτσι, παίζοντας σε μια οικοδομή, έπαθε ατύχημα βυθίζοντας στο θρήνο την οικογένεια. «Ήμουν 3 χρόνων, αλλά θυμάμαι τη μέρα που πέθανε η Καίτη. Τα αναφιλητά της μάνας μου, τη θλίψη του πατέρα, τους συγγενείς που μ’ έπαιρναν παράμερα για να μου πουν τα γεγονότα» λέει για την πρώτη αυτή ισχυρή ανάμνηση.
Ένας Ιππότης για τη Βασούλα με την Τζένη Καρέζη. Πορτρέτο του ηθοποιού.
Θυμάται τις δυσκολίες της εποχής, το κατεψυγμένο κρέας που έφερνε αραιά και πού ο πατέρας απ’ το ψυγείο του στρατού στο σπίτι, μαζί με μισή οκά τυρί φέτα. Θυμάται τα μπλόκα των Γερμανών και ότι μια φορά κινδύνευσε να σκοτωθεί ο πατέρας του. Θυμάται και τη στάση «Γαροφαλλίδης», όπου καθόταν συχνά για να παρατηρεί τους ανθρώπους να περνούν κι ανάμεσά τους ΕΛΑΣίτες, που στα Δεκεμβριανά μετέφεραν στους ώμους τους νεκρούς τους τραγουδώντας «Επέσατε θύματα, αδέλφια, εσείς...». Του άρεσε να βλέπει και τα λεωφορεία της εποχής, τα «Γκαζοζέν», που έκαιγαν κάρβουνο. Άλλες ώρες, του άρεσε να δρασκελίζει τις ταράτσες. «“Πρόσεχε το γιο σου, θα σκοτωθεί” φώναζαν οι γειτόνισσες στη μάνα μου. Απ’ αυτό γλίτωσα, αλλά δυο φορές παραλίγο να πεθάνω από διπλή
βρογχοπνευμονία.Σώθηκα με την πενικιλίνη» λέει.
Το ωραίο αγόρι μεγαλώνει κι αρχίζουν να τον προσέχουν τα κορίτσια.Κάποια τον φώναζαν Τζέιμς Ντιν. «Θύμωνα. Εγώ θαύμαζα τον Μάρλον Μπράντο. Κι όταν διάβαζα ότι ο Ντιν ήταν ο διάδοχος του Μπράντο ή θα τον ξεπερνούσε, γινόμουν έξαλλος! Είχα πει τόσα, που όταν σκοτώθηκε σχεδόν ένιωσα ενοχές. Για να εξιλεωθώ πήγα στο Παλλάς, για να τον δω στα Ανατολικά της Εδέμ. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έμπαινα σε κινηματογράφο».
Γίνεται μπασκετμπολίστας στον Πανιώνιο, με ανταμοιβή το σορτσάκι, τη φανέλα και τα πάνινα παπούτσια. Και το 1956, έπειτα από επιθυμία του πατέρα του, μπαίνει στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. «Μόλις πέρασαν έξι μήνες δραπέτευσα. Ο πατέρας μου απειλούσε ότι θααυτοκτονήσει. Γύρισα, αλλά το έσκασα ξανά μέσα απ’ το κελί όπου με είχαν τιμωρημένο. Δεν ξαναγύρισα και έπιασα δουλειά στα διυλιστήρια», λέει.
Είναι πια 18 χρόνων. Και τότε... έρχεται ο έρωτας. Για τη Μαρία, 23 χρόνων, γιατρό, από πλούσια οικογένεια. Με αυτό το κορίτσι είχε και την πρώτη ερωτική επαφή της ζωής του. «Η σχέση μας έγινε το σκάνδαλο της περιοχής. Και γιατί ήταν μεγαλύτερη και γιατί ανήκε σε άλλη τάξη. Οι γονείς της, για να διακόψουν το δεσμό μας, την ξαπόστειλαν στην Αγγλία» λέει.
Ένα χρόνο μετά, η φλόγα του πάθους δεν είχε κοπάσει και με το πρόσχημα ότι θα σπούδαζε πιλότος πήγε να τη βρει στο Λονδίνο. Στο μεταξύ, η εταιρεία που θα χρηματοδοτούσε τις σπουδές του είχε φαλιρίσει, τα χρήματα που του είχε δώσει ο πατέρας του είχαν τελειώσει, η φλόγα για τη Μαρία είχε σβήσει και βρέθηκε να κοιμάται νηστικός στους δρόμους. «Μια μέρα που αρρώστησα ξανά, ένας φίλος του πατέρα μου μου έβγαλε το εισιτήριο της επιστροφής στην πατρίδα. Γύρισα κι άρχισα να δουλεύω σε παγωτατζίδικο και μετά σ’ ένα σιδεράδικο στην Αθηνάς».
Ο Φαίδων Γεωργίτσης, από το 1961 που γνώρισε ένα γιόγκι, κάνει καθημερινά γιόγκα.
Το χαρτί για να καταταγεί στο στρατό φτάνει στο σπίτι. Τυχαία, στη γειτονιά του, γνωρίζει τον Χρήστο Μπίστη, που δούλευε ως βοηθός σκηνοθέτη και συνεργαζόταν με τον Κουν. Μιλούν για το στρατό, για το πώς μπορεί να πάρει αναβολή, τι θα μπορούσε να κάνει στη ζωή του. Εκείνος του δίνει μια πρόσκληση για το θέατρο, για μια παράσταση βασισμένη σε κείμενα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. «Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα στο θέατρο. Μαγεύτηκα! Κι αποφάσισα να δώσω εξετάσεις στη δραματική σχολή. Ετοίμασα το κομμάτι που θα παρουσίαζα στην επιτροπή, έχοντας όμως στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι το έκανα κυρίως για να αποφύγω το στρατό. Ούτε κι όταν, βλέποντάς με να παίζω, ο Κουν μου είπε “εσάς θα σας πάρουμε!” είχα επίγνωση του τι σημαντικό μού είχε συμβεί». Έξω απ’ την αίθουσα περίμεναν αγχωμένοι τη σειρά τους οι μετέπειτα συμφοιτητές του: ο Θύμιος Καρακατσάνης, η Κική Ελευθερίου, η Μπέτυ Αρβανίτη.
Λίγο αργότερα τα βέλη του έρωτα θα σημάδευαν ξανά την καρδιά του. «Με την Μπέτυ γίναμε ζευγάρι στη σχολή κι αργότερα παντρευτήκαμε. Δεν ταιριάζαμε όμως ως χαρακτήρες. Οι καβγάδες μας θα μπορούσαν να γίνουν θέμα σε έργο του Στρίνμπεργκ. Το βαθύτερο ρήγμα στη σχέση μας όμως ήταν όταν αποφάσισε, χωρίς να με ρωτήσει, να ρίξει το παιδί μας. Εκείνη είχε ήδη ένα γιο και δεν ήθελε άλλο παιδί. Εγώ όμως ήθελα οικογένεια, παιδιά. Μετά από αυτό η σχέση είχε ξεφτίσει. Χωρίσαμε τρία χρόνια αργότερα» παραδέχεται.
Στο μεταξύ, έχει διαγράψει μια λαμπρή πορεία. Στο θέατρο, όπου πιστεύει ότι βρίσκει τη λύτρωσή του ο ηθοποιός, έχει κάνει σπουδαίες συνεργασίες. Και στο σινεμά επιτυχίες με συμπρωταγωνίστριες τις πιο όμορφες Ελληνίδες ηθοποιούς. Υπήρξε ζευγάρι με κάποια από εκείνες; «Με την Αλίκη είχαμε ένα σύντομο φλερτ το καλοκαίρι του ’63, όταν είχα χωρίσει για λίγο από την Μπέτυ. Τη Μάρθα Καραγιάννη την έβλεπα πάντα ως φίλη. Η Ζωή Λάσκαρη μου άρεσε, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε ούτε μια απλή συζήτηση οι δυο μας».
Στο δρόμο τον φλέρταραν οι γυναίκες. Έλεγαν «Α, ο Γεωργίτσης!» και ζητούσαν να τον αγγίξουν, να του μιλήσουν, να...«Από παιδί πολλοί άνθρωποι με πλησίαζαν γυρεύοντας κάτι από μένα, αλλά ήξερα να θέτω τα όριά μου. Κάποιες φορές αυτό με έμπλεκε σε μπελάδες χωρίς να φταίω, όμως ήξερα τι ζητούσα. Και δεν παρέκκλινα από αυτό» δηλώνει.
Και αυτό που ζητούσε ήρθε στις αρχές του ’70, στα γυρίσματα μιας ταινίας στη Ρώμη. Εκεί γνωρίζει την καλλονή, Γαλλοφλαμανδή, Μπέτσι. Η φιγούρα της κοσμούσε τότε τα περιοδικά με δημιουργίες του οίκου Chanel. Εγκαταλείπει τη δουλειά της για χάρη του και την Πρωτοχρονιά του ’71 έρχεται να μείνει για πάντα στην Ελλάδα. «Με την Μπέτσι ποτέ δεν είχαμε συγκρούσεις. Δεν είχε την πονηριά που έχουν κάποιες Ελληνίδες, που ό,τι κι αν κάνεις σου λένε “γιατί ξυρίστηκες, πού θα πας;”. Μου άρεσε το ότι ήταν πολύ σίγουρη για τον εαυτό της». Το ’72 αποκτούν το γιο τους, Ραφαέλο, και το ’74 την κόρη τους, Μαρίζα.
Η κρίση στον ελληνικό κινηματογράφο έχει ήδη φτάσει. Αναγκάζεται, για να πάρει μεροκάματο 120 δραχμές, να κουβαλάει τούβλα σε οικοδομές. «Δεν ένιωθα μειονεκτικά ή περίεργα. Αρκούσε που είχαν γάλα τα παιδιά μου και μια σόμπα για να ζεσταίνονται...». Λίγο αργότερα, ξεκινάει συνεργασία με το ΚΘΒΕ με λίγα χρήματα, που για μια έξοδό του έφταναν ίσα για μια μερίδα πατσά στην Εγνατίας. Και το 1980, σε ένα ακόμα οικονομικό σκαμπανέβασμα, διασκευάζει και παίζει στο θέατρο το Συλλέκτη παίρνοντας εξαιρετικές κριτικές. Στις αρχές του 1990 μπαίνουν στη ζωή του, όπως και στη ζωή των τηλεθεατών, τα σίριαλ του Νίκου Φώσκολου στον ΑΝΤ1. «Μιλάμε καμιά φορά στο τηλέφωνο με τον Νίκο. Είναι ένας βασανισμένος άνθρωπος. Τον εκτιμώ πολύ».
Φώτα, ρόλοι, αναγνώριση, έρωτες, χρήματα... Τι έχει περισσότερη αξία στη ζωή τελικά; «Αυτό είναι ένα ερώτημα που νομίζω πως μόνο οι γιόγκι το έχουν απαντήσει. Το 1961 γνώρισα ένα γιόγκι και πέρασα μαζί του ένα καλοκαίρι σε μια καλύβα που είχε ο παππούς μου στη Βάρκιζα. Πέντε φορές την ημέρα τρώγαμε άσπρο ρυζάκι σκέτο κι άλλες πέντε φορές κάναμε γιόγκα. Ήμουν έτοιμος να φύγω για τα Ιμαλάια, αλλά τραυματίστηκα στον πέμπτο θωρακικό σπόνδυλο και δεν μπορούσα να κάνω ούτε τις βασικές ασκήσεις της γιόγκα. Εκείνη η εποχή ήταν από τις πιο ευτυχισμένες της ζωής μου. Είχα αδυνατίσει πολύ, αλλά ένιωθα ότι η δύναμη του μυαλού μου τρύπαγε τοίχους. Η γιόγκα, που σου δίνει τεράστια εσωτερική δύναμη, γιατί ενώνεσαι με το σύμπαν, έχει αξία. Ή, σε πολύ μικρότερο βαθμό, έχει αξία το να δημιουργείς. Το να μελετάω για ένα ρόλο, όπως τώρα, είναι δημιουργία» λέει.
Εξακολουθεί και σήμερα να κάνει ασκήσεις γιόγκα κάθε πρωί. Να κάνει, όπως λέει, «ένα εσωτερικό ρεπεράζ, μια αυτοαναγνώριση». Ως κλασικός Υδροχόος, παραμένει πάντοτε ανήσυχος και αναζητητής. «Πάντα πίστευα ότι αξίζει να είσαι ανήσυχος κι ας ταλαιπωρείσαι, γιατί με αυτό τον τρόπο αποκτάς γνώσεις και μπορείς να δημιουργήσεις» λέει με σιγουριά και σχεδιάζει το επόμενο βήμα του.
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr