Δήμητρα Γαλάνη για όλα:τον πατέρα τενόρο, την μητέρα αισθητικό-τα 62 που κλείνει σήμερα, τα ναρκωτικά που ακούμπησε & άφησε αμέσως-τον Μ. Χατζηδάκη να της λέει:''τραγουδά σαν πγοσευχή μικγού παιδιού''
Το μαγνητοφωνάκι είναι on κι εγώ αρχίζω να εκφωνώ: Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014, συνέντευξη με τη Δήμητρα Γαλάνη στο σπίτι της για τη LifO... Πώς φαίνεται ότι είσαι άνθρωπος του αρχείου! Γιατί το λες;
Το μαγνητοφωνάκι είναι on κι εγώ αρχίζω να εκφωνώ: Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014, συνέντευξη με τη Δήμητρα Γαλάνη στο σπίτι της για τη LifO... Πώς φαίνεται ότι είσαι άνθρωπος του αρχείου! Γιατί το λες;
Έχω ακόμα την κασέτα με την πρώτη μας συνέντευξη για τον ΗΧΟ το 2001, νομίζω... Απλώς, κανένας δεν θα το ’κανε αυτό. Καταπληκτικό! Περισσότερο καταπληκτικό είναι που σήμερα κλείνουν 30 χρόνια από τον θάνατο του Βασίλη Τσιτσάνη και στην πορεία σου ευτύχησες να μοιραστείς ένα ντουέτο μαζί του. Πώς έγινε; Ο Τσιτσάνης με βρήκε. Του είχα μεγάλο θαυμασμό, παρ’ ότι δεν είχα μεγαλώσει με λαϊκά ακούσματα. Στο σπίτι μας, όμως –μέσα στην όπερα που άκουγε ο πατέρας μου–, αυτά τα πράγματα ήταν λίγο ζαλιστικά για ένα παιδί τότε... Ζαλιστικά; Εντάξει, βρε παιδί μου, ο πατέρας μου είχε κόλλημα.
Ήταν εξαίρετος τενόρος, με πολύ σοβαρές σπουδές στο είδος, και απλά ακούγαμε λίγο περισσότερο απ’ ό,τι έπρεπε (γέλια). Από ελληνική μουσική, λοιπόν, ακούγαμε Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Ξαρχάκο και Τσιτσάνη. Δεν νομίζω να ήταν μόνο δικό μας προνόμιο αυτό. Ο Τσιτσάνης αποτελεί κορυφαία προσωπικότητα του ελληνικού τραγουδιού, η στιγμή που ενώθηκε η πηγαία λαϊκή δημιουργία με τη σκέψη. Θα ήσουν κοριτσάκι όταν σε γνώρισε. Είμαι γεννημένη το 1952, άρα ναι, μιλάμε για το 1973-74. Ήμουν εικοσιενός ετών. Ήθελε να συναντηθούμε για να πω ένα τραγούδι του, το «Ακρογιαλιές δειλινά» – κοίτα να δεις που το συζητούσα αυτό προχθές κι έλεγα ότι ξεκίνησα τότε που γραφόταν η ιστορία του ελληνικού τραγουδιού! Παίζω εκεί μέσα με διάφορους τρόπους, συμβαίνουν πολύ οριακά πράγματα. Μου τηλεφώνησε, λοιπόν, ο Τσιτσάνης, μου ζήτησε να τραγουδήσω κι εγώ απάντησα με ένα σύμπλεγμα κάπως ότι δεν είμαι λαϊκή τραγουδίστρια. «Είσαι και δεν το ξέρεις, άσ’ τα αυτά» μου είπε και το συνειδητοποίησα μόλις μπήκαμε στο στούντιο.
Στην προσπάθειά μου να τον ικανοποιήσω, έφερα τη φωνή μου εκεί που την ήθελε. Τον είδα να ευχαριστιέται και από τότε κρατήσαμε άριστη σχέση. Μ’ αγαπούσε και τον αγαπούσα, κι αυτόν και την οικογένειά του. Πάμε λίγο στους γονείς, που όλοι τους κουβαλάμε. Τενόρος, είπες, ο πατέρας σου; Ο πατέρας μου ήταν δημόσιος υπάλληλος, στη ΔΕΗ δούλευε, αλλά είχε φωνάρα. Πολύ φτωχό παιδί από την Πρέβεζα, κατάφερε να πάρει υποτροφία και να έρθει για μουσικές σπουδές στην Αθήνα. Νομίζω πως υπήρξαν και συμμαθητές με τον Μίκη Θεοδωράκη στα θεωρητικά. Μιχάλης Γαλάνης ήταν το όνομά του. Άφησε κάποιο έργο πίσω του; Όχι, δυστυχώς. Θα το ήθελε, αλλά εγώ πιστεύω πως αυτό ήταν και το μεγάλο μαράζι της ζωής του, γι’ αυτό και «φόρτωσε» τόσο πολύ σ’ εμένα, βλέποντάς το τώρα από απόσταση. Με το που γεννήθηκα, αμέσως κατάλαβε την κλίση μου στη μουσική. Μοναχοκόρη ήσουν; Όχι, έχω και μια αδερφή μεγαλύτερη. Ήμουν όμως το «μικρό» και ξέρεις τώρα (γέλια).
Η μητέρα σου είχε κάποια σχέση με τη μουσική; Η μητέρα μου, η Παντελία-Λία, είχε ερωτευτεί, καταρχάς, πολύ τον πατέρα μου, είχαν βαθιά αγάπη μεταξύ τους. Είχε κάνει λίγο θέατρο, αλλά εκείνη την εποχή, μέσα στον πόλεμο και μετά, οι άνθρωποι συναντιούνταν διά της τέχνης. Αδερφικός φίλος του πατέρα μου και μετέπειτα νονός μου ήταν ο Φίλιππος ο Νάκας – μιλάμε για ένα περιβάλλον μουσικών ή ποιητών, χωρίς αυτό ν’ αποτελεί τον κανόνα. Η μητέρα μου ήταν αισθητικός και αργότερα επιχειρηματίας αισθητικός.
Θα ήταν από τις πρώτες αισθητικούς στην Αθήνα εκείνα τα χρόνια. Ήταν από τις πρώτες, ναι. Δυο-τρεις γυναίκες αισθητικοί υπήρχαν σε όλη την Ελλάδα. Έφυγε τελευταία, την έχασα πριν από τρία χρόνια. Και τους δύο τους περιέχω πολύ όμως. Ήμουν τυχερή, είχα γονείς που μας καλλιεργούσαν ό,τι αγαπούσαμε. Δεν μεγαλώσαμε με «μη» εμείς, είχαμε παρότρυνση κι επιβεβαίωση αυτών που θέλαμε. Ωραιότερο πράγμα δεν υπάρχει για ένα παιδί.
Έτσι διαμορφώνεται υγιής ψυχισμός. Από παιδιά μάς έτρεχαν στο θέατρο, σε συναυλίες. Ψωμί-τυρί, που λένε, μπορεί να μην είχαμε, αλλά η επαφή με την τέχνη ήταν η προτεραιότητά τους. Αρχικά, μου πήραν μια κιθάρα, αν και ο πατέρας μου δεν είχε καμία σχέση με το όργανο, αφού στα θεωρητικά του μαθήματα ασχολιόταν με το πιάνο. Ενώ, δηλαδή, είχαμε πιάνο στο σπίτι, στα 6-7 μου μού έφεραν ένα κιθαρόνι, όπου εγώ έμαθα αμέσως μόνη μου να παίζω. Εκεί ήταν που είπαν «κάτι συμβαίνει εδώ». Και το χάρισμα της φωνής πότε το ανακαλύψατε, κι εσύ κι εκείνοι; Δεν ήταν αυτό το ζητούμενό μου. Ούτε και των γονιών μου. Τραγουδούσα βέβαια πάντα στις παρέες και άρεσε και σ’ εμένα και στους άλλους, αλλά δεν είχα αυτό στο μυαλό μου. Όταν τότε φανταζόμουν τον εαυτό μου μες στη μουσική –γιατί ως παιδάκι είχα αλλάξει διάφορα επαγγέλματα στο μυαλό μου–, τον φανταζόμουν να γράφει συμφωνική μουσική, τραγούδια, να διευθύνει, τέτοια πράγματα. Δεν ακκιζόμουν ποτέ με το να είμαι μπροστά σ’ ένα μικρόφωνο.
Φαντάζομαι πόσο θα σε είχε συνεπάρει ως έφηβη όλη αυτή η έκρηξη του ευρωπαϊκού τραγουδιού των ’60s. Βέβαια, όλο αυτό το πράγμα. Η Τζόαν Μπαέζ, η Ζιλιέτ Γκρεκό, η Μπαρμπαρά, ο Μπρασένς. Όπως βέβαια και το ροκ εντ ρολ μέσα από τα 45άρια δισκάκια της αδερφής μου… Σου λέω, έπαιζαν αυτά στο σπίτι μας. Μέχρι που ο Δήμος Μούτσης σε ανακαλύπτει στα 16 σου. Έχω πάει στο σπίτι μιας φίλης μου, στην οποία αρέσει να παίρνω την κιθάρα μου και να της τραγουδάω, και καλεσμένος των γονιών της είναι ο Δήμος Μούτσης. Έρχεται μέσα να δει τη φίλη μου, «Άκου, βρε Δήμο, τη φίλη μου πώς τραγουδάει» του λέει. Εγώ δεν είχα καταλάβει ακριβώς ποιος ήταν, αν και ήξερα τα τραγούδια του. Μα, κι αυτός τότε θα ξεκινούσε.
Ναι, αλλά είχε κάνει ήδη επιτυχία, αφού εγώ του τραγούδησα «Στου Προφήτη Ηλία τα σοκάκια», επηρεασμένη από το ύφος της Αρλέτας. Ήταν πολύ εσωτερική η φωνή μου και ο Δήμος μου είπε «Εσύ έχεις φωνάρα, γιατί δεν τη βγάζεις; Να, ξέρεις το τραγούδι αυτό;» και μου προτείνει το δικό του. «Βεβαίως το ξέρω» του λέω κι αρχίζω με την κιθάρα. Τον είδα ν’ ανοίγουν τα μάτια του! «Έλα δω, παιδί μου», είπε, «εσύ είσαι μεγάλη φωνή». Πήγα σπίτι του, δουλέψαμε, κάναμε το ντέμο κι έγινε συνακρόαση με τον Λαμπρόπουλο στην Columbia. Τότε ο Λαμπρόπουλος άκουγε τα νέα τραγούδια μαζί με τους δημιουργούς ανά ομάδες ή κατά μόνας. Τους έβαζε ν’ ακούσουν και ρώταγε «Άκου αυτήν τη φωνή, πες μου τη γνώμη σου» κ.λπ. Έχτιζε παραγωγές βάσει της άποψης των δημιουργών, γι’ αυτό και βγήκε τόσο σημαντικό υλικό, από τον Τσιτσάνη μέχρι τον Χατζιδάκι. Ήταν και μια εταιρεία που είχε ήδη έναν τεράστιο κατάλογο. Η γνώμη, δηλαδή, των έντεχνων –πώς το λένε αυτό (γέλια)– μέχρι τους λαϊκούς συνθέτες ήταν πολύτιμη για τον Λαμπρόπουλο.
Πόσο λείπουν άνθρωποι σαν τον Λαμπρόπουλο για σένα που έχεις φάει τη δισκογραφία με το κουτάλι;
Γενικά, λείπει από τον τόπο αυτό η πνευματικότητα, όχι μόνο στη δισκογραφία. Η μεγάλη μας απώλεια! Πρώτα απ’ όλα, η πολιτική σήμερα δεν έχει καμία πνευματικότητα. Παγκόσμια είναι η κρίση, αλλά επειδή στην Ελλάδα η κατάσταση είναι χαοτική, είναι και τα πράγματα χειρότερα. Είναι απολύτως απαραίτητη η πνευματικότητα στον ηγέτη μιας χώρας. Πώς θα δώσει όραμα σε έναν λαό; Τεχνοκράτης, ναι, με χίλια, αλλά να έχει κι ένα όραμα. Εδώ βλέπουμε να προσπαθούν να εισβάλουν στη μνήμη και στον πολιτισμό μιας ολόκληρης χώρας διαλύοντάς τα!
Ο Μάνος Χατζιδάκις έλεγε «Κάθε εποχή έχει και τους πολιτικούς που της αξίζουν». Συμφωνώ σε έναν μεγάλο βαθμό, αλλά έχω και μια διαφωνία: Όταν δεν σου έχει έρθει, δηλαδή, τίποτε άλλο, τι να κάνεις;
Εσύ βλέπεις ιστορικά να έχουμε καλές περιπτώσεις; Απ’ την άλλη, βέβαια, δεν είναι και ό,τι πιο εύκολο να ηγείσαι μιας τόσο εξαρτώμενης χώρας όπως η Ελλάδα. Σαν να παίζεις σκάκι με τον Διάολο μοιάζει, αλλά λίγος πόνος, ρε παιδάκι μου, λίγη αγάπη γι’ αυτόν το λαό! Έλεος! Χρησιμοποιούν αυτόν το λαό, τον κακομαθαίνουν, τον κάνουν σαν τα μούτρα τους και μετά τον πετάνε στον κάλαθο. Αυτός ο λαϊκισμός οδηγεί σε ένα στύψιμο του λαού. Πόσο άπονοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, από ποια μάνα γεννήθηκαν; Προσπαθώ να καταλάβω. Άρα, λοιπόν, για να μην κολλήσουμε και θυμώσουμε, λέω πως η πνευματικότητα αναπτύχθηκε τη δεκαετία του ’60, ακόμη και του ’70, έστω μεσούσης μιας χούντας. Αισθανόταν ο κόσμος το χνότο του τέρατος στην πλάτη του, αλλά ήξερε πως κάποια στιγμή θα το διώξει. Σήμερα ξέρει; Δεν ξέρει ποιο είναι το τέρας...
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr