Τ. Μακρυγιάννης: Ένα εμπεριστατωμένο άρθρο & προτάσεις για την βελτίωση της διαχείρισης των χρηματοδοτικών πόρων 80 δις. ευρώ της ΕΕ
Η Κυβέρνηση επιδεικνύει μέχρι στιγμής θετικά δείγματα γραφής
Κείμενο σκέψεων και προτάσεων για την βελτίωση της αποτελεσματικότητας της διαχείρισης των χρηματοδοτικών αναπτυξιακών πόρων και την ενίσχυση του αναπτυξιακού αποτελέσματος.
Α.Εισαγωγή – Διαχειριστική αποτελεσματικότητα:
Ένα από τα κρισιμότερα ζητήματα, τα οποία είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να φέρει σε πέρας με επιτυχία η σημερινή Κυβέρνηση είναι η αξιοποίηση των πολλών δισ. ευρώ, τα οποία - ceteris paribus - θα αρχίσουν να εισρέουν για την ανάπτυξη της οικονομίας από το 2021 μέσω των χρηματοδοτικών εργαλείων της ΕΕ. Κρίσιμος παράγοντας επιτυχίας είναι η επίδειξη υψηλής αποτελεσματικότητας στη διαχείριση αυτών των πόρων, με στόχο το μέγιστο δυνατό ποσοτικά και ποιοτικά αναπτυξιακό αποτέλεσμα.
Η διαχειριστική αποτελεσματικότητα είναι απόρροια της διαχειριστικής ικανότητας, και η δεύτερη επιβεβαιώνεται σε πραγματικές συνθήκες δοκιμασίας και με μετρήσιμους όρους από την ύπαρξη -μεταξύ άλλων- και των εξής τριών (3) βασικών κριτηρίων: α) αποτελεσματικός συντονισμός ενεργειών, προσώπων και διοικητικού μηχανισμού, β) υψηλό επίπεδο επάρκειας διαχειριστικών μηχανισμών και υπηρεσιών και γ) βέλτιστη παραγωγικότητα των διαθέσιμων χρηματοδοτικών πόρων σε σχέση με το αναπτυξιακό αποτέλεσμα.
Αν θεωρήσουμε ότι στο (α) ανωτέρω σκέλος η Κυβέρνηση επιδεικνύει μέχρι στιγμής θετικά δείγματα γραφής και αφήνει ελπίδες για ίδια ή και καλύτερη συνέχεια, και στο (β) σκέλος, η Δημόσια Διοίκηση, παρά τις εγγενείς αδυναμίες της, έχει αποκτήσει σημαντική τεχνογνωσία και μεγάλη εμπειρία στη λειτουργία των υφιστάμενων διαχειριστικών μηχανισμών και την παροχή σχετικών υπηρεσιών, στο (γ) σκέλος τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Υπάρχουν, δηλαδή, επιφυλάξεις ως προς τη δυνατότητα επίτευξης υψηλής προστιθεμένης αξίας στο αναπτυξιακό αποτέλεσμα. Και αυτό επειδή από τις μέχρι σήμερα αξιολογικές αποτιμήσεις, προκύπτει ότι η χώρα μας δεν έχει επιδείξει διαχρονικά υψηλό επίπεδο αποτελεσματικότητας στη διαχείριση των αναπτυξιακών χρηματοδοτικών πόρων.
Γράφει ο Τάκης Μακρυγιάννης, MSc Ευρωπαϊκές Σπουδές
Η παραπάνω διαπίστωση οφείλεται, εκτός άλλων, και στους ακόλουθους - κατά την άποψή μου - λόγους:
α) επειδή εξακολουθεί να παραμένει χαμηλός ο βαθμός συνέργειας μεταξύ των συγχρηματοδοτούμενων αναπτυξιακών έργων, με αποτέλεσμα την επίτευξη χαμηλών οικονομιών κλίμακας,
β) επειδή είναι μικρή η μόχλευση για την ενίσχυση της συμπληρωματικότητας των αναπτυξιακών πόρων, με αποτέλεσμα την απώλεια πολύτιμων πρόσθετων χρηματοδοτικών εισροών,
γ) επειδή δεν υπάρχει ένα ενιαίο σύστημα για την σφαιρική και ολοκληρωμένη ποσοτική (διαχειριστική) και ποιοτική (αξιολογική) παρακολούθηση των χρηματοδοτικών πόρων για την ανάπτυξη που προέρχονται από όλες τις δυνατές χρηματοδοτικές πηγές / εργαλεία και όχι μόνο τα Διαρθρωτικά Ταμεία.
Θα εστιάσω στο τρίτο (γ) σημείο ανωτέρω, επειδή πιστεύω ότι η έλλειψή του στερεί το μηχανισμό παρακολούθησης της αναπτυξιακής διαδικασίας από:
(1) την πλήρη και συστηματική καταγραφή όλων των δυνητικών χρηματοδοτικών πόρων που μπορούν να αξιοποιηθούν για την ανάπτυξη της οικονομίας,
(2) την οριζόντια επεξεργασία των δυνατοτήτων, αδυναμιών και προβλημάτων που διαπιστώνονται στη διαχείριση των εν λόγω πόρων και
(3) την υιοθέτηση των απαραίτητων πολιτικών και μέσων για την βελτίωση της προστιθεμένης αξίας τους στο συνολικό αναπτυξιακό αποτέλεσμα.
Β. Κατηγορίες και διάρθρωση χρηματοδοτικών πηγών για την ανάπτυξη:
Όπως γνωρίζουμε, οι πόροι για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας προέρχονται ή δύνανται να προέρχονται από δύο (2) βασικές κατηγορίες χρηματοδοτικών πηγών, από δύο (2) «δεξαμενές», θα έλεγα απλούστερα:
Η πρώτη κατηγορία (1η «δεξαμενή») περιλαμβάνει πρωτίστως τα 7ετή Εταιρικά Σύμφωνα Πλαισίων Ανάπτυξης, τα γνωστά μας ΕΣΠΑ (συγχρηματοδοτούμενο ΠΔΕ), τον κρατικό προϋπολογισμό (εθνικό ΠΔΕ) και τον Αναπτυξιακό Νόμο, τα οποία τροφοδοτούνται αμέσως ή εμμέσως από τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά Ταμεία.
Η δεύτερη κατηγορία (2η «δεξαμενή») περιλαμβάνει περισσότερες δυνητικές χρηματοδοτικές πηγές/εργαλεία, με εξίσου σημαντικούς πόρους, οι οποίοι δεν προέρχονται από τα Διαρθρωτικά Ταμεία, αλλά, ενδεικτικά από:
- Προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία εκπονούνται απευθείας από Διευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (πχ «Horizon»).
- Την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (EIB).
- Την Eυρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (ΕBRD).
- Λοιπά Επενδυτικά Ταμεία και Χρηματοπιστωτικούς Φορείς/Οργανισμούς, στο πλαίσιο κυρίως της μόχλευσης των δημοσίων επενδυτικών κεφαλαίων.
Με βάση εκτιμήσεις από τα υπάρχοντα δεδομένα προκύπτει ότι από τις παραπάνω χρηματοδοτικές πηγές μπορούν να εισρεύσουν για την ανάπτυξη της οικονομίας ποσά ύψους 12-15 δισ. ευρώ.
Στην ίδια κατηγορία χρηματοδοτικών πηγών, δηλαδή, στην «2η δεξαμενή», εντάσσονται λογικά και οι πόροι – «μπαζούκα», οι οποίοι αποφασίστηκαν πρόσφατα από την Ε.Ε, για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από την πανδημία του COVID-19 στις οικονομίες των κρατών – μελών. Δηλαδή:
- Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, για τη χρηματοδότηση στρατηγικής σημασίας δημόσιων υποδομών καθώς και ιδιωτικών επιχειρήσεων που επλήγησαν από την κρίση του COVID-19 (σύμφωνα με τα δεδομένα στοιχεία θα κατανεμηθούν στην Ελλάδα 32 δισ. ευρώ περίπου σε μια 7ετία).
- Το Πρόγραμμα «SURE», για την προστασία των θέσεων απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα (εκτιμάται η δυνατότητα εισροής 1,5 δισ. ευρώ περίπου).
- To Πρόγραμμα «EU4Health» για την Υγεία (εκτιμάται η δυνατότητα εισροής 9,4 δισ. ευρώ περίπου).
Στις παραπάνω πηγές μπορεί επίσης να προστεθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) με τη διάθεση στο τραπεζικό σύστημα της χώρας, μέσω QE, χαμηλότοκων δανείων ύψους 12 δισ. ευρώ περίπου.
Με άλλα λόγια, η Ελλάδα μπορεί να διεκδικήσει μέσα στα επόμενα χρόνια, ευρωπαϊκούς χρηματοδοτικούς πόρους ύψους 55 – 60 δισ. ευρώ, προερχόμενους μόνο από τις χρηματοδοτικές πηγές της 2ης «δεξαμενής», δηλαδή, εκτός αυτών των Διαρθρωτικών Ταμείων (ΕΣΠΑ κυρίως), εισροές, οι οποίοι για την περίοδο 2021-2027 υπολογίζονται σε 20-22 δισ. ευρώ. Συνολικά ποσά που προσεγγίζουν τα 75-80 δισ. ευρώ και από τις δύο «δεξαμενές», καλύπτοντας έτσι επαρκώς τις ανάγκες που χρειάζεται η οικονομία τα επόμενα χρόνια, για να επιτύχει το απαιτούμενο αναπτυξιακό σπιράλ.
Και το εύλογο ερώτημα που πιστεύω ότι ανακύπτει αυθόρμητα είναι πως η Ελλάδα θα κατορθώσει να διαχειριστεί τον «πακτωλό» των παραπάνω χρημάτων με τη μεγαλύτερη δυνατή διαχειριστική και κατ΄επέκταση αναπτυξιακή επιτυχία.
Για να δοθεί ακριβέστερα η διάσταση του σχετικού ερωτήματος – ζητούμενου θα πρέπει πρώτα να επισημανθεί μια σημαντική διαχειριστικής φύσεως διαφορά που υπάρχει μεταξύ των δύο παραπάνω κατηγορών χρηματοδοτικών πηγών («δεξαμενών»):
Ι. Στην πρώτη κατηγορία και ιδίως σε ότι αφορά τους συγχρηματοδοτούμενους πόρους του ΕΣΠΑ, η παρακολούθηση της διαχείρισης τους για την υλοποίηση των αναπτυξιακής φύσεως έργων, είναι σχεδιασμένη εξαρχής σε σταθερά και αυστηρά δομημένα κοινοτικά και εθνικά θεσμικά και κανονιστικά πλαίσια, βάσει των οποίων εφαρμόζονται με ενιαίο τρόπο οι διαδικασίες ωρίμανσης και υλοποίησης των συγχρηματοδοτούμενων δράσεων και έργων.
Την ευθύνη της παρακολούθησης της διαχείρισης των πόρων έχουν θεσμικά διαρθρωμένες εθνικές και περιφερειακές διαχειριστικές και ελεγκτικές δομές, η διοίκηση και λειτουργία των οποίων προβλέπεται στο Εθνικό Σύστημα Διαχείρισης και Ελέγχου, σύμφωνα με τους Κανονισμούς της ΕΕ και της εθνικής νομοθεσίας. Με τον τρόπο αυτό υπάρχει συνεχής, ολοκληρωμένη και οριζόντια παρακολούθηση της διαχείρισης των διαθέσιμων πόρων, δυνατότητα κρίσιμων διορθωτικών παρεμβάσεων όσον αφορά την απορροφητικότητά τους, καθώς και ολοκληρωμένη και σταθερή πλατφόρμα συνεχούς άντλησης πληροφοριών και στοιχείων για την αξιολόγηση των αναπτυξιακών αποτελεσμάτων τους.
ΙΙ. Αντίθετα, στη δεύτερη κατηγορία χρηματοδοτικών πηγών (2η δεξαμενή), οι οποίες είναι και περισσότερες και περισσότερο ανομοιογενείς σε σχέση με την πρώτη κατηγορία, οι πόροι αν και διοχετεύονται επίσης μέσω θεσμικών οργάνων της ΕΕ, δεν εντάσσονται σε ένα εθνικό, ενιαίο κανονιστικό πλαίσιο παρακολούθησης της διαχείρισής τους.
Δηλαδή, δεν υπάρχει ο απαραίτητος συμβατικός/δεσμευτικός χαρακτήρας ρύθμισης και παρακολούθησης: α) των διαδικασιών συντονισμού και διοίκησης τους (επάρκεια οργανωτικής διαχείρισης), β) της ποσοτικής παρακολούθησής τους (ικανότητα απορρόφησής τους) και γ) της ποιοτικής παρακολούθησής τους (αξιολόγηση της προστιθέμενης αξίας τους στην αναπτυξιακή διαδικασία).
Έτσι, μέχρι σήμερα, η αξιοποίηση των χρηματοδοτικών πηγών της δεύτερης κατηγορίας έχει διαδικαστικά προαιρετικό χαρακτήρα, εναπόκειται, δηλαδή, ουσιαστικά στην αποφασιστικότητα, την κινητικότητα και την ετοιμότητα που θα επιδείξουν, με δική τους πρωτοβουλία, μεμονωμένοι δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς υλοποίησης έργων και ωφελούμενοι αυτών. Όμως, με αυτό τον τρόπο, παράγοντες, όπως:
- ο απαιτούμενος συντονισμός και η παρακολούθηση της διαχείρισή των πόρων,
- η εξασφάλιση της απαραίτητης συμπληρωματικότητας τους με αυτούς της πρώτης «δεξαμενής» (ΕΣΠΑ, Αναπτυξιακός, κλπ),
- η επίτευξη περισσότερων και καλύτερων συνεργειών μεταξύ των δυνητικών δικαιούχων και ωφελούμενων των χρηματοδοτικών εισροών συνολικά και η αποφυγή της σποραδικότητας στη διάθεση τους,
- η μεγιστοποίηση της μόχλευσης επενδυτικών κεφαλαίων,
- η λειτουργικότερη και ορθολογικότερη κατανομή των πόρων περιφερειακά και τοπικά,
δεν λαμβάνονται υπόψη ex officiο, και συνεπώς δεν συνυπολογίζονται συστηματικά και ολοκληρωμένα στις δυνατότητες ενίσχυσης του αναπτυξιακού αποτελέσματος.
Γ. Διαμόρφωση συνθηκών ενίσχυσης της διαχειριστικής αποτελεσματικότητας:
Συνεπώς, κατά την άποψή μου, απαιτείται η διαμόρφωση συνθηκών ολοκληρωμένης καταγραφής, σφαιρικής παρακολούθησης και ορθολογικής επεξεργασίας της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας του συνόλου των αναπτυξιακών πόρων που μπορεί η Ελλάδα να απορροφήσει από ΟΛΕΣ τις διαθέσιμες ευρωπαϊκές χρηματοδοτικές πηγές και των «2 δεξαμενών». Οι συνθήκες αυτές θα μπορούσαν να διαμορφωθούν με τους εξής κατά την εκτίμησή μου, τρόπους:
Ι) «Κτίζοντας» έναν ενιαίο κεντρικό μηχανισμό καταγραφής και παρακολούθησης της πορείας διαχείρισης και υλοποίησης ΟΛΩΝ των παραπάνω αναπτυξιακών εισροών, με στόχο τη μεγιστοποίηση:
α) των συνεργικού αποτελέσματος μεταξύ των φορέων υλοποίησης των έργων,
β) της συμπληρωματικότητας των πόρων και
γ) της αξιολόγησης της προστιθέμενης αξίας τους στη διαδικασία του αναπτυξιακού αποτελέσματος.
Τεχνικά, τα παραπάνω προϋποθέτουν τις εξής εναλλακτικές λύσεις: (1) τη δημιουργία ενός νέου ευέλικτου συστήματος παρακολούθησης (monitoring system) αποκλειστικά της διαχείρισης των πόρων της «2ης δεξαμενής», εφάμιλλου όμως στη δομή και τη φιλοσοφία του με αυτό του σημερινού Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος ΕΣΠΑ (ΟΠΣ ΕΣΠΑ) και με δυνατότητες επιχειρησιακής και λειτουργικής διασύνδεσής τους, είτε (2) την απαραίτητη επιχειρησιακή και λειτουργική αναβάθμιση του σημερινού ΟΠΣ ΕΣΠΑ, ώστε να μετατραπεί σε ενιαίο μηχανισμό παρακολούθησης, διαχείρισης και αξιολόγησης του συνόλου των αναπτυξιακών χρηματοδοτικών εισροών. Κάθε μια από τις δύο παραπάνω τεχνικές επιλογές συγκεντρώνει ασφαλώς πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, τα οποία απαιτούν εξειδικευμένη αξιολόγηση.
ΙΙ) Δημιουργώντας, ως βασικό συμπληρωματικό εργαλείο στο (Ι) ανωτέρω, έναν ενιαίο κεντρικό κόμβο–δίκτυο (ηλεκτρονικό portal) διαρκούς διάχυσης πληροφόρησης σχετικά με τα διαθέσιμα ευρωπαϊκά αναπτυξιακά χρηματοδοτικά εργαλεία, προερχόμενα από ΟΛΕΣ τις δυνητικές κατηγορίες χρηματοδοτικών πηγών.
ΙΙΙ) Συνδυάζοντας επιχειρησιακά την ισχύουσα Αναπτυξιακή Διάρθρωση στα 13 Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα (ΠΕΠ), με μια καινοτόμο Αναπτυξιακή Γεωφυσική Διάρθρωση, με βάση την οποία τα 13 ΠΕΠ (χωρίς καμία μεταβολή του status τους) μπορούν να συγκροτήσουν ταυτόχρονα τέσσερεις (4) διακριτές Αναπτυξιακές Γεωφυσικές Ενότητες (ΑΓΕ): Τη Βορειοανατολική, τη Βορειοδυτική, τη Νοτιοανατολική και τη Νοτιοδυτική. Η προτεινόμενη Αναπτυξιακή Γεωφυσική Διάρθρωση συγκεντρώνει τα εξής σημαντικά πλεονεκτήματα:
- Επιτυγχάνεται εξ αρχής μεγάλη συγκέντρωση χρηματοδοτικών πόρων σε κάθε μία από τις Αναπτυξιακές Γεωφυσικές Ενότητες, δεδομένου ότι σε αυτές συγκεντρώνονται οι προϋπολογισμοί 3-4 κατά περίπτωση ΠΕΠ που μπορούν να σωρευτούν από ΟΛΕΣ τις δυνητικές κατηγορίες χρηματοδοτικών πηγών (δεξαμενές) για την ανάπτυξη, δημιουργώντας έτσι συνθήκες αυξημένης χρηματοδοτικής επάρκειας.
- Αποτέλεσμα του (1) ανωτέρω είναι ότι δίνεται η δυνατότητα υλοποίησης μεγάλης κλίμακας διαπεριφερειακών έργων, με τα οποία καλύπτονται στρατηγικής σημασίας αναπτυξιακές ανάγκες των Περιφερειών που απαρτίζουν την κάθε ΑΓΕ. Έργα σε όλους τους τομείς της οικονομίας, πρωτίστως σε όσους παρουσιάζουν ανά ΑΓΕ συγκριτικά πλεονεκτήματα. Για παράδειγμα: Έργα στο Τομέα των Μεταφορών, όπως μεγάλοι οδικοί άξονες, έργα στο Τομέα της Ενέργειας, όπως η αξιοποίηση των ΑΠΕ ή έργα αφαλάτωσης, έργα στον Πρωτογενή Τομέα, όπως η προώθηση των εξαγωγών ομοειδών αγροτικών προϊόντων, έργα στο Τομέα του Περιβάλλοντος, όπως η προστασία των θαλασσίων υδάτων και του δασικού πλούτου καθώς και η ολοκλήρωση μεγάλων αποχετευτικών δικτύων, έργα στους Τομείς του Τουρισμού/Πολιτισμού, όπως η κατασκευή μαρίνων διεθνών προδιαγραφών, η διενέργεια διεθνούς εμβέλειας κοινών πολιτιστικών δρώμενων και λοιπά.
- Ενισχύεται η συνέργεια, η συνοχή, η συμπληρωματικότητα και ο συντονισμός των αναπτυξιακών πράξεων, μεταξύ των 13 Περιφερειακών Διοικήσεων και αυξάνεται η πολλαπλασιαστική επίδραση στην αναπτυξιακή διαδικασία, εξασφαλίζονται συνθήκες οικονομιών κλίμακας, αυξάνεται η αποδοτικότητα των επενδυτικών πόρων και μειώνεται το διαχειριστικό κόστους τους.
- Δημιουργούνται οι συνθήκες για την προσέλκυση επενδυτικών πρωτοβουλιών, μέσω της μόχλευσης δεδομένου ότι διευρύνονται οι δυνατότητες συνεργασίας δημόσιων και ιδιωτικών φορέων σε κάθε Αναπτυξιακή Γεωφυσική Ενότητα.
-
Ενισχύεται η δυνατότητα της σφαιρικής παρακολούθησης της υλοποίησης και της διαχείρισης του συνόλου των αναπτυξιακών περιφερειακών δράσεων /έργων και των διαθέσιμων για αυτές χρηματοδοτικών πόρων, στο πλαίσιο του προτεινόμενου παραπάνω (βλέπε Ι) ενιαίου συστήματος παρακολούθησης.
Eπισημαίνεται, ότι οι Αναπτυξιακές Γεωφυσικές Ενότητες δεν συνεπάγονται κάποια μεταβολή στην υπάρχουσα διοικητική δομή των 13 Διοικητικών Περιφερειών. Αντίθετα, ενισχύεται η διαπεριφερειακή συνεργασία ιδιαίτερα μεταξύ των όμορων Περιφερειών και διευκολύνεται η υλοποίηση των αναπτυξιακών πράξεων όπου διαπιστώνεται δυσκολία στον επιμερισμό του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου τους.
Η υλοποίηση της τρίτης αυτής πρότασης (ΙΙΙ) είναι σαφώς πιο σύνθετη και απαιτητική στην εφαρμογή της από τις (Ι) και (ΙΙ) παραπάνω. Εκτιμάται όμως ότι προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα, τα οποία με την κατάλληλη κεντρική υποστήριξη μπορούν να ενισχύσουν την αποτελεσματικότητα της διαχείρισης των χρηματοδοτικών πόρων και να πολλαπλασιάσουν το αναπτυξιακό αποτέλεσμα.
ΙV) Για όλα τα παραπάνω απαιτείται a priori o βέλτιστος δυνατός κυβερνητικός Συντονισμός, ο οποίος δυστυχώς έχει αποδειχτεί γενικά ελλειμματικός στη διάρκεια υλοποίησης όλων των προηγούμενων Αναπτυξιακών Προγραμματικών Συμφώνων Ελλάδας – Ευρωπαϊκής Ένωσης,. Συνεπώς, είναι προφανές ότι πρέπει να δοθεί τεράστια βαρύτητα σε αυτόν τον τομέα.
Για τον Συντονισμό των Εθνικών και Περιφερειακών Αναπτυξιακών Προγραμμάτων της χώρας έχει πράγματι καταβληθεί διαχρονικά σοβαρή και φιλότιμη προσπάθεια από το εκάστοτε Υπουργείου Ανάπτυξης, με σκοπό την καλύτερη δυνατή οργάνωση και κατανομή των συγχρηματοδοτούμενων πόρων, την παρακολούθηση της υλοποίησης των προγραμμάτων/πράξεων και τη διαχείρισή τους.
Παρόλα αυτά, παρατηρούνται διαχρονικά τρείς (3) σημαντικές επιχειρησιακές αδυναμίες:
Πρώτον, ο Συντονισμός ασκείται κυρίως με τη λογική της επιτυχημένης διεκπεραίωσης της συμβατικής υποχρέωσης της χώρας απέναντι στην ΕΕ, με κυρίαρχο κριτήριο την ποσοτική απορρόφηση των χρηματοδοτικών εισροών, αντί της μέγιστης δυνατής συμβολής τους στο αναπτυξιακό αποτέλεσμα.
Δεύτερον, στη κατανομή των αναπτυξιακών πόρων, κυριαρχεί η ισορροπητική λογική της διατήρησης των συμφωνημένων ποσοστιαίων αναλογιών μεταξύ των Κεντρικών και Περιφερειακών Φορέων Διαχείρισης, σε βάρος της βαρύτητας που πρέπει να δώσει η χώρα στις κατά περίπτωση αναπτυξιακές ανάγκες της.
Τρίτον, η παρακολούθηση της υλοποίησης και της διαχείρισης των συγχρηματοδοτούμενων έργων γίνεται, χωρίς την εφαρμογή της απαραίτητης Αρχής της Διαχείρισης Έργου (project management), με ό,τι αυτή συνεπάγεται σε επίπεδο ατομικής ή συλλογικής υπευθυνότητας, καταστρατήγησης χρονοδιαγραμμάτων, απώλειας πόρων, κλπ.
Η πρώτη σοβαρή επίπτωση από την ύπαρξη των παραπάνω αδυναμιών αφορά την παρακολούθηση της υλοποίησης της αναπτυξιακής στρατηγικής της χώρας. Αντί αυτή να αποτελεί ύψιστη συντονιστική προτεραιότητα, ασκούμενη στο ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο, για λόγους κύρους και διασφάλισης συνθηκών αυξημένης συνεκτικότητας και επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας, διενεργείται με χαρακτήρα σχεδόν συλλογικής ευθύνης μεταξύ των Φορέων Προγραμματισμού, Υλοποίησης και Διαχείρισης, με έντονα γραφειοκρατικά στοιχεία και αντικρουόμενους συχνά στόχους.
Ο κατακερματισμός των χρηματοδοτικών πόρων για την ανάπτυξη είναι η δεύτερη σοβαρή επίπτωση από τις παραπάνω αδυναμίες, με τις εξής παρενέργειες:
1) προκύπτει συχνά ανεπάρκεια χρηματοδότησης για την ολοκλήρωση στρατηγικής σημασίας μεγάλων έργων εντός ανταποδοτικά ώριμου αναπτυξιακού χρόνου και έτσι προκύπτει η ανάγκη αναζήτησης πρόσθετων ποσών από επόμενες προγραμματικές περιόδους σε βάρος ασφαλώς άλλων αναπτυξιακών αναγκών,
2) υλοποιούνται κατά βάση μικρής έως μεσαίας κλίμακας έργα, συνήθως ανώριμα, με τελικά περιορισμένη προστιθέμενη αξία στο αναπτυξιακό αποτέλεσμα,
3) επιτυγχάνεται μειωμένη μόχλευση, καθώς ώριμες επενδυτικές πρωτοβουλίες σκοντάφτουν στην μειωμένη ανταποδοτικότητα των έργων, η οποία σε συνδυασμό με την εκπρόθεσμη υλοποίησή τους «παγώνει» το επιχειρησιακό και οικονομικό ενδιαφέρον τους.
Το παραπάνω κορυφαίο σε σημασία συντονιστικό κενό οφείλει να καλύψει με αποφασιστικότητα και γενναίες οργανωτικές μεταρρυθμίσεις η Κυβέρνηση προκειμένου επιτύχει τον ύψιστο βαθμό διαχειριστικής αποτελεσματικότητας και κατ’ επέκταση το βέλτιστο αναπτυξιακό αποτέλεσμα. Μακάρι να καταφέρει και τη συναίνεση της Αντιπολίτευσης.
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr