Φώτης Γιαγκούλας: Ο διαβόητος λήσταρχος του 20ου αιώνα - Σκότωσε πάνω από 40 ανθρώπους - ήταν ωραίος , λεβέντης , είχε 5 ερωμένες & μια επίσημη (φωτό - βίντεο)

Ο λήσταρχος Γιαγκούλας που έγινε ο φόβος κι ο τρόμος του Ολύμπου...

Ο Φώτης Γιαγκούλας  ήταν θρυλικός Έλληνας λήσταρχος από το χωριό Μεταξάς Κοζάνης.

Ο Γιανκούλας ήτο ένας νέος , ηλικίας 27-30 ετών , άγαμος ,πρώτου αναστήματος, εύσωμος και στιβαρός με μαλλιά ξανθά και μεγάλα μέχρι του αυχένος ,γενειάδα μετρία, όμορφος, λεβέντης, μορφή και συμπεριφορά ευγενική (ασχέτως του ληστρικού καθήκοντος) θαρραλέος, τολμηρός και άριστος σκοπευτής. 

[Καταγραφή διηγήσεων από τη Judith König]

«Ποιος είναι ο Γιαγκούλας;» ρώτησα εγώ που από περιέργεια είχα πλησιάσει αρκετά.

«Δεν άκουσες ποτέ γι' αυτόν το ληστή;»

με ρώτησε ο Μήτσος και με κοίταζε κάπως περίλυπα κάτω από το  πηλήκιο του.

«Όχι, ζει ακόμη;»

«Το κεφάλι του βρίσκεται στο Μουσείο  στην Αθήνα».

Ο Μήτσος δίνει δύο δραχμές στο Γιώργο και παίρνει τη φωτογραφία.

«Πού βρήκες τη φωτογραφία;» ρωτάω το φωτογράφο. «Την τράβηξα από μια παλιά φωτογραφία που έχει ο αδερφός του Γιαγκούλα. Ζει στο Πολύραχο, θα αγοράσεις μία;»

Μερικές μέρες αργότερα, καθόμαστε με την Αγγελική στο κέντρο στο Πολύραχο. Τα νοικιασμένα μας άλογα τα δέσαμε στην αυλή και πήγαμε να καθήσουμε στο καφενείο. Έκανε κρύο και μαζευτήκαμε όλοι γύρω από τη σόμπα. Πίνοντας τούρκικον καφέ, ακούγαμε το γέρο να μας διηγείται. 

Ο Κωνσταντίνος, ο αδελφός του Γιαγκούλα μας αφηγούνταν από τη ζωή του αδελφού τουτου Φώτη. Με την πρώτη ματιά ο ψηλός ασπρομάλλης γέρος μέσα στη σκούρα υφαντή φορεσιά του δεν είχε κα­μιά ομοιότητα με το νεαρό ληστή της φωτογραφίας. Άν παρατηρούσε όμως κανείς το πρόσωπο του, θα έβρισκε σ' αυτό πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Στο χέρι του κρα­τούσε ένα ξυλόγλυπτο μπαστούνι, που ήταν στολισμένο με ένα φίδι που κατασπαράζει ένα απροστάτευτο περιστέρι.

«Νομίζω ότι ο αδελφός μου ο Φώτης, γεννήθηκε 1900. Εγώ ήμουν έξι χρόνια μεγαλύτερος και γεννήθηκα περίπου το 1894. Στην ηλικία των δεκαέξι χρόνων ξεκίνησε  τη ζωή του ληστή.

Ήταν κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου μια περίοδο που έκλεβαν συχνά πρόβατα, γαϊδούρια και άλογα. Εάν πιανόταν οι κλέφτες έπρεπε να πληρώσουν μεγάλη ποινή. Πιο σκληρός ο νόμος όταν έκλεβαν άλογα. Μεγαλώσαμε στο Μεταξά στη γειτονιά μας όμως έμεναν μερικοί άνθρωποι που δε βλέπανε με καλό μάτι την οικογένεια μας.

Όταν λοιπόν, χάθηκαν δυο άλογα από τη βοσκή, ορι­σμένοι απ' αυτούς κατηγόρησαν στο δικαστήριο τον α­δελφό μου ότι τα είχε κλέψει. Έτσι θέλανε να ντροπιά­σουν την οικογένεια μας.

Ήξερα καλά το Φώτη και ήξερα ότι δεν το είχε κάνει αυτός. Παρ' όλα αυτά τον πιάσανε και τον οδήγησαν στη Λάρισα. Τέσσερις μήνες έμεινε εκεί στη φυλακή και τότε με ειδοποίησε η αστυνομία για 1.000 δραχμές, μπορού­σα να τον βγάλω μέχρι να γίνει το δικαστήριο. Αμέσως πήγα με τα χρήματα και τον έβγαλα από τη φυλακή. Αλλά ο Φώτης δεν ήθελε να ξαναγυρίσει μαζί μου στο Μεταξά φοβόταν μήπως τον καταδικάσουν, ενώ ήταν α­θώος και έτσι άρχισε η περιπλάνηση του». «Πότε σκότωσε τον πρώτο άνθρωπο;» «Περίπου ένα χρόνο μετά τη φυγή του. Ζούσα τότε στο Πολύραχο, γιατί το κορίτσι που είχα σ' αυτό το διάστημα παντρευτεί, είχε εκεί σπίτι.

Στο ίδιο χωριό ζούσε ένας φίλος του Γιαγκούλα που αγαπούσε την κόρη ενός γείτονα μας. Και το κορίτσι τον ήθελε για άντρα της, αλλά δε μπορούσε να κάνει τίποτα αφού αρνιόταν να τη δώσει ο πατέρας της, ο οποίος, σε καμιά περίπτωση δεν θα ενέκρινε αυτό το γάμο. Ο Γιαγκούλας λοιπόν, έλυσε ένα βράδυ για πάντα το πρόβλημα κόβοντας το κεφάλι του γέρου. Η αστυνομία σύντομα εξακρίβωσε το δράστη και αφού δεν μπορούσε να τον πιάσει, συλλάβανε εμένα και με πήγανε στις φυλακές στην Κοζάνη.

Μετά από μερικούς μήνες έπρεπε να πάω με την συνοδεία ενός χωροφύλακα στο Πολύραχο, γιατί είχαν ανακαλύψει ότι ο Φώτης κρυβόταν εκεί σ' ένα σπίτι. Ο Πρόεδρος, ο παπάς, ο χωροφύλακας και ο Σούλιος ο αρχηγός της αστυνομίας στο Μεταξά με πήγανε στο μέρος όπου βρισκόταν ο Γιαγκούλας. Κατόρθωσαν να τον περικυκλώσουν και αφού ο αδερφός μου είδε ότι με είχαν πάει εμένα σαν όμηρο, παραιτήθηκε από τη σκέψη να χρησιμοποιήσει βία και παραδόθηκε γιατί δεν ήθελε να βάλει σε κίνδυνο τη ζωή μου. Αμέσως τον δέσανε και ο αρχηγός της αστυνομίας, ο Σούλιος, που μόνο εξαιτίας του πλούτου του βρισκόταν σ' αυτήν τη θέση είπε σαρκαστικά:

 

 

«Βγείτε όλοι έξω να τον σκοτώσω!»

«Τώρα που είναι δεμένος δεν αφήνω κανέναν να τον σκοτώσει», απάντησε ο χωροφύλακας και παρέμεινε. Ο Γιαγκούλας κοίταξε με μίσος τον Σούλιο στα μάτια και του είπε:

«Σε είκοσι χρόνια που θα βγω από τη φυλακή, θα έρ­θω και θα σου κόψω το κεφάλι!»

Τον πήγανε στις φυλακές στο νησί Αίγινα. Μετά όμως από δύο χρόνια θεώρησαν ότι οι φυλακές αυτές δεν ήταν πολύ ασφαλείς για το Γιαγκούλα και κάτω από δυνατή αστυνομική ακολουθία τον πήγανε στη Θεσ/νίκη. Όταν λίγο πριν τη γέφυρα Μπαμπά κοντά στη Λάρισα το τρέ­νο ελάττωσε την ταχύτητα του, ο Γιαγκούλας πήδηξε από το τρένο μαζί με τις βαριές του αλυσίδες. Οι χωροφύλακες από την έκπληξη τους έμειναν να τον παρακολουθούν και να μην κάνουν τίποτε. Ο Φώτης λοιπόν, κουβά­λησε τις αλυσίδες του όλον τον μακρύ δρόμο μέχρι τα Σέρβια, όπου εκεί τις έκοψε ένας σιδεράς, τον οποίο αργότερα αντάμειψε πλούσια.

Ο Κώστας έκανε ένα μικρό διάλειμμα για να πιει λίγο από τον καφέ του, όταν ξαφνικά καταλάβαμε ότι δεν ήμασταν πλέον δύο άτομα που τον ακούγαμε. Είχαν μαζευτεί όλοι οι επισκέπτες του καφενείου γύρω μας για να ακούσουν τις ιστορίες του Γιαγκούλα.

Δυστυχώς όμως, τώρα ο Κώστας θεώρησε ότι είχε έρθει η ώρα να μας πάει και στο σπίτι του και σηκωθήκαμε να φύγουμε.

Στο σπίτι μας περίμενε η γυναίκα του, που προσπαθούσε εκείνη την ώρα να ανάψει τη σόμπα και έτσι μας δινόταν εμάς η ευκαιρία να παρατηρήσουμε το χώρο γύρω μας.

«Αυτή είναι η μικρότερη μου κόρη, στον πόλεμο την είχαν πάει στην Ουγγαρία, όπου ζει τώρα και είναι παντρεμένη με έναν Έλληνα. Ίσως την επισκεφθώ φέτος.

Αυτή είναι η μεγαλύτερη μου κόρη, που ζει στα Σέρβια και εδώ και δεκαπέντε χρόνια είναι χήρα».

 

 

Ο Κώστας λέγοντας αυτά, μας έδειχνε τις φωτογραφίες που κρέμονταν στον τοίχο.

«Έχετε και εσείς μια φωτογραφία του Γιαγκούλα;», τον ρωτήσαμε.

Η γυναίκα του, έσκυψε αμέσως κάτω από το κρεβάτι και έβγαλε μια κορνιζομένη φωτογραφία. Αναγνωρίσαμε τη φωτογραφία που είχαμε δει στο φωτογράφο και το είπαμε στον Κώστα.

«Α ναι, ήρθε πριν από μερικές μέρες και με ρώτησε αν μπορούσα να τον βοηθήσω να βγάλει λίγα χρήματα. Εδώ είναι και οι φίλοι του Γιαγκούλα».

Μας έδειξε μια καρτ-ποστάλ όπου κάθονταν τέσσερις άγριοι άνδρες με μακριά μαλλιά, μουστάκια και ντουφέ­κια. Ο Κώστας μας έδειξε τον έναν απ' αυτούς, ο οποίος μ' αυτά τα μαλλιά και τα γένια έμοιαζε σαν ερημίτης.

«Αυτός είναι ο Θωμάς Καντάρας, ο οποίος το 1918 έ­σκαψε μια τρύπα στο κελί του στις φυλακές της Λάρισας και βγήκε στην τουαλέτα, απ' όπου και δραπέτευσε, έ­τσι βρέθηκε με το Γιαγκούλα.

Αυτοί οι τέσσερις συνεργάστηκαν μόνο τρία χρόνια με τον αδελφό μου, μετά αποκεφαλίστηκαν». «Ο Γιαγκούλας ήταν παντρεμένος;». «Μετά τη απόδραση του από το τρένο πήγε μια μέρα στο Μεταξά να ζητήσει ένα κορίτσι, που το αγαπούσε πολύ καιρό, την Ευαγγελία. Αλλά ο πατέρας της δεν ήθελε να τη δώσει σε ληστή κι έτσι ο Γιαγκούλας αναγκάστηκε να την απαγάγει. Την πήγε στη σπηλιά του που βρίσκεται σε δρόμο για την Ελασσόνα. Νομίζω ότι ο μοίραρχος Καφάσης, ο παλιός αστυνόμος στα Σέρβια, τους πάντρεψε εκεί επάνω. Ίσως να τον ξέρετε, μένει δί­πλα στην ταβέρνα του Παναγιωτίδη και πέρυσι έχασε το μοναδικό του γιο σε δυστύχημα».

«Ο Γιαγκούλας και η γυναίκα του είχαν μόνο αυτή τη σπηλιά για κατοικία;».

«Ναι. Από το λημέρι του μπορούσε να επιβλέπει το δρόμο για τη Λάρισα και εάν είχε διάθεση σταματούσε το αμάξι ενός πλούσιου ταξιδιώτη και του έπαιρνε ό,τι μπορούσε να του πάρει. Με τα χρήματα που έπαιρνε, βοηθούσε τους φτωχούς, προίκιζε φτωχά κορίτσια, βοη­θούσε μικρούς αγρότες στην αγορά ζώων και γης ή τα δώριζε στην εκκλησία.

Δυστυχώς, δεν ξέρω πολλά γι' αυτή την εποχή.

Μόλις δραπέτευσε από τη φυλακή, εμένα και την οικογένεια μου, μας στείλανε στην εξορία, για να μη μπορεί κανείς να τον βοηθήσει. Στη Σκόπελο ήμασταν τριάντα άτομα, οι υπόλοιποι εκατόν εβδομήντα των συγγε­νών μας ήταν σκορπισμένοι σε άλλα νησιά».

«Τι έγινε αλήθεια, με τον αρχηγό της αστυνομίας, που είχε απειλήσει;».

«Μετά τη φυγή του ο Γιαγκούλας κατέβαινε συχνά σε μικρά χωριά. Όταν μια μέρα πήγε στα Σέρβια συνάντη­σε τον Σούλιο, ο οποίος επέστρεφε στο σπίτι του στο Μεταξά. Ο Σούλιος στην αρχή δεν τον γνώρισε, γιατί είχε να τον δει τρία χρόνια».

Η γριά είχε επιτέλους ανάψει τη σόμπα και παρουσιάστηκε μπροστά μας μ' ένα φορτωμένο δίσκο που ανήκει εξίσου στα ελληνικά έθιμα της επίσκεψης, όπως το «καλώς ορίσατε».

Η Αγγελικά κι εγώ ήπιαμε στην υγεία του πεθαμένου ληστή και αρχίσαμε τα χίλια χρόνια που θα 'πρεπε να ζή­σουμε σύμφωνα με την ευχή της οικοδέσποινας μας, με ένα ποτηράκι γλυκό λικέρ. Μετά καταπιαστήκαμε μ' ένα ζαχαρωμένο σύκο, το γλυκό του κουταλιού που ξεγλι­στρούσε απ' το κουταλάκι, ήπιαμε μια γουλιά παγωμένο νερό και σκουπιστήκαμε με την ανάποδη του χεριού. Μόνο αφού ήπιε και ο Κώστας το τσίπουρο του, άρχισε να αφηγείται τη συνέχεια της σταματημένης ιστορίας.

«Ο Γιαγκούλας λοιπόν, είδε και αναγνώρισε το μισητό αστυνόμο, τον χαιρέτησε και την επόμενη στιγμή τον αποκεφάλισε. Μετά έβαλε το κεφάλι του στη μέση δρόμου και τοποθέτησε ένα σημείωμα επάνω στα μαλλιά  του, σ' αυτό εξηγούσε γιατί μίκραινε τη ζωή του Σούλιου. Το σημείωμα αυτό πρέπει να υπάρχει ακόμη στο δικαστήριο. Μετά από αυτό, άρχισε η αστυνομία να τον κυνηγάει πιο επίμονα. Μια φορά ακόμη τον πιά­σανε, αλλά τους ξέφυγε  γρήγορα πάλι».

«Μα πώς ξέφυγε απ' τη φυλακή;».

«Με χρήματα».

«Εάν σου δώσει εσένα κάποιος 5.000 δραχμές τον φυλάς εσύ ακόμη;», συμπλήρωσε η γριά.

Είχε πάρει θέση σε ένα χαμηλό σκαμνί κοντά στη σόμπα και παρακολουθούσε την αφήγηση. «Γύρισε πάλι πίσω στη σπηλιά του;». «Όχι, ήταν επικίνδυνα πια και εξαφανίστηκε για ένα χρόνο στην περιοχή γύρω από τα Γιάννενα.

Πριν φύγει όμως από τα παλιά του λημέρια, πήγε στο Μεταξά και έδωσε στον παπά με την παρουσία του δημάρχου και τριών δημοτικών συμβούλων, 6.000 δραχμές για να χτίσουν με τα χρήματα αυτά μία εκκλησία και να της έδιναν το όνομα του».«Είναι η μικρή εκκλησία που υπάρχει τώρα;».

«Όταν ο Γιαγκούλας επέστρεψε μετά από ένα χρόνο δεν είχε γίνει τίποτα. Ανακάλυψε γρήγορα τι είχε γίνει η δωρεά του. Οι πέντε κύριοι είχαν μοιραστεί τα χρήματα και τα είχαν καταχραστεί. Και τώρα πάλι πήρε ο καθένας απ' τους πέντε το μερτικό του. Σε μια νύχτα τους αποκεφάλισε ο Γιαγκούλας και τους πέντε». «Είχε δίκιο!», επεμβαίνει η γριά. «Επειδή πάλι δε μπόρεσαν να τον πιάσουν, έπιασαν τη γυναίκα του και την πήγαν στην Κοζάνη στη φυλακή. Περίμενε τότε παιδί». «Ζει ακόμη το παιδί;».

«Ήταν αγόρι, αλλά μετά τη γέννηση του πέθανε. Λένε ότι το δηλητηρίασαν στο νοσοκομείο για να μη ζει ο κακός σπόρος του πατέρα του, μέσα απ' αυτόν. Ποιος ξέρει ποια είναι η αλήθεια».

«Η Ευαγγελία ζει ακόμη;».

«Πέθανε τον περασμένο χρόνο από καρκίνο. Μετά το θάνατο του Γιαγκούλα παντρεύτηκε ένα χωροφύλακα».

«Ο Γιαγκούλας τότε δε θέλησε να απελευθερώσει τη γυναίκα του από τη φυλακή;».

«Πώς, βέβαια. Εμένα μετά από τη φυγή του στην Ήπειρο με είχαν φέρει πίσω και ζούσα στο Πολύραχο. Μια μέρα, αφού είχαν φέρει τη γυναίκα του στην Κοζά­νη, με κάλεσε ο Γιαγκούλας στο Μεταξά. Εκεί με παρακάλεσε να πάω σε ένα γνωστό σπίτι το επόμενο βράδυ μαζί με έναν χωροφύλακα για να διαπραγματευτεί μαζί του. Έτσι πήγα κι εγώ μαζί με τον αρχηγό της αστυνομίας της Κοζάνης το επόμενο βράδυ. Εκεί φάγαμε και ήπιαμε όλοι μαζί και ο Γιαγκούλας μας έδωσε και χρήμα­τα. Ο αδελφός μου είχε κουραστεί από τη ζωή του ληστή και ήθελε να σώσει τη γυναίκα του, έτσι, παρακάλεσε τον αστυνόμο να μιλήσει στον υπουργό για χάρη του για να του δινόταν χάρη. Υποσχέθηκε να πάει και είκοσι χρόνια φυλακή. Δυστυχώς όμως, δεν έγινε τίποτα, συνέχισαν να κυνηγάνε το Γιαγκούλα και το ποσό για το θά­νατο του είχε ανεβεί στις 600.000 δραχμές.

 

 

Τώρα, του ήταν πλέον αδύνατο να μείνει σ' αυτή την περιοχή και κρυβόταν στον Όλυμπο μαζί με τους συντρόφους του Μπαμπάνη και Τσαμίτα. Από εκεί συνέχισαν τις ληστείες τους».

«Πόσο έμεινε εκεί;».
«Έως το 1925. Μια μέρα είχε απαγάγει από δυο οι­κογένειες δύο αγοράκια και ζητούσε λύτρα από τους γονείς. Όμως αντί να δώσουν τα χρήματα οι πατεράδες έφεραν πενήντα χωροφύλακες.

Μετά από μια σύντομη μάχη κατόρθωσαν να τους εξουδετερώσουν και τους τρεις. Εκεί σε εκείνο ακριβώς το σημείο τους πήραν και τα κεφάλια. Στα Σέρβια ζούνε ακόμη ορισμένοι άνθρωποι που είχαν δει το κεφάλι του Γιαγκούλα. Το οποίο το είχαν τοποθετήσει επάνω σε ένα κοντάρι μπροστά στο κτίριο του δικαστηρίου για να φοβίσουν έτσι τον κόσμο».

«Πολλοί τον κλάψανε όταν πέθανε», λέει η γιαγιά.

«Έκανε τόσα καλά. Πόσα κορίτσια προίκισε για να μπορέσουν να παντρευτούν».

Ο Κώστας συμφώνησε με τη γυναίκα του.

«Ήταν καλός άνθρωπος. Εξάλλου έπαιρνε μόνο από εκεί που περίσσευαν».

Αυτός ήταν λοιπόν, ο Γιαγκούλας. Θα θέλαμε να α­κούγαμε και άλλα, αλλά ο Κώστας έβαλε τέλος στη συζή­τηση.

«Λυπάμαι, αλλά δε μπορώ να σας πω περισσότερα. Όχι, γιατί δε θέλω, αλλά γιατί δεν ξέρω. Ενώ είμαι ο αδελφός του δεν ξέρω ούτε ένα τέταρτο από τη ζωή του α­δελφού μου. Πολλά μου διέφυγαν γιατί έλειπα και πολύ καιρό στην εξορία. Εάν θέλετε να μάθετε περισσότερα, τότε ρωτήστε το Ματάνα και το Μοίραρχο στα Σέρβια. Ήταν από τους καλύτερους του φίλους».

Σταθήκαμε και σφίξαμε το χέρι της γριάς γυναίκας και του Κωνσταντίνου Γιαγκούλα, ο οποίος μας συνόδεψε μέχρι το καφενείο για να πάρουμε τα άλογα μας και να ξεκινήσουμε για το γυρισμό. Τον ευχαριστήσαμε και φύγαμε.

«Να μας επισκεφθείτε στην παράγκα μας!», του φωνάξαμε.

«Κρίμα, που δεν ζει πια!», αναστέναξε η Αγγελική.

«Σίγουρα θα τον είχαμε επισκεφθεί», απάντησα εγώ, "ξέρεις ότι προίκιζε τα φτωχά κορίτσια;" Και γελάσαμε...

Πηγή: Ιστορίες γύρω απο τα Σέρβια

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑΓΚΟΥΛΑ

Μιλώντας στα χρόνια της δεκαετίας του ’80 στη σειρά των τηλεοπτικών εκπομπών της ΕΤ-1 «Η ΕΡΤ στη Βόρεια Ελλάδα», ένας από τους χωροφύλακες που πήραν μέρος στη συμπλοκή της Κλεφτόβρυσης, ο Σινωπίδης, θα πει στο δημοσιογράφο Χρίστο Ζαφείρη τα εξής:

« Στις 19 Σεπτεμβρίου 1925 ήμουν χωροφύλακας εδώ στη Κατερίνη. Ήμουν τότε 21 χρονών. Την ημέρα εκείνη, Σαββάτο, ήρθε αυτός ο κτηνοτρόφος, έφερε μια επιστολή εις την αστυνομία.

Η επιστολή αυτή είχε γραφτεί από τον Γιαγκούλα, που ήταν επάνω στον Όλυμπο, εκεί σε μια σπηλιά, ύψωμα κάπου 2300 με 2500 μέτρα. Αυτή η επιστολή απευθυνόταν στον Τύρναβο, σε κάποιον πλούσιο του οποίου τα  δυο παιδιά τα είχαν αιχμάλωτα αυτοί και είχαν το επώνυμο Ράφτης. Ο ένας ήταν φοιτητής της Ιατρικής, είκοσι χρονών, το άλλο παιδί ήταν δεκατεσσάρων χρόνων, μαθητής, και στην επιστολή ζητούσε 1.000.000 δραχμές ο Γιαγκούλας.

Ξεκινήσαμε ώρα τέσσερις και μισή, πήγαμε εκεί στο σημείο ακριβώς που λεγόταν Κλεφτόβρυση. Περικυκλώσαμε το μέρος, ήμασταν πέντε τμήματα, από πέντε πέντε. Ο διοικητής είχε εφτά. Εγώ ήμουνα με το διοικητή. Ήμασταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Είχε πάχνη. Μας είχε χτυπήσει ένας τρόμος… Τρομάζαμε. Από την ψύχρα οι σιαγόνες μας χτυπούσαν πολύ άσχημα. Κατά ώρα εννέα ζεσταθήκαμε λίγο. Είχε πει ο διοικητής πως ώρα εννέα ο Τσιαμήτας ο ληστής πάει να πάρει νερό απ’ την την Κλεφτόβρυση. Όποιος τον δει, εκείνος θα ρίξει, είπε. Οι άλλοι, που δεν θα τον δουν , δεν θα ρίξουν τίποτα. Πράγματι, ώρα εννέα ο Τσιαμήτας πάει για το νερό, εκεί που ήταν ο ενωματάρχης ο Πασβαντίδης με του δικούς του. Αυτός είχε τέσσερις στρατιώτες επειδή η χωροφυλακή είχε έλλειψη, γι’ αυτό είχε και στρατιώτες.

Τον πυροβόλησαν, τον τραυμάτισαν αλλά δεν σκοτώθηκε. Οπότε οι άλλοι μάθαν ότι εδώ πέρα είμαστε κυκλωμένοι. Απ’ τη σπηλιά μέσα βγήκε ο Γιαγκούλας. Συνάμα φώναζε ο διοικητής «Χωροφύλακες προχωρείτε, προχωρείτε». Προχωρούσαμε εκεί πέρα, κι από τις θέσεις που ήμασταν, ήμασταν πολύ μακριά.

Ανεβήκαμε στο σημείο αυτό, ήτανε πολύ ψηλά. Ήταν σαν ένα δωματιάκι, ένα σπήλαιο. Κατά η ώρα δώδεκα άρχισε τότε η γερή η μάχη. Τριάντα δύο όπλα…

Ώρα δύο και μισή σκοτώθηκε ο Γιαγκούλας. Ώρα τρεις και μισή περίπου σκοτώθηκε ο Πάντος Μπαμπάνης. Ένας χωροφύλακας έκοψε το κεφάλι του Πάντου Μπαμπάνη, μπροστά στα μάτια του αδελφού του Λεωνίδα, που τον έβλεπε. Και τα πήραν τα τρία κεφάλια και τα βάλαν στα σακίδια και ξεκινήσαμε… Αυτοί κατεβήκανε στο χωριό και τη δεύτερη μέρα τα φέραν στην Κατερίνη τα κεφάλια και τα κρέμασαν στο κέντρο της πλατείας.

Από την επικήρυξη πήρε και το δημόσιο. Στον καταδότη δώσαν 300.000. Του δώσανε και 10.000 που πήρε μέρος στη συμπλοκή. Ο διοικητής πήρε 69.000. Στη γυναίκα του χωροφύλακα που σκοτώθηκε δώσαν 60.000. Εμείς οι χωροφύλακες πήραμε από 12.000, εκείνο τον καιρό ήταν σαράντα λίρες…»

Από το βιβλίο του Β.Ι.Τζανακάρη

"Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν''

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr