Κάρπαθος - 1951: «Έγινε φόνος, τον σκότωσε, τον καθάρισε μόλις ξεμπάρκαρε, η χώρα πνίγηκε στο αίμα» - Ένα φονικό που έγινε και ένα που δεν έγινε
Στο κατάστρωμα στέκει ολομόναχος ο Γιώργης...
Καλοκαίρι του 1951, η κάψα έχει πιάσει από νωρίς. Το παπόρι ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑ ήταν παραφορτωμένο με ζώα, μπαούλα και ταλαίπωρους ανθρώπους. Όλα μαζί, ταξιδεύουν με το ριμαδιασμένο ατέλειωτο δρομολόγιο της άγονης γραμμής. Δρόμος ανηφορικός και κακοτράχαλος, γεμάτος καθυστερήσεις κι ατέλειωτα σκαμπανεβάσματα.
Στο κατάστρωμα στέκει ολομόναχος ο Γιώργης. Κατεβάζει τον καπνό και αναστενάζει, την ίδια στιγμή ο ήλιος ρίχνει τις τελευταίες λοξές ματιές στις φτωχογειτονιές του Πειραιά και τις αποχαιρετά. Κάνει την εργατούπολη να κοκκινίζει, να λαμποκοπά, σα να ντρέπεται για κάτι αόριστα πρόστυχο. Όμως ο κουστουμαρισμένος, μουστακαλής τριαντάρης, μοιάζει να μην βλέπει τίποτε μπροστά του, γράφει ο Μανώλης Δημελλάς στα karpathiakanea.gr.
Τον ξυπνά ένα πελώριο βαρύ χέρι, που του χαϊδεύει φιλικά τη πλάτη.
Ένας σχεδόν συνομήλικος συντοπίτης, αναγνωρίζει την κορμοστασιά, το εργατικό σουλούπι του και δίχως χασομέρι ξεκινά, αρχίζει τη πάρλα, για τα περασμένα μεγαλεία τους.
Φίλοι, συμμαθητές από τα μικρά τους, και οι δυο παράτησαν τα σχολειά και ταξίδεψαν χιλιόμετρα μακριά από το τόπο τους. Από πιτσιρικάδες ξεχάσαν μητρικά χαϊδέματα και τα ατέλειωτα αυτοσχέδια παιγνίδια στα δώματα του χωριού. Βιοπάλη, με το μηνιάτικο ταΐζαν ολόκληρες φαμίλιες στο νησί.
Έβγαλε ο Γιώργης το καπνό, κρατούσε τα ροζ χαρτάκια, εκείνα που θέλαν βενζινόκολλα για να πιάσει το τσιγάρο.
Το βαπόρι έκανε μια πίσω, ταρακούνησε, σα να φάνηκε στα γύρω πρόσωπα η ανακούφιση, επιτέλους ξεκινούσε το ταξίδι. Πάνω στη μπουρού του πλοίου, ο φίλος του πέταξε νευρικά,
-Γιώργη, πάω να τον καθαρίσω, είναι για τη τιμή της αδερφής μου…
Τα τελευταία λόγια χάθηκαν πάνω στη βαβούρα και το ποδοβολητό του καταστρώματος, μονάχα οι κότες, που σερνε μια μαυροφόρα γυναίκα, αναστατώθηκαν από το συριγμό του πλοίου.
Δεν περίμενε σινιάλο, ξεκίνησε να περιγράφει το ζόρι της ψυχής του. Μιλούσε για τη μονάκριβη αδελφή του, αλλά και τον αγώνα που έδινε, χρόνια ολόκληρα, για να καταφέρει να την προικίσει, να βρεθεί ένα παλικάρι, να την παντρευτεί.
Έπειτα να ΄ρθει, η δική του σειρά, κάτι είχε κατά νου, όλο και κάποια ζαχάρωνε. Όμως μόνο στο μυαλό και με τα μάτια, γιατί η υπόθεση δε σήκωνε απλωτές και παραπάνω πράματα, αφού στο άψε-σβήσε γίνεσαι ρεντίκολο.
Αν θέλεις να τιμάς τα παντελόνια, κρατάς πρώτα το δικό σου μέτωπο καθαρό κι ας έχεις μια ψυχή ζαρωμένη σα σταφίδα, από τους πόνους.
Τίποτε δεν θα μάθαινε η κοινωνία, έλα όμως που έτρεξε η κοπέλα σε γιατρούς και το μυστικό μαθεύτηκε, έκανε τον τόπο να βουίξει.
Δεν άντεχε πια, από τα λόγια και τις μισοφανερές κουβέντες, το πήρε απόφαση, θα πάει να ξεπλύνει με αίμα, το λεκέ στο όνομα της φαμίλιας του.
Ο Γιώργης είχε κατεβάσει τα μάτια, έδειχνε να κρατά την αναπνοή του, γύρισε με μάτια κατακκόκινα και φορτωμένα από δάκρυα, που δεν έλεγαν να βγουν, δάκρυα που μένα πίσω και χύνονταν ποτάμι μέσα στο μυαλό του.
Ξεκίνησε το δικό του, προσωπικό δράμα, που δεν ήταν και πολύ ξεχωριστό από εκείνο του φίλου του.
Από τον περασμένο μήνα είχε κάμει μερικές λιρίτσες, όλο το μικρό κομπόδεμα, και το έστειλε στη έρημη μάνα του, ψώνισε και ένα καλό κουστούμι, θα κατέβαινε στους γάμους της αδελφής του. Δεν πολυσυμπαθούσε τον γαμπρό, είχαν δουλέψει μαζί στα νταμάρια και δεν του φαινόταν ντόμπρος ούτε και μπεσαλής.
Καλύτερα να του έβγαινε το μάτι, μα δεν ήταν ψέμα η διαίσθηση.
Ο αρραβωνιάρης, που μπαινόβγαινε σπίτι τους κοντά τρεις μήνες, κοιμόταν πάνω στο σοφά και κρατούσε σφιχτά, από το χέρι την αδερφή του στα σοκάκια, προχτές πήγε στα κρυφά και το κάθαρμα παντρεύτηκε με αντάλλαγμα ένα τσουβαλάκι λίρες.
Ο Γιώργης, άνοιξε το σακάκι, έβγαλε έναν μεγάλο, δίκοχο μαχαίρι, η θήκη μύριζε φρέσκο δέρμα, χειροποίητο σεβρό.
-Και εγώ, θα τον σφάξω, τέλειωσε το πανηγύρι του.
Στο υπόλοιπο ταξίδι, δεν ξαναμίλησαν για το μαύρο μέλλον, στριφογύρισαν στο παρελθόν, τα παιδικά τους, τα χρόνια που χοροπηδούσαν στα βουνά σα τα κατσίκια, τότε που πέταγαν σα γλάροι πάνω από τη θάλασσα κι όλα τα όνειρα ήταν φορτωμένα ελπίδα κι ήταν τόσο, μα τόσο χρωματιστά.
Νύχτωσε πια, μόνο τις κάφτρες από τα τσιγάρα έβλεπες στα στόματα τους, το αγιάζι έφερνε κάθε τόσο χτυπήματα από αλάτι στο πρόσωπο, οι μαθημένοι νησιώτες, κάναν χάζι με τις ριπές του ανέμου, μισοκορόϊδευαν τον Ποσειδώνα, που τα βράδια του Ιούλη δεν είχε κουράγια κι αποκαμωμένος, κοιμόταν, γαλήνευε η θάλασσα και το ταξίδι δεν κρατούσε κόντρα, ούτε ένα τόσο δα τσαγανό.
Κάποτε ξημέρωσε, το πλοίο μπαινόβγαινε στα μικρά λιμάνια, οι λάτζες έπαιρναν τους ταξιδιώτες στους τόπους τους και οι δύο φίλοι, αποφασισμένοι και γαλήνιοι, περίμεναν τη δικιά τους σειρά.
Δεν έγινε αποχαιρετισμός, μόνο κοιτάχτηκαν στα μάτια, σαν να έλεγαν πως κάπου, κάποτε, θα ξαναβρεθούν και μάλιστα πολύ σύντομα.
Ο Γιώργος πήγε γραμμή στο πατρικό, στο σπίτι που ζούσε η μάνα με την αδελφή του. Σκληρό το ρεζιλίκι, δεν είχε υποδοχές, ούτε γλυκόλογα, ήξεραν γιατί κατέβηκε, ήξεραν πως κάτι θα έλεγε στον γαμπρό, που τους πρόδωσε και την κοπάνησε.
Όσο στεκόταν μέσα στο μεγάλο σπίτι, έβγαλε το σακάκι κι έμεινε με το λευκό πουκάμισο, ιδρωμένος, έσταζε από την αγωνία, ένιωσε τη ζέστη να καίει, να τσουρουφλίζει από μέσα, όλο το κορμί, μα σίγουρα δεν ήταν η ζέστη της ημέρας.
Όταν, στα ξαφνικά, χτυπούσε σα θεοπάλαρη η καμπάνα του χωριού. Πετάχτηκε στα γρήγορα και έτρεξε προς τα κάτω. Όσο έτρεχε προς το δρόμο άκουγε τις κουβέντες, ενώ έβλεπε τα απορημένα και τρομαγμένα πρόσωπα των γειτόνων.
Έγινε φόνος… τον σκότωσε… τον καθάρισε μόλις που ξεμπάρκαρε…η χώρα πνίγηκε στο αίμα…
Ο Γιώργης δεν άργησε να μάθει τα τραγικά νέα, του συνταξιδιώτη του.
Εκείνος μόλις βγήκε από το πλοίο, πήρε τη στράτα για το μεγάλο καφενείο, μπήκε μέσα αμίλητος, έβγαλε το πιστόλι και άδειασε τις σφαίρες, σχεδόν εξ επαφής.
Στη συνέχεια ο δράστης έβαλε το πιστόλι στη μέσα θήκη από το σακάκι του και περπάτησε ήρεμα, μέχρι το αστυνομικό τμήμα, όπου και παραδόθηκε.
Ο Γιώργης χλόμιασε, μόλις είχε καταλάβει, δεν ήταν έτοιμος να αφαιρέσει μια ζωή, ήδη ένα φονικό είχε γίνει στον τόπο.
Είχε πια δικαιολογία, δεν σηκώνει το νησί δεύτερο φόνο. Γύρισε ανακουφισμένος από την απόφαση του, έβγαλε το κοφτερό μαχαίρι από το σακάκι και το φύλαξε, μέσα-μέσα στο δεύτερο συρτάρι, εκεί στο παλιό σερβάν της μάνας του.
Εκείνη του είπε καλύτερα να φύγει, δεν υπήρχε λόγος να στέκει στο νησί.
Να πάρει το πρώτο καΐκι για τη Ρόδο ή την Κρήτη και να γυρίσει στα μεγάλα και άγνωστα, μα τόσο φιλόξενα στενά της πρωτεύουσας.
Μέσα στην τραγικότητα των στιγμών, με το δολοφόνο να μεταφέρεται για δίκη στη Ρόδο και τα κλάματα να γίνονται οργή και ξέσπασμα, η αδερφή του Γιώργη, είναι η μόνη που λυσσομανά, από τα νεύρα.
Λίγες μέρες αργότερα, παραφυλά και τσακώνει ολομόναχη, τη καινούρια γυναίκα, του πρώην αρραβωνιαστικού της. Εκείνη επιστρέφει ανέμελη από τα χωράφια, δεν αργεί την μουντάρει τη πετά κάτω, αρχίζει το ξύλο, και σταματά να την χτυπά, μόνο όταν τα χέρια της αρχίζουν να τη πονούν, όσο για τη νύφη, εκείνη πάει στην εκκλησιά μαύρη κι αγνώριστη από τα χτυπήματα.
Οι δύο φίλοι δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ, το έγκλημα ξεχάστηκε, και το όνομα του φονιά έμεινε να τρομάζει τα μικρά παιδιά στα λάθη τους.
Όσο για τη τιμή, την αξιοπρέπεια και το όνομα, μην λογαριάζεις πολλά.
Ιστορίες παλιές που άλλαξαν ρότα, όπως οι χρυσές λιρίτσες που γινήκαν χάρτινα, ψεύτικα ξενικά νομίσματα που ξεπλένουν ακόμη πιο εύκολα και πολύ πιο σύντομα κάθε στραβωμάρα μας.
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr