Ένας αιώνας Καίτη Γκρέυ! – Τα δύσκολα παιδικά χρόνια, η εγκυμοσύνη στα 14 & ο θυελλώδης έρωτας με τον Στέλιο Καζαντζίδη (φωτό)

«Εγώ έζησα για 100 ζωές, αγάπη μου. Έκλεισα όλα τα θέματα. Δεν έχω εκκρεμότητες», είπε η μεγάλη τραγουδίστρια

Η σημαντικότερη γυναικεία λαϊκή φωνή, ο «μύθος» που σφράγισε με το λυγμό τις γενιές Ελλήνωνμιλά για τις πληγές και τις ατυχίες που έγιναν τύχη της, για όλα εκείνα που την έκαναν κορυφαία, σε μια σπάνια συνέντευξη.

Η Καίτη Γκρέυ το 2017 παραχώρησε μια συνέντευξη εφ΄όλης της ύλης στον Γιάννη Βίτσα και στον Γιάννη Χατζηγεωργίου για το PhileNews.

Μεταξύ άλλων μίλησε για την δύσκολη ζωή της, τα παιδικά χρόνια και τον έρωτα με τον Στέλιο Καζαντζίδη.

«Καθισμένη στο σαλόνι του σπιτιού της, στη Νέα Σμύρνη, επιβεβαιώνει πως έκανε ό,τι και η Μαρία Κάλλας: ‘Αν κάτι δεν μ’ άρεσε εκεί που δούλευα, αν ένιωθα πως μ’ έριχναν ή δεν μου φέρονταν καλά, αν δεν λειτουργούσε η ορχήστρα ή το προσωπικό όπως συμφώνησα, έπαιρνα το παλτό μου και τους έλεγα “φεύγω, εγώ είμαι η Γκρέυ!’. Πάντα ήξερα ποια ήμουνα!», έγραψε στη βιογραφία της ο ποιητής Γιώργος Χρονάς. 

Πράγματι. Ήταν η κορυφαία λαϊκή τραγουδίστρια για πολλά χρόνια και η μόνη που έχει δισκογραφήσει γύρω στα 3.000 τραγούδια (ανάμεσά τους τα «άναψε το τσιγάρο», «το βουνό», «στρώσε μου να κοιμηθώ», «το ‘πες και το ‘κανες», «πάρε το δάκρυ μου» κ.α) με μεγάλους θαυμαστές, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό, ενώ συνεργάστηκε με όλους τους μεγάλους Έλληνες συνθέτες και στιχουργούς σε αξεπέραστα τραγούδια που είπε μπροστά σε στοίβες από σπασμένα πιάτα μπροστά στα πόδια της στα λαϊκά πάλκα, σφραγίζοντας με τη φωνή της ανθρώπους, χωριά, μεγάλα πάθη, πόνο, χωρισμούς και ερωτικά εγκλήματα. «Θες καφέ από τα χεράκια μου;», λέει. «Από πότε έχετε να δώσετε συνέντευξη, κυρία Γκρέυ;». «Πάνε πολλά χρόνια. Ούτε που θυμάμαι. Ούτε θέλω να μιλάω, ούτε να τραγουδάω πια». 

Είχε διάθεση. Και διαυγή σκέψη σε όσα αφηγήθηκε, παρά τα 90 της σχεδόν χρόνια. Η μυθιστορηματική ιστορία της ζωής της, αλλά και όλα όσα την έκαναν τόσο αγαπητή στον κόσμο και σημείο αναφοράς στο λαϊκό τραγούδι ξεδιπλώθηκαν σε 4 περίπου ώρες -σπάνιας- συνομιλίας. Ό,τι θα διαβάσετε, είναι ένα μέρος όλων όσων είπαμε, εκείνο το απόγευμα Παρασκευής.  

Τι σκεφτόσασταν όταν τραγουδούσατε «τα ξένα χέρια είναι μαχαίρια», μ’ αυτό το λυγμό στη φωνή; Το ίδιο με ρώτησε κάποτε κι ο Πλέσσας. Εγώ, μάνα μου, πέρασα πολύ άσχημα παιδικά χρόνια. Αναγκάστηκα να μεγαλώσω νωρίς. Η μητέρα που με μεγάλωσε ήταν ο πιο γλυκός άνθρωπος του κόσμου, αλλά δεν ήταν η πραγματική μου μάνα, παρόλο που κι αυτή την αγαπούσα. Το μόνο παράπονο που της έλεγα ήταν «γιατί, ρε μάνα, εσύ που ‘σαι μάνα μου και με γέννησες, μ’ έδωσες;». Μου το εξήγησε. Μου μίλησε για τα φτωχικά παιδικά μου χρόνια, μου είπε για τον πατέρα μου που δεν είχε δουλειά, για τη Σάμο που τότε περνούσε δύσκολα. Άκου τώρα: Η μαμά μου που με μεγάλωσε ζήτησε απ’ την αρχή το βαφτιστικό μου όνομα, αλλά η μαμά που με γέννησε δεν της το ‘δινε. Της είπε: «Υποσχέσου μου ότι θα τη βλέπω μια φορά την εβδομάδα και θα στο δώσω». Αλλά αυτή που με μεγάλωσε δεν ήθελε εγώ να βλέπω την πραγματική μου μάνα. 

Κι έτσι δεν μάθατε ποτέ το βαφτιστικό σας όνομα; Αυτό δεν μ’ ενδιέφερε. Εκείνο που μ’ ένοιαζε ήταν που δεν πήγα σχολείο, αγάπη μου! Γιατί δεν με παίρνανε στα σχολεία χωρίς βαφτιστικό όνομα. Κι έτσι δεν έμαθα ποτέ μου γράμματα. 

Το πραγματικό σας όνομα ποιο είναι; Αθανασία με βαφτίσανε. Η θετή μου η μάνα είχε ένα κοριτσάκι το οποίο το λέγανε Κικίτσα, αλλά της είχε πεθάνει, και επειδή δεν έκανε άλλα παιδιά με είπε «Κικίτσα». 

Το «Γκρέυ» πώς προέκυψε; Ο Βαφειόπουλος με βάφτισε έτσι. Μου έδειξε τρία ονόματα. Του είπα «αυτό μ’ αρέσει πιο πολύ». Κι ήταν το «Καίτη Γκρέυ». 18 χρονών θα ‘μουνα τότε. Τότε λεγόμουν Αγγελική Καλαϊτζή, έτσι μ’ έλεγε η μαμά μου η θετή. 

Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια με τη θετή σας μητέρα; Ήτανε πολύ δύσκολα τα χρόνια εκείνα. Η πρώτη απώλεια ήταν που πέθανε ο θετός μου πατέρας, μικρή ήμουνα, 7 χρονών. Κι έτσι μείναμε δύο γυναίκες μόνες. Μέναμε στην Αθήνα. Αλλά όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, η μαμά μου φοβήθηκε και μ’ έστειλε στην αδελφή της, στη Σάμο. Αυτή ήτανε κακούργα. Δεν μ’ αγαπούσε. Μου φερόταν άσχημα. Άμα δεν της γέμιζα το κανάτι με φαΐ -γιατί όλα τα παιδάκια πηγαίναμε τότε, μικρά, στους Ιταλούς, για να πάρουμε τ’ αποφάγια τους- μ’ έβαζε σ’ ένα δέντρο, σε μια ακακία, και μ’ έδερνε. Εκεί κατάλαβα ότι αυτοί δεν είναι οικογένειά μου. Με φώναζαν «μπασταρδάκι» κι έλεγαν «δεν είσαι παιδί μας!». 

Είχατε πει στη θετή σας μητέρα πόσο άσχημα σας είχε φερθεί η αδελφή της; Πώς! Βέβαια! Γιατί γύρισα πια στην Αθήνα κοπελίτσα. Εκεί, λοιπόν, στη Σάμο, στον μεγάλο βομβαρδισμό, τότε που έπεφταν οι βόμβες, ένας Ιταλός μ’ ανακάλυψε κρυμμένη στο τζάκι -είχε φύγει εκείνη η βρωμιάρα και μ’ άφησε μόνη μου στο σπίτι-, με πήρε από το Βαθύ και με πήγε σ’ ένα μέρος απ’ όπου έπαιρναν οι άνθρωποι τις βάρκες και πήγαιναν στο Κουσάντασι. Απέναντι. Κι είπε ο Ιταλός σ’ ένα ζευγάρι: «Πάρτε κι αυτό το παιδί». Στην αρχή μας βγάλανε σε κάτι βουνά. 

Φοβηθήκατε για τη ζωή σας; Δεν καταλάβαινα πολλά πράγματα. Ύστερα μας βάλανε στα τρένα και μας πήγαν στην Παλαιστίνη, στα τσαντίρια. Αχ, ταλαιπωρία ο κόσμος. Κάτι τρένα, όχι να κάτσεις, όρθιοι όλοι μέσα. Δεν θέλω να τα θυμάμαι αυτά.

Στην Παλαιστίνη πόσο καιρό μείνατε; Ένα χρόνο. Για να μην στα πολυλογώ, η θετή μου μάνα είχε μια φίλη, την κυρά Μαρίκα, που είχε δυο γιους, τον Ζαχαρία και τον Νίκο. Εγώ πλέον μάθαινα μοδίστρα. Ήμουνα 14 χρόνων, αλλά ανεπτυγμένη κοπέλα. Έλεγαν όλοι «Πω πω, μια όμορφη κόρη που έχει η κυρά Ευρύκλεια!». Με φλερτάραν όλοι. Με την κυρά Μαρίκα η μαμά μου ήθελε να γίνουν συμπεθέρες. Μου λέει μια μέρα η μαμά μου: «Ο Νίκος θέλει να σε παντρευτεί». «Α, εγώ», λέω, «δεν παντρεύομαι. Εγώ θέλω να τελειώσω τη μοδιστρική και μετά θα δούμε». Μου ‘δωσε δυο χαστούκια και μου λέει: «Θα τον πάρεις γιατί εγώ δουλεύω και δεν έχω προίκα να σου δώσω, έχω μόνο την παρθενιά σου. Αν τη χάσεις αυτήν, χάθηκες κι εσύ». Μικρό παιδί ήμουνα, 15 χρόνων, ποια θέληση να ‘χω; Τον παντρεύτηκα. Και γι’ αυτό και χώρισα γρήγορα.

Σε πόσα χρόνια χωρίσατε; Σε δύο. Είχα κάνει και το γιο μου το μεγάλο μαζί του. 

Περάσατε άσχημα με τον πρώτο σας σύζυγο; Αυτός ήτανε 36 χρονών κι εγώ ήμουνα 15. Δούλευε στο γυαλάδικο. Αλλά είχε τέτοια ζήλια… Παναγιά μου, Θεέ μου και Χριστέ μου. Δεν μ’ άφηνε ούτε με γειτόνισσα να μιλήσω. Όταν έφευγε έψαχνε για να δει τι κιλότα φοράω. Και δεν είχα δικαίωμα εγώ ν’ αλλάξω και να πλυθώ, γιατί αν άλλαζα κιλότα θα σήμαινε ότι κάπου πήγα. Πέρασα μαρτύρια. Όταν χώρισα πήγα σε μια θεία μου, αδελφή της πραγματικής μου μητέρας, που έμενε στην Πλάκα. Στου Ψυρρή ήτανε ένα υπόγειο, που έπιασα δουλειά. Κοπανάγαμε τις ελιές, άλλες τις βάζαμε τσακιστές, άλλες τις χαράζαμε και τις βάζαμε στα βαρέλια. 

Το παιδί ήταν μαζί σας; Το παιδί μου μου το πήραν αυτοί. Δεν είχα λεφτά για να πάω στον δικηγόρο να το πάρω! Στο μεταξύ, γέννησα και το δεύτερό μου γιο, πρόωρο, έξι μηνών, έπαιρνα και μερικά ρουχαλάκια και πήγαινα στην πεθερά μου, την κυρά Μαρίκα, να δω το παιδί μου. Δεν μ’ άφηνε. «Να φέρεις λεφτά!», μου ‘λεγε. Ύστερα πήγα κι έπιασα δουλειά στο σπίτι του Παναγιώτη του Κανελλόπουλου του πολιτικού, και μετά σ’ ένα ζαχαροπλαστείο, στου Καρρά, στην Πανεπιστημίου. Απέναντι ήταν το καφενείο «Πανελλήνιο». Εκεί πήγαιναν όλοι οι ηθοποιοί, οι τραγουδιστές… Η τύχη μου ήταν αυτή. 

Στο μεταξύ, τα παιδιά σας πού βρίσκονταν; Το ένα το μωρό, το μικρό, τον Βασίλη, το είχε η θεία μου η Αδαμαντία. Το άλλο, τον Φίλιππο, το είχανε κλείσει σε ορφανοτροφείο. Δεν το ‘ξερα. Κι όταν το ‘μαθα πήγα και το πήρα από εκεί μέσα. Το έκλεψα. Κι είχαν πει πως θα με πήγαιναν δικαστήριο. Και τους είπα: «Άμα μπορείτε, αφού με ψεύτικα χαρτιά το βάλατε το παιδί μου μέσα εκεί». Μετά είχα τα παιδιά μου πάντα μαζί μου. Κι όταν έφευγα για τουρνέ τα άφηνα στη μάνα μου. Και κοπέλα είχα μετά. Τα σπούδασα, στα καλύτερα σχολεία τα πήγα. Ήθελα να γίνουν άξια… Η ζωή μου είναι ένα μυθιστόρημα, αγάπη μου. Δεν χωράει σε πέντε γραμμές. Παντρεύτηκα ξανά μετά. Ένα πολύ καλό άνθρωπο. Τον Μιχάλη Παπαναστασόπουλο, τον καλύτερο χρυσοχόο… (μου δείχνει κοσμήματα που φοράει: «κι αυτό δικό του, κι αυτό δικό του»).  

Πώς ξεκινήσατε στο λαϊκό τραγούδι; Είχα πάει στο «Αττικόν». Εκεί ήτανε ο Χρηστάκης και ο Άκης Πάνου. Εγώ μέχρι τότε τραγούδαγα ευρωπαϊκά, αλλά ό,τι λαϊκό υπήρχε εκείνοι πήγαιναν να μου το περάσουνε. Όταν με ανεβάσανε στο πάλκο, ενθουσιάστηκαν κι αυτοί και το αφεντικό. Με κοιτούσαν στα μάτια λες κι ήμουνα κανένα φαινόμενο. Όταν ξεκίνησα στο Βύρωνα, στα «Αραπάκια», οι φίρμες ήτανε η Νίνου, η Μπέλλου, η Σεβάς Χανούμ, η Χρυσάφη. Αυτές θυμάμαι τώρα. Στο «Σταθμό» που ήμουνα ο Λουκάς Νταράλας μου λέει: «Εσύ, κορίτσι μου, έχεις πολύ ωραία φωνή. Να σου περάσω ένα τραγούδι να το πεις το βράδυ;». Λέω: «Να μου το περάσετε, κύριε Νταράλα». Ήτανε το «Βουνό». 

Από εκεί ξεκίνησε η μεγάλη σας καριέρα; Με μαθαίνανε. Πήγαινε από τον έναν στον άλλον. Τότες μόνο άμα είχες καλή φωνή έκανες καριέρα, δεν μετρούσαν άλλα. Ο Μπάμπης ο Βασιλειάδης με πήγε στην «Columbia», μου κάνανε εκεί ακρόαση σε διάφορα τραγούδια και ο κύριος Μηλιόπουλος με πήγε επί τόπου και κάναμε δύο χρόνια συμβόλαιο. Την άλλη μέρα πήρα το λεωφορείο και πήγα στην Πετρούπολη, στον κύριο Μητσάκη, που με περίμενε συστημένη από τη δισκογραφική. Με πήγε και μου έκανε πρόβες στο πρώτο μου τραγούδι: «Το δικό σου το μαράζι θα με φάει». 

Ο Καζαντζίδης πώς μπήκε στη ζωή σας; Είναι πολύ μεγάλη ιστορία… Ήμουνα πέντε χρόνια με τον Καζαντζίδη. Ήταν ο πρώτος μου έρωτας. Μην νομίζεις ότι πέρασα καλή ζωή μαζί του… Δεν την μπορώ τη ζήλια! 

Ήταν άπιστος ο Καζαντζίδης; Ναι, μου ‘κανε δυο βρωμιές. Κι όταν χώρισα με τον Στέλιο, τα είχα με τον Νίκο το Λαιμό. Πέρασα πολύ ωραία μαζί του, τρία χρόνια, δεν είχα κανένα  πρόβλημα. Κύριος αυτός!

Γιατί τον συγχωρέσατε τον Καζαντζίδη; Δεν τον συγχώρεσα ποτέ, αγάπη μου. Τον έκανα και πόνεσε πάρα πολύ. Του έλεγα «εσύ κι εγώ να μείνουμε στον κόσμο και να μην υπάρχει άλλος άντρας, βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου ότι θα ξανάρθω μαζί σου». «Εγώ θα σε κάνω, αγάπη μου, όπως ήσουνα πρώτα. Σ’ αγαπώ, συγγνώμη γι’ αυτά που έκανα», μου έλεγε αυτός.

Τι έκανε; Ε, δεν έφυγε με τη Μαρινέλλα; Τότε δεν την είχε παντρευτεί. Τον αγάπησα, όμως, τον Στέλιο. Γιατί ήταν ο πρώτος άντρας, μετά τον άντρα μου, που με χάιδεψε, που μ’ έκανε να νιώσω γυναίκα. Αλλά μ’ αγαπούσε ο Θεός πολύ! Όταν αποφάσισα να πάω στον Κουλουργιώτη, στις Τζιτζιφιές -γιατί με τούμπαρε αυτός, μου έλεγε «από σένα εξαρτάται αν θα φάνε ψωμί 50 οικογένειες»-, τον πήρα τηλέφωνο και του είπα: «Θα ‘ρθω να δουλέψω μαζί σου Στέλιο, όχι ότι έχω ανάγκη από λεφτά, αλλά για να σου δείξω πόσο κυρία είμαι!». Έτσι κι έγινε και ξεκινήσαμε. Πάντα τ’ όνομα μου το έβαζε πρώτο. Ήταν: Καίτη Γκρέυ-Στέλιος Καζαντζίδης-Μαρινέλλα. 

Kαίτη Γκρέυ - Γιώργος Ζαμπέτας

Είχε σημασία να είναι πρώτο το όνομά σας; Δεν δούλεψα ποτέ χωρίς να είναι τ’ όνομά μου πρώτο. Πάρτο όπως θέλεις αυτό! Δεν ερχότανε ο κόσμος αν δεν ήμουνα εγώ στα μαγαζιά. Ενώ ήτανε Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Διονυσίου μετά… Εγώ, λοιπόν, όταν ήμουνα με τον Καζαντζίδη, δεν ήξερα τι πάει να πει κοντό μανίκι. Και ραβόμουνα, να φανταστείς, στον καλύτερο ράφτη. Και πήγα και του είπα: «Γιώργο, κάνε μου ρούχα σεξουαλικά τώρα, ξέρεις εσύ…». Στην πρεμιέρα, όπως καθόμουνα, γυρνάει και μου λέει: «Βλέπω, τα βγάλαμε έξω…». «Κουμάντο από κει, όχι σε μένα», γύρισα και του είπα. 

Με τη Μαρινέλλα υπήρξατε φίλες ποτέ; Είμαστε φίλες, αγάπη μου. Μια φορά κάτι μου ‘παν και γυρνάω και τους λέω: «Ε, και τι έγινε, ρε παιδιά; Αν δεν ήταν αυτή, ο Καζαντζίδης θα πήγαινε με μια άλλη». Κι έβγαινε η Μοσχολιού κι έλεγε: «Αν δεν ήταν η Γκρέυ, Καζαντζίδης δεν θα υπήρχε!». Πολλές ιστορίες… 

Εσείς ήσασταν πάντα πιστή στις σχέσεις σας; Πάντα!

Θα λέγατε πως ζήσατε ωραία ζωή, κυρία Γκρέυ; Είμαι ευχαριστημένη από τον κόσμο που με λάτρεψε! Δεν μπορείτε να φανταστείτε! Αν με βγάλεις μια μέρα για καφέ, θα δεις τι θα γίνει… Βέβαια κουράστηκα. Έχω κάνει 3.000 τραγούδια εγώ, μάνα μου. Δεν τα ‘χει κάνει αυτά άλλος καλλιτέχνης. Σχόλαγα το πρωί απ’ τη δουλειά, πήγαινα στην πεθερά μου, άλλαζα, και μετά πήγαινα στην «Columbia» για να γραμμοφωνήσω. Οκτώμιση η ώρα άρχιζα φωνοληψίες, τέσσερις η ώρα τελείωνα, κοιμόμουνα δύο ώρες και μετά πήγαινα πάλι στη δουλειά. Ποια άλλη τραγουδίστρια τα κάνει αυτά σήμερα; Νομίζουν πως έτσι χτίζονται οι καριέρες;

Τραυματίστηκαν ποτέ τα πόδια σας από τα πιάτα στο πάλκο; Ουουουουου…. Έχω δει πιατομάνι εγώ… 

Σε μία τουρνέ σας είχατε γνωρίσει και τον Έλβις Πρίσλεϊ, σωστά; Ναι. Στην Αμερική γνώρισα και τη Μελίνα Μερκούρη, τότε που παιζόταν το «Never on Sunday», τον Κούρκουλο, τον Τίτο Βανδή… Τη λάτρευα τη Μελίνα και με λάτρευε. Αν πάμε τώρα στο υπνοδωμάτιό μου, θα δεις μία φωτογραφία που βγάλαμε μαζί. Εκεί γνώρισα, λοιπόν, και τον Πρίσλεϊ, ο οποίος θυμάμαι που έβγαινε στην πισίνα μ’ ένα χρωματιστό σορτσάκι. Ήταν πολύ πιο ωραίος από κοντά απ’ ό,τι είναι στα έργα. Αλλά μαλάκας. 

Γιατί μαλάκας; Ήταν ο τρόπος που μίλαγε… Γνώρισα επίσης την Μπέτυ Ντέιβις, τον Ρεξ Χάρισον, αλλά και τη Ρίτα Χέιγουορθ στο Τορόντο, όταν είχαμε πάει εκεί με τον Βοσκόπουλο. Ωραία ήταν στην Αμερική. Πέταγαν οι γουναράδες τα λεφτά, μήπως με ρίξουν. Τρελή ήμουνα; Αν πήγαιναν με έναν απ’ αυτούς, την άλλη μέρα θα το ήξερε όλη η Αμερική! Αστειεύεσαι; 

Σας πείραζε αν κάποιοι σας έλεγαν «αγράμματη»; Δεν κρύβομαι από τίποτα, μάνα μου. Δεν ντρέπομαι. Τι να ντραπώ; Αφού χωρίς βαφτιστικό, δεν έμπαινα στο σχολείο… Ό,τι έμαθα ήταν από το νηπιαγωγείο. Ας μ’ έλεγαν αγράμματη. Τίποτα βρώμικό δεν έχω εγώ απάνω μου. 

Τι λείπει από τη ζωή σας σήμερα; Μου λείπει ένας σύντροφος. 

Από πότε έχετε να ερωτευτείτε δυνατά; Από 45 χρονών εγώ έκλεισα τη ζωή μου σ’ αυτό το κεφάλαιο.

Τι εννοείτε; Δεν ξαναερωτεύτηκα. Ο Κώστας Καρράς ήταν ο τελευταίος μου σύντροφος. Τον αγάπησα τον Κώστα. Ήμασταν μαζί τρία χρόνια. Σπουδαίο πλάσμα. Πολύ καλό παιδί. Μέχρι 45 χρονών δεν ήμουνα ποτέ μόνη. Αλλά έχω το γνώθι σαυτόν, αγάπη μου. Να ‘χεις δυο παλικάρια και να ‘χεις και γκόμενο; Δεν γίνεται. Η μάνα μου έφυγε μ’ αυτό τον καημό. «Παντρέψου, κορίτσι μου», μου έλεγε. «Οι γιοι σου θα αγκαλιάζουν τις γυναίκες τους κι εσύ θα αγκαλιάζεις το μαξιλάρι. Πάρε έναν άντρα, παιδάκι μου, μην κάθεσαι έτσι». 

Εσείς αγαπήσατε όσο σας αγάπησαν; Ασφαλώς. Αν δεν αγαπούσα, δεν πήγαινα μ’ άντρα ποτέ. 

Πότε καταλάβατε ότι είστε σπουδαία τραγουδίστρια; Όταν είχαν κάποιο πολύ δύσκολο τραγούδι στις δισκογραφικές, έλεγαν πάντα: «Στην Γκρέυ πάρτε το, θα το πει αυτή». Εκεί το ψυλλιάστηκα. Αυτό είχε γίνει ακόμη και με τραγούδια του Πάνου του Τζαβέλλα, που έγραφε και κάτι αντάρτικα, που έλεγε «να πει ένα τραγούδι μου η Γκρέυ, κι ας πεθάνω!».  

Ξέρω πως και ο Τσαρούχης σας λάτρευε… Ναι, ναι! Ήμουνα η αδυναμία του Τσαρούχη. Όταν ερχόταν εδώ, στο σπίτι, πιοτό δεν έπινε, του έβαζα πορτοκαλάδα. Μια φράση του θυμάμαι. Μου έλεγε: «Καιτούλα, μην κάνεις ποτέ αυλή». Διότι αυτόν τον είχε φάει η αυλή! Κάποτε του είχα φέρει ένα πολύ ωραίο σταυρό από την Αμερική. Και μου ‘λεγε κάθε φορά στο σπίτι του που πήγαινα: «Έλα πάνω, να διαλέξεις ό,τι έργο μου θέλεις, να το πάρεις μαζί σου». Δεν πήγα ποτέ. Έχω απλώς δυο βιβλία που μου τα ‘χει κάνει αφιέρωση, έχει ζωγραφίσει ένα ναύτη κι από κάτω: «Αφιερωμένο στην Γκρέυ». 

Νομίζω πως αν δεν ζούσατε τις δυσκολίες που βιώσατε, δεν θα τραγουδούσατε μ’ αυτό τον τρόπο… Μπορεί να ‘χεις και δίκιο. Δεν ξέρω, αγάπη μου. Βάζανε κάποτε στην «Columbia» για ακρόαση δέκα γυναίκες για να βρουν το μέταλλο το δικό μου. Δεν το βρήκαν! Αυτό μου το είπε αργότερα ο ίδιος ο Τάκης ο Λαμπρόπουλος. 

Για ποια πράγματα κλαίγατε συνήθως; Για πολλά. Αλλά όχι για έρωτες.

Ποτέ; Ποτέ, ποτέ. Σ’ αυτό το θέμα ήμουνα σκληρή. Πονούσα σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά δεν έκλαιγα. Έλεγα: «Θα το ξεπεράσω. Μόνη μου, αλλά θα το ξεπεράσω». Δεν ήμουνα σκληρή. Η ζωή με έκανε σκληρή. Έκλαψα, όμως, για φίλες μου που με πούλησαν. Γι’ αυτές, ναι, έκλαψα. Πέρασα πολλά. Βιβλίο ολόκληρο. Δεν χωράνε. 

Σας ερωτεύτηκαν πολλοί άντρες; Ουουουου…

Εσείς πώς ήσασταν όταν ερωτευόσασταν; Κολλημένη. Αλλά ήμουνα και σκυλί, δεν ήμουνα μουρόχαυλη. 

Τι τραγούδια ακούτε στο σπίτι; Έχω ένα sony πικάπ και από εκεί βάζω καμιά φορά κανά δίσκο κι ακούω. 

Σας αρέσει η φωνή σας όταν την ακούτε; Πώς! Αλλά όχι στα πολύ παλιά τραγούδια, που ήτανε με τα κεριά. Δεν ακούγεται καλά η φωνή σ’ αυτά, όπως ακούγεται μετά. 

Με ποιο από τα 3.000 τραγούδια σας κλάψατε όταν το είπατε; Με κανένα. Έναν κόμπο μπορεί να αισθανόμουν. Σαν τότε που τραγούδησα ένα τραγούδι του Μπάμπη του Μπακάλη, το «θα κλάψω σήμερα, λυγίστε σίδερα», που μ’ έπιασε ένα πράγμα και δεν μπορούσα να το πω.  

Τραγουδάτε καμιά φορά τώρα; Ούτε μέσα στο σπίτι δεν τραγουδάω! Πάνε χρόνια να τραγουδήσω. Όταν μαγειρεύω βάζω λίγο το ράδιο κι ακούω, αλλά εγώ δεν τραγουδάω.

Το πιο σημαντικό στη ζωή σας σήμερα ποιο είναι; Θέλω να φύγω. Με κούρασαν όλα. Θέλω να φύγω. Δεν έχω κάνει ποτέ κακό σε άνθρωπο. Πιστεύω πως καλά θα μου φερθεί ο Θεός. 

Πόσων χρονών είστε; Δεν σου κρύβομαι. Του ’28 γεννηθείσα. 14 Μαΐου. Κρατιέμαι, όμως, μια χαρά, απ’ ό,τι μου λένε. Δεν πάχυνα. Δεν έχω πιει ποτέ πιοτά, κάπνιζα λίγο στην αρχή. Μετά το πέταξα κι’ αυτό. Δεν μ’ άρεσε. Ούτε άφηνα κανέναν στο σπίτι μου να καπνίσει ποτέ. 

Γιατί θέλετε να τελειώσει η ζωή σας; Κουράστηκα. Δούλεψα πολύ στη ζωή μου… Σταμάτησα γιατί έπαθα εκείνο το μικρό εγκεφαλικό, έκανα τρία χειρουργεία. Μετά το «μια γυναίκα μόνο ξέρει». 

Σας στενοχωρεί που δεν τραγουδάτε πια; Καθόλου. Τελευταία φορά που τραγούδησα μπροστά σε κόσμο ήταν στην Κύπρο, στο Συνεδριακό Κέντρο. 

Όταν τραγουδούσατε τι νιώθατε; Θυμάστε; Ευτυχία!

Άλλο; Ευτυχία! Μ’ αγκάλιαζε ο κόσμος, με φιλούσε…

Βλέπετε όνειρα στον ύπνο σας; Ναι. Εχτές το βράδυ έβλεπα λουλούδια, κόσμο γύρω. Μου φαίνεται ότι ήταν κι ο Καζαντζίδης. 

Βλέπετε ακόμα στον ύπνο σας τον Καζαντζίδη; Άμα δεν πάω να του κάνω το μνημόσυνο, τον βλέπω…

Ποιους ανθρώπους αγαπάτε πιο πολύ τη ζωή σας; Μάνα είμαι, τα παιδιά μου. Αγαπάω επίσης πολύ τους βασανισμένους ανθρώπους. Τους πονάω!

Φοβηθήκατε ποτέ κάτι στη ζωή σας; Όχι. Ούτε και το θάνατο φοβάμαι. Εγώ έζησα για 100 ζωές, αγάπη μου. Έκλεισα όλα τα θέματα. Δεν έχω εκκρεμότητες.

Διαβάστε ακόμα: Κορίνα Βασιλείου: Η γυναίκα που ήταν πλάι στον Στέλιο Καζαντζίδη για 5 χρόνια – «Το '75 φύγαμε να κάνουμε πολιτικό γάμο στην Αμερική» (βίντεο)

Διαβάστε ακόμα: Καίτη Γκρέυ: Πέθανε σε ηλικία 100 ετών η σπουδαία τραγουδίστρια - Πότε θα πραγματοποιηθεί η κηδεία της; (φωτό & βίντεο)

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr