24ο Συνέδριο της Prodexpo: Η αγορά ακινήτων & ο τουρισμός στο επίκεντρο - Άνοδος 43% στην Ελλάδα μετά την πανδημία
«Υπάρχει χώρος στην Ελλάδα για τα luxury brands - Άνοδος 43% στο τουριστικό performance της χώρας μετά την πανδημία».
Η αγορά ακινήτων και οι παγκόσμιες τάσεις στο real estate, καθώς και η συμβολή του τουρισμού βρέθηκαν στο επίκεντρο του 24ου συνεδρίου της Prodexpo, το οποίο έλαβε χώρα χθες στις 25 και ολοκληρώθηκε χθες 26 Οκτωβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Σε τρεις από τις ενότητες της σημερινής, δεύτερης, ημέρας του συνεδρίου τέθηκαν επί τάπητος θέματα όπως η αντίδραση του εγχώριου τουρισμού στις φυσικές καταστροφές, η αντοχή στον υπερτουρισμό, αλλά και η παρουσία των πολυτελών brands, αλλά και νέων brands από το εξωτερικό στην Ελλάδα.
Στο πάνελ που επικεντρώθηκε στις επιπτώσεις των φυσικών φαινομένων και της πανδημίας στον κλάδο των τουριστικών ακινήτων με συντονιστή τον Θεόφιλο Κυρατσούλη, Γενικό Διευθυντή της MINDHAUS, ο Αλεξ Πιπιλής, Head of Hospitality & Business Development της Prodea, τόνισε ότι η κατεύθυνση της Prodea Ιnvestments είναι προς το luxury τουριστικό προϊόν, καθώς μετά τη λήξη της πανδημίας, υπήρχε μεταστροφή για κάτι πιο πολυτελές, με περισσότερο διαθέσιμο χώρο ανά άτομο. Κατά τον ίδιο, η σωστή στρατηγική είναι αυτή ενός branded ξενοδοχείου, δεδομένου ότι φέρνει περισσότερο κόσμο λόγω αναγνωρισιμότητας και είναι πιο εύκολο στην δημιουργία του.
Σε σχέση με την κλιματική αλλαγή, ο κ. Πιπιλής τόνισε ότι δεν έχει πραγματική επίδραση στον ελληνικό τουρισμό, αντίθετα, σε μερικές περιπτώσεις βοηθά την Ελλάδα σε σχέση με την πιθανότητα επέκτασης της τουριστικής σεζόν. Σε αυτό το πλαίσιο όμως θα πρέπει να προσφερθεί εμπειρία εκτός νησιωτικής Ελλάδος, όπως π.χ. έχει γίνει ήδη στην ορεινή Πελοπόννησο. Πρόσθεσε, επίσης, ότι η Αμερικανική ξενοδοχειακή αγορά είναι κινητήριος δύναμη για τον ελληνικό τουρισμό, προσελκύοντας καλής ποιότητας τουρίστες, οι οποίοι και λόγω αποστασης, μένουν για αρκετές ημέρες και ξοδεύουν μεγάλα ποσά.
Από την πλευρά του, ο Κώστας Σιδέρης, Chief Operating Officer της Inventio, ανέφερε ότι εκπροσωπεί την ΗΙG Capital στην Ελλάδα, η οποία διαθέτει 19 γραφεία σε όλον τον κόσμο, με έμφαση στο hospitality. Τα Ella Resorts άνοιξαν, υπό αυτό το brand, στην Ελλάδα το 2021 με πιο πρόσφατη επιχειρηματική κίνηση, την εξαγορά ξενοδοχείου στην Κρήτη, το οποίο θα εγκαινιαστεί μέσα στο 2024. Όπως, επίσης, πρόσθεσε, υπάρχει πλάνο για ανακαίνιση στο ξενοδοχείο της Κέρκυρας, με την εταιρεία, τα επόμενα χρόνια, να έχει στόχο για 6000 δωμάτια στην Ελλάδα και 10.000 δωμάτια στη Μεσόγειο.
Σε σχέση με τις πρόσφατες φυσικές καταστροφές, ο ίδιος έκανε ιδιαίτερη μνεία στην αντιμετώπιση των πρόσφατων πυρκαγιών στη Ρόδο, τονίζοντας ότι θα πρέπει να υπάρχουν κάποιες κεντρικές δράσεις για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων, προσθέτοντας ότι είναι φαινόμενα που θα υπάρχουν συχνά στο μέλλον.
Έναν νέο ξενοδοχειακό πόλο σύστησε στο κοινό της Prodexpo ο Adam Konieczny, Development Director Europe, Louvre Hotels Group. Όπως ανέφερε ο εκπρόσωπος της Louvre Hotel «έχουμε μεγάλη διάθεση να αναπτυχθούμε στην Ελλάδα, η εταιρεία μας «τρέχει» τριάστερα ξενοδοχειακά προϊόντα, με 3 διαφορετικά Brands στα τριάστερα και τετράστερα ξενοδοχεία. Θέλουμε να μεγαλώσουμε στη χώρα, και μέσω franchise, ερχόμαστε με δικούς μας συνεργάτες που ήδη επενδύουν, σε κράτη όπως η Ολλανδία και η Ουγγαρία και τώρα έρχονται να επενδύσουν στην Ελλάδα».
Κατά τον κ. Konieczny, μία από τις τουριστικές αγορές που ενδιαφέρεται πολύ για την Ελλάδα είναι η Κίνα, ιδίως μετά τον Covid, με τους επισκέπτες από τη μακρινή αυτή χώρα να προτιμούν τα αξιοθέατα περισσότερο από τον ήλιο και τη θάλασσα.
Κατά τον κ. Βασίλη Φωτόπουλο, Associate Director, Hospitality Colliers Greece, υπάρχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για να εισέλθουν ξένα ξενοδοχειακά brands στην Ελλάδα, καθώς διαπιστώνεται κενό σε αυτόν τον τομέα της φιλοξενίας. Μόνο το 9% των Brands στην Ελλάδα είναι διεθνές, όταν στην Ιταλία αυτό το ποσοστό είναι στο 22% και ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 45%. Σύμφωνα με τον ίδιο, στην Ελλάδα μπορεί να αναπτυχθει τόσο το Luxury, όσο και το Mid scale, όσο και το Economy κομμάτι του τουρισμού, υπάρχει χώρος για ανάπτυξη όλων των βαθμίδων φιλοξενίας, με κατεύθυνση πλέον στον τουρισμό ως εμπειρία.
Αναφορικά με το 2024 και την επίδραση των φαινομένων της κλιματικής αλλαγής, σημείωσε ότι είναι πολύ νωρίς για εκτιμήσεις, καθώς πλέον οι περισσότερες κρατήσεις είναι «της τελευταίας στιγμής», όμως υπάρχει σταθεροποίηση και διόρθωση των τιμών. Σχολίασε, ωστόσο, ότι δεν θα πληγεί το τουριστικό προϊόν, καθώς η Ελλάδα είναι πια brand name.
Mε συντονίστρια την Έρη Μητσοστεργίου, World Research Director της Savills, το επόμενο πάνελ επικεντρώθηκε στην ανθεκτικότητα του τουρισμού στη χώρα μας, υπό την απειλή του υπέρ-τουρισμού.
Η Αδαμαντία Φωκά, Senior Business Development Μanager Hospitality, Health & IRC της Lamda Development, έθιξε το ενδεχόμενο υπερτουρισμού στην Ελλάδα, το οποίο πρέπει να εντοπιστεί εγκαίρως, καθώς πλέον στη χώρα δεχόμαστε πάνω από 30 εκατ. ξένους επισκέπτες. «Η Ελλάδα είναι ένα success story που δεν πρέπει να το καταστρέψουμε και αν τυχόν συμβεί κάτι, πρέπει να το αναστρέψουμε εγκαίρως» υπογράμμισε. H κα Φωκά σημείωσε ότι στην Ελλάδα δεχόμαστε ετησίως 3 άτομα κατά κεφαλήν, ένας αριθμός, ο οποίος είναι μεγάλος σε σχέση με άλλες χώρες με περισσότερο πληθυσμό, ενώ και οι βραχυχρόνιες μισθώσεις επιτείνουν το πρόβλημα. Για το στέλεχος της Lamda Development, βιώσιμος τουρισμός είναι αυτός που λαμβάνει υπόψη του τον αντίκτυπο στην κοινωνία και το περιβάλλον, με την ίδια να σημειώνει ότι υπάρχει ανάγκη για μετάβαση στον αναγεννητικό τουρισμό, που αφήνει θετικό αποτύπωμα στο χώρο που συμβαίνει. Ωστόσο, αυτή η κίνηση θα πρέπει να γίνει από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς συνδυαστικά και να υπάρχει ένα συγκεκριμένο σχέδιο.
Στο ίδιο ζήτημα, η Αφροδίτη Αρβανίτη, Group Director of Operations, Domes Resort - Marriott International, υποστήριξε και εκείνη από πλευράς της, ότι σε σχέση με τον πιθανό υπερτουρισμό, ο στόχος είναι να γίνει ένας συνδυασμός κινήσεων, στις οποίες να συμμετάσχουν ο δήμος και η κοινότητα που θα πρέπει να ακολουθήσουν μια πολιτική και μια στρατηγική. Όπως ανέφερε, η επιμήκυνση της τουριστικής σεζόν έρχεται μαζί με τις αντίστοιχες υποδομές, που θα πρέπει να είναι φιλικές προς το περιβάλλον, πάντα σε συνδυασμό με το υπόλοιπο οικοσύστημα. Η, δε, υπερφορολόγηση ως αντίδραση δεν είναι η κατάλληλη τακτική, καθώς μπορεί να λειτουργήσει αντίθετα. Η κα Αρβανίτη έκανε, επίσης, ιδιαίτερη μνεία στην περίπτωση της Ρόδου, καθώς, όπως σημείωσε, οι πυρκαγιές αντιμετωπίστηκαν συντονισμένα και υπήρξε πολύ καλή επικοινωνιακή διαχείριση και σε αυτο το πλαίσιο, ενώ εξήρε την ανάγκη ασκήσεων ετοιμότητας για πιθανές καταστροφές, από τον ξενοδοχειακό κλάδο.
Το παράδειγμα της Βενετίας σε ό,τι αφορά τον υπερτουρισμό έφερε στο κοινό της Prodexpo η Paula Bouras, Managing Partner- White Deals Real Estate & Advisory board member, RICS Greece: Με 50.000, μόλις, μόνιμους κατοίκους η Βενετία δέχεται ετησίως 30 εκατ. επισκέπτες και αντιμετωπίζει πλέον ορατά προβλήματα, καθώς είναι χτισμένη σε κορμούς δένδρων και συνιστά μια πόλη 1000 ετών. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, στην πόλη αυτή υπάρχουν σωστή οργάνωση, καθαριότητα και συντονισμός με τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Κατά την κα Bouras, για να είναι ένας προορισμός ανθεκτικός, θα πρέπει να προετοιμαστεί για το μέλλον και στην περίπτωση της Βενετίας, οι αρχές επιθυμούν, πέρα από τον τουρισμό, να αναπτύξουν την τοπική παραγωγή και την ιδιωτική εκπαίδευση, μέσω των πανεπιστημίων που υπάρχουν εκεί.
Στην δική της τοποθέτηση, η Ελένη Μακρή, Senior Manager, Financial Advisory, Real Estate της Deloitte υπογράμμισε ότι είναι σημαντικό να κατανοηθούν τα όρια του κάθε προορισμού και των δραστηριοτήτων που μπορούν να γίνουν σε αυτόν, χωρίς να επιβαρύνεται το περιβάλλον. Κατά την κα Μακρή, το τρίπτυχο της επιτυχίας για έναν προορισμό είναι «τοποθεσία, βιωσιμότητα και εμπειρία μέσω των υπηρεσιών», ενώ τα μνημεία και η θάλασσα ίσως να μην αρκούν για την Ελλάδα στο μέλλον.
Όπως πρόσθεσε, τα μέτρα σε σχέση με τη βραχυχρόνια μίσθωση όπως φορολόγηση και πλαφόν στις ημέρες διαμονής μπορούν να λειτουργήσουν για την αποφυγή υπερτουρισμού, όμως θα πρέπει να υπάρχει συλλογή πληροφοριών από τις αρχές και ανοιχτή διαβούλευση με τις τοπικές κοινωνίες, με την αρωγή και της τεχνολογίας.
Τη δική της παρέμβαση έκανε στην ενότητα και η Πρόεδρος του ΕΟΤ Άντζελα Γκερέκου κάνοντας λόγο για την βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη ως μια έννοια σύνθετη, η οποία πρέπει να έχει έναν στρατηγικό σχεδιασμό, αλλά και ευελιξία για τις νέες συνθήκες και προκλήσεις, όπως η κλιματική αλλαγή. Όπως εξήγησε, το τουριστικό προϊόν είναι ευαίσθητο, όμως η Ελλάδα μπορεί να το διαχειριστεί με επιτυχία. «Είναι η ώρα για ένα μοντέλο ανάπτυξης που να σέβεται τον άνθρωπο, το περιβάλλον, τον τοπικό χαρακτήρα των κοινωνιών, τους ανθρώπους που ζουν εκεί. Στόχος είναι η δημιουργία ενός αειφόρου τουριστικού μοντέλου, με υγιείς επιχειρήσεις και ανθεκτικές θέσεις εργασίας για το προσωπικό, που είναι ο στυλοβάτης του τουρισμού» δήλωσε χαρακτηριστικά, συμπληρώνοντας ότι μόνο με συντονισμένες ενέργειες η χώρα θα αποτελέσει παράδειγμα βιώσιμου πολιτισμού. Έκανε, δε, ιδιαίτερη μνεία στη φήμη της Ελλάδας για τις 250 προσβάσιμες για ΑΜΕΑ παραλίες, κάτι που έχει σχολιαστεί θετικά στο διαδίκτυο.
Τέλος, στο ερώτημα αν η Ελλάδα έχει χώρο για διεθνή, luxury brands κλήθηκαν να απαντήσουν επιφανή στελέχη του τουρισμού σε πάνελ με συντονιστή τον Κώστα Παναγάκη, Founder & Principal της Travelworks.
Στην εισήγησή της, η Θώμη Χριστοδουλοπούλου, Partner της KLC Law Firm, αναφέρθηκε στην αυξητική τάση της παρουσίας των μεγάλων brands στην Ελλάδα και στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια, κάνοντας λόγο για σημαντικά ονόματα του χώρου όπως η Hyatt, η Intercontinental που, επίσης, επέκτεινε το ποσοστό της στην περιοχή, ενώ και η Marriott θα διπλασιάσει τα επόμενα χρόνια τα ξενοδοχεία της στην Ευρώπη, από 800 σε 1600.
Για την ίδια, τα luxury brands, έχουν, πλέον, αυξήσει την παρουσία τους σε πόλεις, όπως η Ρώμη και η Βουδαπέστη. Στην Αθήνα έχουν παρουσία μόνο το Four Seasons και το One Only Aesthesis, άρα υπάρχει χώρος για ανάπτυξη. Για να γίνει, όμως, αυτό υφίστανται σημεία για βελτίωση όπως π.χ. στην αδειοδότηση των διαδικασιών. Κατά την κα Χριστοδουλοπούλου «είμαστε πιο γρήγοροι από την Ιταλία, αλλά πιο αργοί από την Ισπανία και την Πορτογαλία και αυτή η καθυστέρηση μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στους επενδυτές». Βελτίωση, επίσης, όπως πρόσθεσε, χρειάζεται και η τουριστική νομοθεσία, όπως π.χ. η ενημέρωση του πλαισίου του time sharing, αλλά και το πλαίσιο για τη λειτουργία των Spa στα ξενοδοχεία.
Για τον Raul Levis, General Manager του Mandarin Oriental Costa Navarino, η είσοδος του Mandarin Oriental και μεγάλων brands στη χώρα μας συνιστά ένα σημαντικό βήμα, που δημιουργεί τόσο συνέργειες, όσο και ανταγωνισμό, και τα δύο στοιχεία πολύ θετικά για την ανάπτυξη του τουρισμού. Ο κ. Levis σημείωσε, εξάλλου, ότι υπάρχει πορεία που πρέπει να διανυθεί και σε σχέση με την τεχνολογία. Η Ιταλία, για παράδειγμα, έχει 1400 ξενοδοχεία και resorts με virtual tours, ενώ στην Ελλάδα είναι μόνο 40.
Επιπρόσθετα, τόνισε ότι το γνωστό brand λειτουργεί θετικά για την προσέλκυση επισκεπτών, καθώς πολλοί τουρίστες δεν θα έρχονταν στην Ελλάδα αν δεν υπήρχε το brand Mandarin Oriental, ανοίγοντας, στην ουσία, μια νέα αγορά. Παρόλα αυτά, συμπλήρωσε ότι υπάρχει χώρος και για τα μικρά boutique hotels στη χώρα μας.
Σε αυτό το σημείο, έκανε μνεία και στην Αθήνα ως τουριστικό προορισμό, λέγοντας ότι «είναι winner» και ότι «ανυπομονεί για την επένδυση στο Ελληνικό», ενώ όσον αφορά τη Μύκονο σχολίασε ότι είναι ένα ισχυρό brand και ένας προορισμός στον οποίο θα ενδιαφέρονταν να επενδύσει η Mandarin, όμως χρειάζεται, για να το κάνει αυτό, τους σωστούς εταίρους.
Για την σταδιακή, θετική, αλλαγή της εικόνας της Ελλάδας σε ό,τι αφορά τα μεγάλα ξενοδοχειακά brands έκανε λόγο ο Βασίλης Θεμελίδης, Regional Director South & East Europe της Wyndham, τονίζοντας ότι αυτό γίνεται τα τελευταία 6-7 χρόνια, με την παρουσία πλέον θεσμικών παικτών που επενδύουν στη χώρα, φέρνουν σπουδαία ονόματα της φιλοξενίας και με τον τρόπο αυτό προσθέτουν αξία στο χαρτοφυλάκιό τους.
Τη διαφορά, επίσης, έχει κάνει το γεγονός ότι οι διεθνείς ξενοδοχειακές αλυσίδες έχουν κατανοήσει ότι πρέπει να έχουν ευελιξία με τους Έλληνες ξενοδόχους και οι συμφωνίες δικαιόχρησης έχουν αλλάξει τις διαδικασίες προς το καλύτερο, σε σχέση με τα άκαμπτα συμβόλαια του παρελθόντος. Ο κ. Θεμελίδης εξήρε πλεονεκτήματα των διεθνών brands όπως την αναγνωρισιμότητα σε όλο τον κόσμο, τα προγράμματα πιστών πελατών και τις επενδύσεις στην τεχνολογία και την εξέλιξη, σημείωσε όμως ότι τον πιο σημαντικό ρόλο παίζει ο ανθρώπινος παράγοντας και η σωστή εκπαίδευση του προσωπικού. Στρατηγική της εταιρείας Wyndham είναι η προσέγγιση και απομακρυσμένων περιοχών στη φιλοξενία, εκτός από τις μεγάλες πόλεις, ενώ - και εκείνος - δήλωσε ότι η εταιρεία θα επένδυε στη Μύκονο ή τη Σαντορίνη, αν υπήρχε ο κατάλληλος τοπικός εταίρος.
Τέλος, ο Frank Reul, VP Development, Accor Premium, Midscale & Economy στην Accor Group, υποστήριξε ότι η φιλοξενία είναι ο καλύτερος και αποδοτικότερος κλάδος στο real estate σήμερα, καθώς είναι leader στις επενδύσεις και τις αποδόσεις, με παραδοσιακές, αλλά και κάποιες πολύ καινοτόμες επενδύσεις να λαμβάνουν χώρα τα τελευταία χρόνια.
Είναι σημαντικό, για τον κ. Reul, πως, σε ό,τι αφορά τον τουρισμό, ο χρόνος ανάκαμψης μετά την πανδημία ήταν πολύ μικρός και σε αυτό το πλαίσιο η Accor έχει πολλές επενδυτικές ευκαιρίες σε εξέλιξη στην Ευρώπη. Για τον ίδιο, ειδικά η Ελλάδα είχε σημαντική ανάκαμψη, μετά τον Covid, καταγράφοντας 43 μονάδες πιο πάνω, σε επίπεδο τουριστικού performance, με το δίκτυο της Accor να μπορεί να εξελίξει περαιτέρω τις τουριστικές δραστηριότητες και το επιχειρείν στη χώρα.
Όπως είπε ο κ. Reul αυτό συμβαίνει, ήδη, σε χώρες όπως η Κροατία, η Αλβανία και το Μαυροβούνιο, ενώ αναφέρθηκε και στη σημασία των αναβαθμίσεων τουριστικού προϊόντος, τις οποίες κάνει σε μεγάλο ποσοστό η Accor και επηρεάζουν σε θετικό βαθμό και τις τοπικές κοινωνίες.
Κώστας Παναγάκης, Principal, Travelworks
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr