Απολαύστε Δημήτρη Ψαθά : «Θα» - Ευλογημένος ο άνθρωπος που ανακάλυψε πρώτος αυτό το μονοσύλλαβο- Χωρίς το «Θα» η ζωή μας θα ήταν αβάσταχτο φορτίο- Σήμερα 34 χρόνια από τον θάνατο του

“Θα”. Ευλογημένος να είναι ο άνθρωπος που ανακάλυψε πρώτος αυτό το μονοσύλλαβο. Από όλους τους χρόνους και τις κλίσεις των ρημάτων ο μέλλων είναι εκείνος που φορτώνεται ευχαρίστως και αίρει με υπομονή τις ελπίδες και τα όνειρά μας. Χωρίς το “θα” η ζωή μας θα ήταν αβάσταχτο φορτίο.

Από το logomnimon.wordpress.com


Δημήτρης Ψαθάς
“Θα”

“Θα”. Ευλογημένος να είναι ο άνθρωπος που ανακάλυψε πρώτος αυτό το μονοσύλλαβο. Από όλους τους χρόνους και τις κλίσεις των ρημάτων ο μέλλων είναι εκείνος που φορτώνεται ευχαρίστως και αίρει με υπομονή τις ελπίδες και τα όνειρά μας. Χωρίς το “θα” η ζωή μας θα ήταν αβάσταχτο φορτίο.

“ΤΟ ΧΙΟΥΜΟΡ ΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ” Εκδόσεις ΜΑΡΗ

 

“Ο Μπενίτος, κυρά μου”

 Ο Δημήτρης Ψαθάς περιγράφει με εύθυμο τρόπο τις θετικές συνέπειες που είχε στην κατεχόμενη Ελλάδα η πτώση του Μουσολίνι: Συγκλονίζεται η ζωή μας απ’ το πέσιμο του Ντούτσε. Κατρακυλά η λίρα. Πέφτουν οι τιμές. Σβήνουν με βία τα χαρτάκια οι μπακάληδες και γράφουν στα είδη τους τιμές καινούριες. Φωνές στους δρόμους. Έπεσε! Έπεσε! Το λάδι, το ψωμί, το κρέας, το τυρί, τα ζαρζαβατικά ακολουθούν τον Ντούτσε στην ορμητική του πτώση. Ως και τα κολοκυθάκια νιώσανε το πέσιμό του και συγκλονίστηκαν βαθιά. Έπεσε! Έπεσε! Άλλοι ψωνίζουν. Άλλοι περιμένουν. Άλλοι κοιτάνε και γελούν. Βλέπω μια γριούλα που άρπαξε τ’ άδειο μπουκάλι του λαδιού και χύθηκε στους δρόμους. “Γιατί παιδί μου πέσαν όλα;” “Ο Μπενίτος, κυρά μου, ο Μπενίτος”. “Ο Μπενίτος τα έριξε;” “Ο Μπενίτος, κυρά μου, ο Μπενίτος”. “Ο Θεός να του δίνει χρόνια, γιε μου, που μας ρήμαξαν οι μαυραγορίτες. Να κι ένας άνθρωπος που έκανε καλό στον κόσμο. Ο Θεός να τον βλογάει τον χριστιανό και να του δίνει διπλά απ’ ό,τι έχει κάνει”.

“ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ” Εκδόσεις ΜΑΡΙΑ Δ. ΨΑΘΑ

 

 “Βάστα, Ρόμελ!”

Ο Δημήτρης Ψαθάς γράφει για τη δύσκολη θέση που βρέθηκαν οι μαυραγορίτες της κατοχής μετά τη νίκη των Συμμάχων στο Ελ Αλαμέιν:

-Βάστα, Ρόμελ! Αντιλαλούν οι δρόμοι.
-Βάστα, Ρόμελ! Ωρύονται οι άνθρωποι.
-Βάστα, Ρόμελ!
Το λένε στα σπίτια και στα μαγαζιά κι ολούθε. Χαρά. Και γέλια. Κι ούτε κανένας λογαριάζει πια τις φάτσες των Γερμανών και Ιταλών, που τριγυρνούνε πολύ κατσούφηδες στους δρόμους. Μας έχει συνεπάρει ο ενθουσιασμός. Δεν θέλουμε, άλλωστε, πολύ. Τι έτρεχε; Έγινε θαύμα. Η πρώτη μεγάλη κι αποφασιστική νίκη των συμμάχων: Ελ Αλαμέιν. Έκαναν την επίθεσή τους οι Εγγλέζοι και τσάκισαν τον Γερμανό στρατάρχη, που πήρε τα βρεμένα του και φεύγει. Γύρισε το φύλλο η Ιστορία. Ο πόλεμος μπαίνει σε καινούργια φάση. Ελ Αλαμέιν. Ο ήλιος που βγήκε ανάμεσα απ’ τα μαύρα σύννεφα φωτίζει με πλούσιο φως όλους τους λαούς που στενάζουν κάτω απ’ την μπότα του χιτλερισμού. Φεύγει ο Ρόμελ. Κι ο αντίλαλος της φευγάλας του φτάνει ως την Αθήνα και βάζει σε τρόμο τους μαυραγορίτες:
-Βάστα, Ρόμελ! Είναι η σαρκαστική επίκληση της μαρίδας προς τον Γερμανό στρατάρχη που κλόνισε στη φευγάλα του και το φρούριο της μαύρης αγοράς. Φεύγει ο Ρόμελ. Άρα; Τελειώνει ο πόλεμος! Και μέσα στην παραζάλη της παθαίνει σύγχυση η μαύρη αγορά, χάνει το ηθικό της και τα βγάζει όλα στη φόρα. Πανικός. Τσακίζονται να προλάβουν οι μαυραγορίτες. Πρώτη η οδός Αθηνάς βλέπει απορημένη ν’ ανατέλλουν τα φασόλια. Και σιγά-σιγά στα πεζοδρόμια, στην άσφαλτο, πάνω σε τραπεζάκια, μέσα σε καρτοτσάκια, σε τσουβάλια, κάνουν την εμφάνισή τους -ανοιχτά!- όλα τα είδη που είχαν πάθει έκλειψη απ’ τον Απρίλη του ‘41.
-Έσπασε, έσπασε η μαύρη! Βλέπει ο κόσμος φασόλια στους δρόμους! Ρεβύθια στα πεζοδρόμια! Πατάτες στα καροτσάκια! Άλλοι γελούν. Άλλοι φωνάζουν. Άλλοι φιλιούνται. Γυναικούλες στέκονται μπροστά σ’ αυτό το αναπάντεχο θαύμα, δακρύζουν και σταυροκοπιούνται: “Αμήν, Παναγίτσα μου, δόξα σοι ο Θεός που αξιώθηκαν τα μάτια μας να δουν τόσο μεγάλη μέρα”.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ “ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ” Εκδόσεις ΜΑΡΙΑ Δ. ΨΑΘΑ

 

“Ο Ναπολέων Σουκατζίδης και οι Διακόσιοι της Πρωτομαγιάς”

Ο Δ. Ψαθάς διηγείται την ιστορία του Ν. Σουκατζίδη που ήταν κρατούμενος – διερμηνέας στις φυλακές Χαϊδαρίου κατά τη διάρκεια της Κατοχής:

Κι εκεί στο Χαϊδάρι… Διακόσια ονόματα φωνάζει ο στρατοπεδάρχης. Οι Ακροναυπλιώτες. Άνθρωποι που λιώσαν στα μπουντρούμια και τις εξορίες της τετάρτης Αυγούστου, που δεμένους χειροπόδαρα τους άφησε στον Γερμανό.
-Ναπολέων Τσουκατζίδης¹!
Βγαίνει κι ο Ναπολέων. Και ο στρατοπεδάρχης κομπιάζει μπροστά σ’ αυτόν τον ήρωα που μιλά εφτά γλώσσες και δέχεται μέσα στο Χαϊδάρι με θεϊκή γαλήνη τα μαρτύρια και κρατά στις καρδιές των μαρτύρων αναμμένη τη φλόγα της ελπίδας και του αγώνα.
-Όχι εσύ, Ναπολέων!
-Γιατί όχι εγώ;
-Εσύ δεν θα τουφεκιστείς.
-Και πόσους θα τουφεκίσεις, αν εξαιρεθώ εγώ;
-Διακόσιους.
-Όχι. Δεν δέχομαι κανένας να μ’ αντικαταστήσει. Είμ’ Έλληνας!
Επιμένει ο στρατοπεδάρχης. Αλύγιστος ο Ναπολέων. Και βγαίνουν έξω απ’ τον σωρό οι διακόσιοι και στήνουνε χορό: Έχε γεια, καημένε κόσμε, έχε γεια, γλυκειά ζωή! Βλέπει ο Γερμανός στρατοπεδάρχης τούτους τους διακόσιους που απάνω τους βαραίνει ο ίσκιος του θανάτου να χορεύουν, να τραγουδούν και ν’ αποχαιρετάνε τους συντρόφους τους -σαστίζει. Τι είναι τούτο δω; Αντηχεί ο αέρας από αντάρα αντρίκια:
-Έχετε γεια, παιδιά.
-Ζήτω η Ελλάδα!
-Σαν άντρες θα πάμε!
Και τους ανεβάζουν στ’ αυτοκίνητο -σωρό. Κι είναι πρωτομαγιά. Κι είναι γλυκός ο πρωινός αέρας, ολόχρυση η αυγή κι ο Υμηττός κεντιέται με χρυσάφι. Κι εκεί στο σφαγείο στήνονται τα πολυβόλα για το μεγάλο μακελειό. Μαζί θα πέσει κι ο Ναπολέων, που ένα “ναι” να ‘λεγε του Γερμανού είχε γλυτώσει.
(…)
-Ποιοι ήσαν; Ποτέ δεν έδωσαν κατάλογο των ονομάτων τους οι Γερμανοί. Μαθαίνουμε μερικούς. Ωστόσο στη ματωμένη ιστορία της Αντίστασης του Έθνους πέρασαν όλοι μ’ ένα όνομα μέσα στη μνήμη και την καρδιά του πονεμένου αυτού λαού. Οι Διακόσιοι της Πρωτομαγιάς. Βουβή και πικραμένη τους κλαίει η αγωνιζόμενη Αθήνα. Οι Διακόσιοι Άγιοι που μαρτύρησαν μαζί -κοντά σ’ άλλους χιλιάδες- σε τούτο τον υπέρτατο αγώνα για την τιμή και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.

¹Ο Ν. Σουκατζίδης αναφέρεται ως Τσουκατζίδης από τον Δημήτρη Ψαθά.

“ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ” Εκδόσεις ΜΑΡΙΑ Δ. ΨΑΘΑ

 


Ο Δημήτρης Ψαθάς στο βιβλίο του “Αντίσταση” περιγράφει μια διαφορετική απεργία που έγινε το Μάρτιο του 1943:

Μάρτιος του 1943.
Ανάστατη είναι η Αθήνα από μια είδηση. Οι Γερμανοί αποφάσισαν να κηρύξουν επιστράτευση πολιτική. Όλοι οι άνδρες από 16 θα επιστρατευθούν για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον Άξονα. Πρόσωπα ανήσυχα ολούθε.
-Τα ‘μαθες; Επιστράτευση!
Ο κόσμος τρομάζει με τούτη την καινούρια συμφορά που ζυγώνει την Ελλάδα. Μάνες τρέμουν για τα παιδιά τους, γυναίκες για τους άντρες, παιδιά για τους πατεράδες. Κι ο φόβος γίνεται αναβρασμός. Κι ο αναβρασμός, μια θέληση. Κι η θέληση, μια κραυγή που τη βροντοφωνά ο τοίχος: ΚΑΤΩ Η ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ. Την παίρνει το χωνί και τη διαλαλά στις γειτονιές. Κάτω η επιστράτευση! Τυπώνουν τα μυστικά τυπογραφεία προκηρύξεις. Κάτω η επιστράτευση. Κυκλοφορούν οι μυστικές εφημερίδες: Κάτω η επιστράτευση. Γεμίζουν οι δρόμοι μ’ αμέτρητα χαρτάκια: Κάτω η επιστράτευση. Κι όλος αυτός ο αναβρασμός φουσκώνει στα στήθια του λαού για να ξεσπάσει σ’ ένα απ’ τα πιο μεγάλα κι απίστευτα συλλαλητήρια που βλέπει η Αθήνα.
5 Μαρτίου.
Είναι η μέρα που όρισε το ΕΑΜ για το συλλαλητήριο. Ο τρόπος κι ο μηχανισμός του ο ίδιος, όπως πάντα. Σε μικρές ομάδες θα ξεχυθεί ο κόσμος προς το κέντρο. Σε μικρές ομάδες θα πιάσει τις παρόδους. Κρυμμένες θα είναι οι σημαίες κάτω απ’ τα σακάκια, τα φουστάνια, κρυμμένες κι οι ταμπέλες με τις επιγραφές. Κι όταν δοθεί το σύνθημα την ορισμένη ώρα, τότε θα χυθεί ο λαός στον κεντρικό δρόμο που ορίστηκε για το συλλαλητήριο. Ας χτυπήσουν. Το μόνο που δεν λογαριάζουν ως την ώρα που θα πέσουν τα κορμιά. Δεκαπέντε μέρες τώρα απεργίες, διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες. Ο συνετός βλέπει τα συλλαλητήρια -τ’ ακούει δηλαδή- και λέει πως τούτοι οι άνθρωποι σίγουρα είναι τρελοί. Τρελοί όμως ήταν κι όσοι πολέμησαν στον Μαραθώνα. Τρελοί όσοι σκοτώθηκαν στις Θερμοπύλες. Τρελοί ήταν η φούχτα των ανθρώπων που ξεσηκώθηκε το ’21. Τρελοί ήταν αυτοί που χύμηξαν στην Πίνδο. Η ιστορία της Ελλάδας για την οποίαν πολύ καυχιέσαι, συνετέ, είναι μια αλυσίδα από τρέλες.

(……)



Το σκέφτονται οι Γερμανοί… Πώς να τον επιστρατεύσεις τούτον τον λαό; Και τι υπηρεσίες μπορεί να σου προσφέρει; Απ’ τη στιγμή που μαθεύτηκαν τα σχέδιά τους, βλέπουν ολούθε τον αναβρασμό. Ολούθε συγκεντρώσεις. Ολούθε ομιλίες. Στις γειτονιές, στις λαϊκές αγορές, στις εκκλησίες. Ζητούν τρόπους κατευνασμού. Ο Λογοθετόπουλος δημοσιεύει ανακοίνωση ότι δεν πρόκειται να γίνει η επιστράτευση κι ότι κάθε συγκέντρωση θα χτυπηθεί με όπλα. Ο δήμαρχος της Αθήνας Γεωργάτος ζητά με το καλό 3.000 εργάτες για τα οχυρωματικά έργα των Γερμανών και βεβαιώνει ότι δεν θα βγουν όξω απ’ την Αθήνα. Ο μυστικός τύπος λυσσά: Όσοι παρουσιάστηκαν στην πρόσκληση έχουν σταλεί στη Γερμανία. Στη Θεσσαλονίκη κηρύχθηκε η επιστράτευση “εν ονόματι του Φύρερ”. Κοχλάζει η Αθήνα. Αστυνομία, χωροφυλακή στο πόδι. Ισχυρές δυνάμεις Γερμανών κι Ιταλών έχουν διαταγή να χτυπήσουν κάθε συγκέντρωση στους δρόμους.
Και φτάνει η μέρα. Ξεσπάει η απεργία.
Τράπεζες, δημόσια γραφεία, ταχυδρομεία, τηλεγραφεία, μαγαζιά -όλα κλειστά. Τρίζει τα δόντια η ψευτοκυβέρνηση. Οι απεργοί θα παταχθούν! Κι όταν ο Γκοτζαμάνης στρώνεται να γράψει το διάταγμα της απόλυσης των απεργών, δεν βρίσκει μια δακτυλογράφο να το δακτυλογραφήσει! Τα εργοστάσια σταματημένα. Κι όλες οι επιχειρήσεις. Η κίνηση της πόλης έχει νεκρωθεί. Πλημμυρίζει η πόλη με παράνομο Τύπο. Μπρος λαέ της Αθήνας! Μπρος αδούλωτη Ελλάδα! Μπρος για τη μάχη των μαχών! Κι ας περιμένουν στους δρόμος έτοιμα τα ντουφέκια. Τα μάθαμε αυτά. Άλλο από το να σκοτώνουν δεν μπορούν.

(…..)

Στην οδό Πραξιτέλους γίνεται κακό. Οι Ιταλοί σκορπίζουνε το πλήθος. Σηκώνουν τα όπλα, βαράνε κοντακιές, ρίχνουν. Μια κοπέλα ορθώνεται μπροστά τους:
-Πίσω, παλιόσκυλα!
Ένας Ιταλός τη σημαδεύει. Βροντά το όπλο, σωριάζεται η κοπέλα. Φεύγουν άλλοι, χυμάνε να πάρουν το κορμί. Σε λίγο ο κόσμος που περνά βλέπει στον τόπο που έπεσε η κοπέλα και δακρύζει. Γύρω – τριγύρω στα αίματα έχουν βάλει πέτρες. Τάφος συμβολικός. Όλη μέρα περνάει πλήθος και ρίχνει λουλούδια. Γλυκοχαράζει η άνοιξη στη γη της Αττικής. Κι εκεί, στην οδό Πραξιτέλους, πάνω στην άσφαλτο που βάφηκε με το αίμα ενός κοριτσιού, στέλνει τριαντάφυλλα, γαρούφαλα και πασχαλιές. Ένας σωρός από λουλούδια.
Αλλού μάχες σωστές.
Κοντά εκατό χιλιάδες τραβούν προς το πολιτικό γραφείο. Φωτιά σκορπίζουν οι Γερμανοί κι οι Ιταλοί. Μηχανοκίνητα βογγούν. Χειροβομβίδες σκάνε. Πέφτουν οι λαβωμένοι, οι νεκροί. Τους αρπάζουν οι διαδηλωτές και φεύγουν μην πέσουν στα χέρια του κατακτητή. Πρόθυμα ανοίγουν τις πόρτες τους τα σπίτια για να δεχτούν τα θύματα. Γιατροί, νοσοκόμοι, τραυματιοφορείς βοηθάνε. Κι ο κόσμος που βρίσκεται μπροστά στις μπούκες των όπλων σκορπίζει, αλλά δεν εννοεί να διαλυθεί:
-Στου υπουργείο Εργασίας!
Άλλο κακό εκεί. Στις 11.30΄ είναι μαζεμένοι κοντά πενήντα χιλιάδες διαδηλωτές γύρω – τριγύρω χωμένοι στις παρόδους. Τραγουδάνε τον Εθνικό Ύμνο και χυμάνε με πέτρες και με ξύλα. Σπάζουν τις πόρτες και τα παράθυρα. Κατακίτρινος ο υπουργός Καλύβας ακούει την οχλοβοή ανάμεσα στους καραμπινιέρους που τον φρουρούνε. Φτάνει ενίσχυση της δύναμης. Αστυνομία ελληνική, Ιταλιάνοι, Γκεστάπο.
-Πίσω! Διαλυθείτε!
-Μπρος, παιδιά! Απάνω τους!
-Θα σας σκοτώσουμε!
-Σκοτώστε μας!
Αρχίζει το πολυβόλο. Σκάει η χειροβομβίδα. Και τότε γίνεται τούτο τ’ απίστευτο. Γυναίκες, άντρες και παιδιά ορμούν με πέτρες και με ξύλα πάνω στην ένοπλη δύναμη που ρίχνει. Λαβώνονται πολλοί. Κι άλλοι κουβαλάνε πέτρες στα μαντίλια, άλλοι ξεριζώνουν τις πλάκες απ’ τα πεζοδρόμια. Μάχη πρωτάκουστη. Τους κυνηγάνε εδώ, φυτρώνουν από κει. Κι ένα πράμα μονάχα δεν έχουν στο μυαλό τους – να διαλυθούν.
Τρελοί;
Τρελοί! Εδώ ένας σωριάστηκε τραυματισμένος. Εκεί άλλος κείτεται νεκρός. Εδώ μια ομάδα κοριτσιών που ρίχνουνε πέτρες. Αλλού άλλη ομάδα που κυνηγιέται για να κρυφτεί στους γύρω δρόμους. Εδώ με ξύλα δέρνονται διαδηλωτές και αστυφύλακες. Εκεί δουλεύει πιστολίδι. Χτυπάν τις πόρτες. Ανοίξτε, τραυματίες! Κι οι πόρτες ανοίγουν όλες. Γεμίζουν οι δρόμοι με χαρτάκια: Κάτω η πολιτική επιστράτευση. Αρπάζει η Γκεστάπο πολλούς απ’ τους διαδηλωτές: Μαζέψτε τα! Τα μαζεύουν και, καθώς τους πάνε στην Κομαντατούρ ή στο Κομάντο Πιάτσα, τα ξανασκορπάνε. Το μυρίζονται οι Γερμανοί. Ξύλο.
Ώρες κρατάνε οι διαδηλώσεις.
Ώρες αντηχεί η αντάρα κι ο αλαλαγμός της πόλης.
Το βράδυ απεργούν οι κινηματογράφοι και ο Τύπος. Το άλλο πρωί δεν έχει εφημερίδες. Πόσα τα θύματα; Η αστυνομία δίνει νούμερο. Μόνο 3 νεκρούς και 77 τραυματίες. Ο παράνομος τύπος δίνει άλλα: 13 νεκροί και 134 τραυματίες. Κι είναι σωστότεροι αυτοί οι αριθμοί, γιατί η Αστυνομία μετρά μονάχα τα θύματα που πάνε στα νοσοκομεία. Αυτούς που νοσηλεύονται στα σπίτια δεν τους ξέρει. Ούτε βάζει στους νεκρούς, αυτούς που πρόφτασαν να αρπάξουν οι διαδηλωτές ή τους άλλους που βαριά τραυματισμένοι πέθαναν σε λίγες μέρες.
5 Μαρτίου 1943.
Μια μέρα ακόμα ανοιχτού πολέμου μέσα στην Αθήνα. Η ιστορία της Αντίστασης γραμμένη με το αίμα του ανυπόταχτου λαού στους δρόμους της. Η επιστράτευση δεν έγινε.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ “Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ” Εκδόσεις ΜΑΡΙΑ Δ. ΨΑΘΑ

 

αφού δεν μπόρεσε το έργο να το κρατήσει η παράσταση…

Ο Φρέντυ Γερμανός μιλάει στην Εύη Κυριακοπούλου για την Έλλη Λαμπέτη και τον Δημήτρη Ψαθά:

Δεν μπορώ εδώ να μην κάνω μία ερώτηση, γιατί υπήρχε η φήμη ότι ήταν σκληρή.
Ναι, ήταν. Αλλά ήταν με τον εαυτό της πιο πολύ απ’ όλους. Όταν ανέβασε τη “Μικρή μας Πόλη” που ήταν ένα πολύ ωραίο έργο, παίχτηκε τελευταία, του Θόρντον Γουάιλντερ, ήταν μεγάλη αποτυχία, εδώ είναι το μυστήριο, δηλαδή σε δέκα μέρες μέσα έπρεπε το έργο να κατέβει και της λένε: πρέπει να το κατεβάσουμε, και είπε εντάξει, θα ανεβάσουμε “Το ανοιξιάτικο τραγούδι” του Τζων Βαν Ντρούτεν… και κάποια στιγμή, λίγο πριν κατέβει το έργο, έρχεται ο Ψαθάς, να δει το έργο, ο Ψαθάς τότε ήταν η ηλεκτρονική δύναμη του Τύπου, δηλαδή όταν το έγραφε ο Ψαθάς ήταν σα να λέμε σήμερα…
Σα να λέμε σήμερα για ποιον;
…Το ‘πε η τηλεόραση…
Μάλιστα.
Κάτι τέτοιο… Και ο Ψαθάς, αυτός ο πολύ τραχύς εισαγγελέας του ελληνικού Τύπου, δάκρυσε σε μία μάλιστα σκηνή που λέει: “αυτά που ζήσαμε τι κρίμα που δεν καταλαβαίναμε τότε τι αξία είχαν”, μία πραγματικά πολύ δυνατή σκηνή… και γράφει ένα χρονογράφημα – ύμνο την άλλη μέρα. Και αμέσως οι εισπράξεις ανεβαίνουν κάθετα. Και γίνεται ΤΟ πρώτο θέατρο. Και κρατάει αυτό για μέρες. Και βεβαίως όλοι περιμένουν ότι η Έλλη θα αλλάξει γραμμή και θα κρατήσει το έργο… και συνεχίζει τις πρόβες κι όταν την ρωτάνε: μα γιατί, αφού το έργο πάει τόσο καλά; λέει: αφού δεν μπόρεσε το έργο να το κρατήσει η παράσταση και το κράτησε ο Ψαθάς τότε πρέπει το έργο να κατέβει…

ΦΡΕΝΤΥ ΓΕΡΜΑΝΟΣ
από μια συζήτηση με την Εύη Κυριακοπούλου
στην εκπομπή της ΕΡΤ “ΑΝΤ’ ΑΥΤΟΥ” (1998)

 

Τι έγραψε ο Ψαθάς για το “Τέλος της μικρής μας πόλης” και την Έλλη Λαμπέτη:

Αντιπαθώ θανάσιμα τους συγγραφείς που σχίζουν τεχνικά αλλά και βάρβαρα τον άνθρωπο – με το νυστέρι του ταλέντου τους – για να μας δείξουν ό,τι ταπεινό και κτηνώδες έχει μέσα του, αυτός και η ζωή του. Όπως αντιπαθώ κι εκείνους που αγωνίζονται να μας πείσουν για την ασημαντότητα της καθημερινής ζωής – παράδειγμα ο Ιονέσκο που η μανία του για την αποσύνθεση της καθημερινής “ασημαντότητας” φτάνει τα όρια της παράκρουσης, μ’ εκείνους τους ανισόρροπους διαλόγους του (τόσο “ασήμαντα” είναι αυτά που λέγονται και πράττονται στην καθημερινή ζωή μας, ώστε θα μπορούσαν, λέει, ν’ αντικατασταθούν με ισοδύναμες… αρλούμπες).
Να μάχεσαι ορισμένες εκδηλώσεις της ζωής – ασχήμιας, αδικίας, βαναυσότητας – με αντικειμενικό σκοπό να βοηθήσεις στο καλύτερο, είναι για μένα μια αποστολή άξια της ανθρώπινης υπόστασης ενός συγγραφέα με ζεστή καρδιά. Ν’ αποσυνθέτεις όμως, μέχρι κι εκείνο που θεωρούμε ωραίο, για να μας δείξεις ότι πίσω και απ’ αυτό ακόμα υπάρχει ασχήμια και αθλιότητα, δείχνει διάθεση διεστραμμένη και ιδιοσυγκρασία χολερική που όσο την εξιδανικεύει το ταλέντο, τόσο μου προκαλεί αποτροπιασμό. Γι’ αυτό ποτέ δεν χώνεψα μεγάλους συγγραφείς, όπως ο Ανούιγ και όπως ακόμα ο Τενεσσή Ουίλιαμς. Μπορεί να θαυμάζω απεριόριστα τη δύναμη της τέχνης τους, αλλά αντιπαθώ βαθύτατα το έργο τους.

Ίσως γι’ αυτή μου την αδυναμία (πρόκειται, βλέπετε, για αντιδράσεις καθαρά προσωπικές) με γοητεύει αυτό το έργο του Θόρντον Ουάιλντερ -”Η Μικρή μας Πόλη”- που παίζει η Έλλη Λαμπέτη, την οποίαν με χαρά ξαναβρήκε από καιρό η ελληνική σκηνή και η νοσταλγική αγάπη του θεατρόφιλου κοινού. Το ξαναείδα προχτές κι έφυγα από το θέατρο με μια ευφορία ψυχής αληθινή, βαθύτερη, όσο σπάνια μου δίνεται η ευκαιρία να αντλήσω από το θέατρο. Κι αυτό -τι περίεργη που είναι η μαγεία της τέχνης!- παρ’ όλον ότι στην τρίτη πράξη του ο ποιητής του έργου μας μεταφέρει στο… νεκροταφείο της μικρής του πόλης (που είναι όμως τόσο μεγάλη όσο κι ο κόσμος).
Δεν έχουν, βέβαια, καμιά πρόθεση κριτικής οι γραμμές αυτές -σ’ άλλην αρμοδιότητα ανήκει η ασχολία- άλλωστε προ πολλού είπαν τη γνώμη τους οι “ειδικοί”. Τις προσωπικές μου αντιδράσεις μόνο μεταφέρω, κατά καιρούς, στον χώρο τούτο, όταν συμβαίνει να με γοητεύει μία παράσταση και ν’ ασκεί επάνω μου επίδραση ξεχωριστή. Νιώθω υποχρέωσή μου να ενημερώνω τους αναγνώστες μου με τους οποίους βρέθηκε τόσες πολλές φορές νάχουμε κοινά τα γούστα και κοινές τις αντιδράσεις.
Μ’ αρέσει ιδιαίτερα το έργο τούτο του Ουάιλντερ γιατί πέραν των άλλων, δείχνει στον προσεκτικό θεατή πόσο μάταιες -και άχρηστες- είναι οι “πρωτοτυπίες” των λεγόμενων μοντέρνων ή “επαναστατικών” συγγραφέων της σκηνής που προσπαθούν να βρουν καινούργιους τρόπους έκφρασης. Γιατί ολόκληρος ο μοντέρνος μηχανισμός της σκηνικής ανάπτυξης του θέματός του είναι το λιγότερο που μας προσφέρει ο συγγραφέας. Συχνά, μάλιστα, η απουσία των σκηνικών και η μιμική των ηθοποιών γίνεται ενοχλητική κι όχι μονάχα δεν βοηθά ν’ ακουστεί καλύτερα ο λόγος, αλλά τον εμποδίζει με τις αφύσικες κινήσεις που περισπούν μοιραία (για το αφύσικό τους, ακριβώς) την προσοχή του θεατή.

Πέρα, όμως, απ’ αυτά, πόση αισθητική χαρά και πόση απόλαυση μας δίνει ο ποιητικός οίστρος του Ουάιλντερ, που φτιάχνει απ’ την περιφρονημένη, ακριβώς, καθημερινότητα της ανθρώπινης ζωής το θαυμάσιο ποιητικό, θεατρικό του έργο. Η αισθητική του ευαισθησία συνέλαβε την χαρά και την αξία της τετριμμένης καθημερινότητας απ’ το θλιβερό εκείνο σημείο που μας ανοίγει κι εμάς τα μάτια -φευγαλέα, όμως, και παροδικά- όπου ο θάνατος τα μεταβάλλει σε οριστικό και τελεσίδικο παρελθόν. Όταν συμβεί να χάσουμε ένα πρόσωπο δικό μας, προσφιλές, που μέχρι χτες ακόμα η ζωή του κυλούσε ανάμεσά μας κοινοτοπική, με όλη την βαρετή καθημερινή ασημαντότητά της, τότε αμέσως αλλάζουν όλα: Το πρόσωπο αυτό παίρνει στα μάτια μας άλλη υπόσταση, τελείως διαφορετική, όπου οι καθημερινές του πράξεις μετριούνται αναδρομικά και όλες οι κινήσεις του ζυγίζονται με άλλο μέτρο, έτσι που να φαντάζουν στα μάτια μας σαν γεγονότα πολύ σημαντικά, που τα αναπολούμε με βαθύ πόνο και μεγάλη δυστυχία.
Αυτό τον αναδρομικόν ύμνο προς την ζωή μάς προσφέρει με τις γραφικές και χαριτωμένες θεατρικές εικόνες που συνθέτει ο συγγραφέας -ξημερώματα, νύχτες, φεγγαροβραδιές, έρωτα, νοικοκυριό, γεννήσεις, γάμους, τυπική και αιωνίως επαναλαμβανόμενη καθημερινή ζωή- για να μας τα σκεπάσει, όμως, όλα, ξαφνικά και απροσδόκητα, με την αυλαία του τέλους. Με τόλμη εκπληκτική -κι εκεί ο συγγραφέας μας δείχνει τον δημιουργικό μοντερνισμό του- μας μεταφέρει στο νεκροταφείο, όχι τόσο για να μας δείξει την ματαιότητα των εγκοσμίων (σαν τους αρρωστημένους μανιακούς της απαισιοδοξίας), αλλά για να μας ανοίξει τα μάτια, ακριβώς, επάνω στην ομορφιά και την γοητεία της τετριμμένης καθημερινότητας, που όσο την ζούμε, δεν την υποπτευόμαστε, ούτε καν την παίρνουμε χαμπάρι. Κι όλα αυτά με οίστρο γνήσιο, όπου η πρωτοτυπία αναπηδά μέσα από την χάρη, γι’ αυτό και δεν οδηγεί σε εκτρωματικές “μοντέρνες” συλλήψεις, αλλά σε αληθινή αισθητική ομορφιά.
Να σημειώσω και δυο λόγια για την Λαμπέτη: Μέσα σ’ ένα συγκρότημα από καλούς ηθοποιούς -πόσο λαμπρό προμηνύεται το μέλλον του κ. Κούρκουλου που είναι ήδη ένας άριστος ηθοποιός- φαντάζει σαν πολύτιμο πετράδι η πρωταγωνίστρια και θιασάρχις. Βλέποντάς την προχτές (κι αναθυμούμενος τις φτηνές “δόξες” των ημερών μας) ένιωσα μια βαθιά ανακούφιση: Η δραματική τέχνη δεν πέθανε στον τόπο μας. Είναι ευτύχημα ότι (δίπλα στις δυο τρεις άλλες αληθινές ιέρειες της δραματικής τέχνης) η Έλλη Λαμπέτη ξαναγύρισε κοντά μας.

χρονογράφημα του ΔΗΜΗΤΡΗ ΨΑΘΑ που δημοσιεύτηκε στη στήλη “Εύθυμα και σοβαρά”
εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ – 29/3/1962
Ιστορικό Αρχείο Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη

..

Την Παρασκευή 1/1/1965 η εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ δημοσίευσε το παρακάτω αυτοβιογραφικό διήγημα του Δημήτρη Ψαθά:

Καθώς τις χρονιάρες τούτες μέρες το μυαλό φτερουγίζει πάντα προς τα παιδικά χρόνια, θα θυμηθώ σήμερα πάλι κάποια μακρινή Πρωτοχρονιά στην Τραπεζούντα, σε χρόνια ταραγμένα –ξεχασμένα- εν έτει σωτηρίω… 1917. Ήταν ένα αστείο γεγονός  – ολόκληρη η πόλη να είναι ντυμένη στα ίδια υφάσματα, του ίδιου τύπου, των ίδιων χρωματισμών κι αυτό να προκαλέσει την κατάρα του δεσπότη. Επειδή όλα αυτά τα υφάσματα ήσαν… κλεμένα!
Όχι μονάχα ήσαν κλεμένα αλλά και σε κραυγάζανε με τα ποικίλα σχέδιά τους, τόσο μαρκαρισμένα και τόσο στερεότυπα όλα ώστε μόλις έβλεπες καμιά γυναίκα – προπάντων οι γυναίκες τα φορούσαν – έλεγες:
-Κεμπρούκ!
Κεμπρούκ σήμαινε το τελωνείο – ή τις αποθήκες του τελωνείου – όπου είχε γίνει η ομαδική διαρπαγή υπό συνθήκες πρωτάκουστες και κωμικοτραγικές, ενώ δηλαδή η πόλη βομβαρδιζόταν από τα καράβια της Α. Μ. του τσάρου πασών των Ρωσιών.
Με τους βομβαρδισμούς αυτούς, που ήσαν τακτικότατοι, είχαμε εξοικειωθεί – επί ένα ή δυο χρόνια τον καιρό εκείνο που ο τσαρικός στρατός προχωρώντας απ’ το Βακούμ καταλάμβανε τα παράλια του Πόντου και ζύγωνε προς την Τραπεζούντα με αντικειμενικό σκοπό να φτάσει εις την Κωνσταντινούπολιν και ο στόλος βομβάρδιζε τις μεγάλες παραλιακές πόλεις για να εξουδετερώσει τις ανύπαρκτες οχυρώσεις των Τούρκων.


Αξίζει να χαράξω μερικές γραμμές γι’ αυτούς τους βομβαρδισμούς – προτού προχωρήσω στο Κεμπρούκ – γιατί είχαν μια αγριάδα αλλά και περίεργη γραφικότητα.
Ιδιαίτερο γούστο – τραγικό – είχε η πρώτη εμφάνιση του ρωσικού στόλου που γέμισε χαρά και ενθουσιασμούς τον ελληνικό πληθυσμό της Τραπεζούντας επειδή θεωρούσε τη Ρωσία προστάτιδα δύναμη και περίμενε απ’ τον τσάρο την απελευθέρωσή του. Γέμισε ο γιαλός από Ρωμιούς που καμάρωναν τα καράβια κι απ’ τα Εξώτειχα, την πιο δυτική παραλιακή συνοικία της πόλης, μέχρι τον Άγιο Γρηγόρη και πέρα, ανατολικά, προς τη Δαφνούντα, όλοι βλέπαμε χαρούμενοι τα καράβια που ζυγώναν, ενώ οι Τούρκοι αγριεμένοι και ανήσυχοι κοιτούσαν να κρυφτούν.
Τα παιδιά του σχολείου – στο περίφημο «Φροντιστήριον Τραπεζούντος» – ένα επιβλητικό κτίριο που υψωνόταν κατενάντι στην θάλασσα – είχαμε βγει στα παράθυρα και χαιρετούσαμε τον στόλο. Σε μικρή απόσταση υψωνόταν επιβλητικός επίσης ο Άγιος Γρηγόριος – η μητροπολιτική εκκλησιά – μεσολαβούσε μια απέναντι παραλία, στο τέλος της οποίας υψωνόντουσαν  τα τείχη και τα κάστρα των Κομνηνών, σχεδόν άθικτα μέσα στους αιώνες. Απ’ την άλλη μεριά ήταν το λιμάνι, το «Κεμπρούκ» και πέρα η Δαφνούντα. Στην πλάτη αυτής της έκτασης υψωνόταν ο λόφος του Ποζ – τεπε, όπου αναρριχότανε η πόλη.



Με χαρά και αγαλλίαση απ’ το σχολειό μας – το «Φροντιστήριο» – παρακολουθούσαμε κι εμείς οι πιτσιρίκοι τα καράβια που όλο και πλησίαζαν όταν ξαφνικά από το ένα άστραψε μια λάμψη, ύστερα έσκισε τον αέρα ένα σφύριγμα κι απότομα:
-Μπουμ!…
Μια τρομακτική έκρηξη ακούστηκε κι ένας απ’ τους συμμαθητές μας – Σπύρος Μαρμάρης – έπεσε βουτηγμένος στο αίμα. Αστραπιαία ήρθε ο πανικός, ο τρόμος, τρέξαν πολλοί και πιάσαν το παιδί, που είχε τραυματισθεί άσχημα στο χέρι από ένα κομμάτι της οβίδας. Σήμερα ο πρώτος εκείνος τραυματίας ζει στην Αθήνα, έχει κατάστημα και το χέρι του μαρτυρά τα αγαθά της χαρούμενης εκείνης μέρας.
Δεν ήταν, φυσικά, η μόνη οβίδα που έπεσε, ούτε κι ο μόνος βομβαρδισμός της πόλης, εκείνος. Από τότε τα ρούσικα καράβια μας ερχόντουσαν ξαφνικά αλλά κανένας πια δεν έβγαινε σε παράθυρο ή μπαλκόνι για να τα χαιρετήσει. Ο ερχομός – το ξέραμε πια – σήμαινε βομβαρδισμό κι ο πανικός ξεσπούσε μόλις διαγραφόταν στο μακρινό βάθος του ορίζοντα αμυδρότατα ο καπνός των καραβιών, έστω και τόσο αδιόρατος σαν τον καπνό τσιγάρου… Μια κραυγή αντηχούσε τότε:
-Τα… βαπόρια!
Με μόνη την κραυγή αυτή τρανταζότανε η πόλη γιατί μεταδινότανε σαν αστραπή κι ο κόσμος όλος – Τούρκοι και Ρωμιοί – άρχιζε να τρέχει σαν τρελός, ενώ τα ρολά των μαγαζιών κι οι πόρτες κλείνανε με πάταγο, σ’ ένα ανεμοστρόβιλο αναστάτωσης και πανικού. Ολόκληρη η πόλη ερημωνόταν μέσα σε λίγη ώρα, όλος ο πληθυσμός τρύπωνε στα υπόγεια. Το πανηγύρι, άλλωστε, δεν αργούσε: Μπαμ, μπουμ, βζζζ, μπουμ, μπουμ, μπουμ… Όταν ύστερα από μια ή δυο ώρες, σταματούσε το κακό και βγαίναμε, βλέπαμε πού και πού σπίτια χαλασμένα και μαζεύαμε απ’ τους δρόμους, ζεστά ακόμα, τα κομμάτια οβίδων.

 

Σ’ όλα όμως συνηθίζει το πιο εύκολα προσαρμοζόμενο θηρίο που λέγεται άνθρωπος και μέσα σε ένα ή δυο χρόνια οι βομβαρδισμοί έγιναν μια ατραξιόν της καθημερινής ζωής μας. Άλλωστε ο ρωσικός στρατός πλησίαζε – ερχόταν η απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό – κι οι Ρωμιοί είχαμε ξεθαρρέψει. Οι Τούρκοι τρομοκρατημένοι φεύγαν προς τα δυτικά αποχαιρετώντας με τα θρηνώδη τραγούδια τους την Τραπεζούντα:
Τραπεζοντάν τσικτούμ πασί σελιαμέεε…
γκιαφίρ Ουρούς μπομπαρντεμάν έτιορ.
Βγαίνοντας, δηλαδή, από την Τραπεζούντα, στέλνω χαιρετίσματα…, ο άτιμος ο Ρώσος βομβαρδίζει… Φύγαν στο τέλος και οι τουρκικές αρχές και η πόλη τώρα βρισκόταν στα χέρια του μητροπολίτη Χρύσανθου, που και αυτός πέρασε στους θρήνους των Τούρκων – «Μητροπολίτ βερμέζ πιζέ τεσκερέέέ»

Στο μεταξύ είχαν μεσολαβήσει γεγονότα φοβερά – το ομαδικό μάζεμα και η σφαγή των Αρμενίων από τους Τούρκους – αναμνήσεις ολοζώντανες στη μνήμη μου επίσης, που ίσως με άλλη ευκαιρία να γράψω. Τώρα η πόλη ήταν χωρίς αρχές, χωρίς αστυνομία και το τελωνείο πήχτρα από εμπορεύματα που προοριζόντουσαν για την πόλη της Τραπεζούντας ή για το Ερτερούμ. Ένα σύνθημα είχε ακουστεί:
-Στο Κεμπρούκ!…
Κόσμος και ντουνιάς ξεχύθηκε κατά το τελωνείο – εγκαταλελειμμένο απ’ τους Τούρκους – ενώ ο ρωσικός στόλος, όπως βλέπαμε τις αστραπές απ’ το γιαλό, βομβάρδιζε τα Πλάτανα, μια μικρή παραλιακή πόλη που βρισκόταν απέναντι, στα δυτικά της Τραπεζούντας, σε απόσταση λίγων ωρών. Χάζευα κι εγώ απ’ το γιαλό όταν ένας φίλος μου – μεγαλύτερος – ήλθε λαχανιασμένος:
-Ντο κάθεσαι, νέπε;
-Ντο εν; ρώτησα.
-Σο Κεμπρούκ! Πάμε κι εμείς σο Κεμπρούκ!
Από τον Αϊ-Γρηγόρη διανύσαμε τρέχοντας την απόσταση μέχρι το Κεμπρούκ – ήταν αρκετά μακριά – ενώ στο δρόμο βλέπαμε πλήθος ανθρώπων που ήσαν φορτωμένοι ο καθένας από πέντε μέχρι και δέκα τόπια υφασμάτων. Όταν φτάσαμε στις αποθήκες το θέαμα ήταν πρωτοφανές. Μια μυρμηγκιά ανθρώπων κι ο καθένας μ’ έναν κασμά έσπαζε τα σύρματα τεραστίων δεμάτων απ’ τα οποία ξεχυνόντουσαν τόπια υφασμάτων. Μέσα σ’ απερίγραπτο σαματά και φασαρία ο καθένας φορτωνόταν όσα τόπια μπορούσε και τραβούσε για το σπίτι του.

 
Αλλά ο στόλος απ’ τα Πλάτανα έφτασε στην Τραπεζούντα κι άρχισε την κανονική ατραξιόν. Κανένας όμως δεν έδινε σημασία στις οβίδες που σκάζαν πέρα στην πόλη. Οι κασμάδες συνεχίζαν τη δουλειά τους κι όσο ξεχυνόντουσαν τα τόπια τόσο ξεμακραίνανε το φόβο.
Σε δυο τρεις εβδομάδες – οι Ρώσοι είχαν μπει στην Τραπεζούντα – ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ήταν ντυμένο απ’ το Κεμπρούκ. Προπάντων την πρωτοχρονιά το θέαμα ήταν μοναδικό γιατί στις εκκλησιές όλοι είχαν βάλει… τα καλά τους και δείχναν έτσι ομοιόμορφα ντυμένοι, σαν από ορφανοτροφείο.
Ο δεσπότης, λέγαν, καταράστηκε όσους πήραν τόπια απ’ το Κεμπρούκ καλώντας τους να τα επιστρέψουν αλλά η λαϊκή μούσα το γύρισε στο αστείο και τραγουδούσε με τον κεμεντζέ – την ποντιακή λύρα:
Α σο Κεμπρούκ που κι έκλεψεν
σον Αδ θα πάη κλαμένος
κι α σου δεσπότ’ την κατάραν
θα πάη κουρταρεμένος.
Δηλαδή εκείνος που δεν έκλεψε απ’ το Κεμπρούκ θα γλιτώσει μεν απ’ την κατάρα του δεσπότη αλλά θα πάει στον Άδη κλαμένος.
Και φυσικά οι περισσότεροι ήσαν ευχαριστημένοι που δεν θα πηγαίνανε κλαμένοι , αλλά καλοντυμένοι και χαρούμενοι.

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr