Έφυγε σήμερα από τη ζωή ο Ευάγγελος Σπανός, ιδρυτής και πρόεδρος της Βιοϊατρικής – Νοσηλευόταν ένα μήνα στο «Σωτηρία»
Είναι το 109 θύμα του κορωνοϊού στη χώρα μας
Σε ηλικία 76 ετών έφυγε από τη ζωή ο ιδρυτής και πρόεδρος της Βιοϊατρικής, Ευάγγελος Σπανός, ηττημένος από τη μάχη του με τον κορωνοϊό. Νοσηλευόταν ένα μήνα στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του νοσοκομείου «Σωτηρία».
Ο ιδρυτής της Βιοϊατρικής είχε αρτηριακή υπέρταση, που αποτελεί υποκείμενο νόσημα.
Λίγα λόγια για τον Ευάγγελο Σπανό…
Ο Ευάγγελος Σπανός γεννήθηκε το 1943 στη Σίνδο Θεσσαλονίκης. Το 1969 πήρε το πτυχίο Ιατρικής από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ενώ το 1979 παίρνει PhD στην Εργαστηριακή Ενδοκρινολογία, από Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.
Ο Ευάγγελος Σπανός το 1981 ξεκινά τη λειτουργία της Βιοϊατρικής. Το 1986 δημιουργεί το πρώτο πολυδύναμο διαγνωστικό κέντρο στην Ελλάδα.
Το 2001 προχωρά στην εξαγορά της πρώτης κλινικής και κυκλοφορεί το βιβλίο του «Εργαστηριακή ενδοκρινολογία». Λίγα χρόνια αργότερα το 2006, κυκλοφορεί το βιβλίο του «Κλινική χημεία».
Το 2013 λαμβάνει το βραβείο «αυτοδη-μιούργητου επιχειρηματία» από την Ernst & Young. Μόλις πέρσι το 2019, κυκλοφορεί το βιβλίο του «Εργαστηριακή διαγνωστική».
Οπως είχε περιγράψει σε συνέντευξή του στην Καθημερινή, επιστρέφοντας από το Λονδίνο με PhD, ονειρευόταν ακαδημαϊκή καριέρα. «Ο Βρετανός καθηγητής μου με παρότρυνε να ανοίξω δικό μου εργαστήριο. “Πώς, αφού δεν έχω χρήματα;”, του είπα. “Θα σε βοηθήσω εγώ”, μου απάντησε. Με μετοχικό κεφάλαιο 200.000 δραχμές το 1981 ανοίξαμε ένα μικρό ενδοκρινολογικό εργαστήριο, στην οδό Μιχαλακοπούλου.
Η σύζυγός μου ήταν τηλεφωνήτρια και αιμολήπτρια, εγώ, μαζί με μια βοηθό, έκανα τις εξετάσεις. Με πλεονεκτήματα την εισαγωγή ραδιοϊσοτόπων στον προσδιορισμό των ορμονών, για πρώτη φορά στον ιδιωτικό τομέα, και την εφαρμογή τεχνικών ποιοτικού ελέγχου, γίναμε γνωστοί και δεν σταματήσαμε να αναπτυσσόμαστε».
Στην ίδια εκείνη συνομιλία περιέγραφε τα πρώτα χρόνια της ζωής του: «Μεγάλωσα σε μια Ελλάδα ρημαγμένη, που έβγαινε από τον Εμφύλιο. Διακοπές δεν έκανα ποτέ ως παιδί. Οταν δεν είχα σχολείο, τα καλοκαίρια, από τις έξι το πρωί μέχρι το βράδυ δούλευα στα χωράφια μας. Ποτίζαμε τα βαμβάκια.
Ήμασταν ξυπόλυτοι μέσα στα νερά, με εκατομμύρια κουνούπια γύρω μας. Στο χωριό υπήρχε μόνο ένας φούρνος. Όσους είχαν τη δυνατότητα να τρώνε αγοραστό ψωμί, τους ζηλεύαμε. Στα περισσότερα σπίτια οι γυναίκες έφτιαχναν το δικό τους ψωμί, σε μεγάλες ποσότητες, για να περάσει η οικογένεια μια ολόκληρη εβδομάδα.
Τις πρώτες μέρες ήταν καλό, μετά γινόταν σκληρό, σαν πέτρα, δεν τρωγόταν. Σε ηλικία δεκατριών ετών είχα ήδη αποφασίσει πως θα έκανα ό,τι μπορούσα, θα εργαζόμουν σκληρά ώστε να ξεφύγω από αυτή τη φτώχεια».
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr