Ο Φίλιππος Κουτσαφτής για τη νέα του ταινία, «Αρκαδία χαίρε», για τη μεγάλη περιπέτεια της ζωής και του κινηματογράφου!

Ο Φίλιππος Κουτσαφτής είναι ο επίμονος κηπουρός του ελληνικού κινηματογράφου. Σκηνοθέτης και διευθυντής φωτογραφίας, ακούραστος παρατηρητής, «σκάβει» τον τόπο και ανατέμνει τον χρόνο, λούζοντας στο φως τα αόρατα νήματα του κόσμου. 

Οι ταινίες του μεταστοιχειώνουν το βλέμμα. Μετά από αυτές δε θα μπορέσεις ποτέ ξανά να δεις όπως πριν ό,τι θεωρούσες αυτονόητο. Η νέα του ταινία, «Αρκαδία χαίρε», είναι μια καταφίδηση στην αρκαδική γη, μια ταινία για την Αρχαία Τεγέα και την παντοτινή Αρκαδία. Συνομιλούμε μαζί του για το πέλαγος που είναι η μεγάλη περιπέτεια της ζωής και του κινηματογράφου και για την ανάγκη να οραματιζόμαστε, όχι απλώς να κοιτάμε.

Ανάμεσα σε δύο κόσμους
Είμαι από τη Ζαγορά Πηλίου. Γεννήθηκα το 1950. Κατέβηκα «ανυπόδητος» από αυτά τα βουνά στο Βόλο, και στη συνέχεια στην Αθήνα. Έζησα αυτούς τους δύο κόσμους, βιώνοντας το τέλος του Εμφυλίου και τον Ψυχρό Πόλεμο στην παιδική μου ηλικία. Αν και ήταν πάρα πολύ δύσκολα, θεωρώ τον εαυτό μου ευεργετημένο. Στο χωριό ζούσαμε σε συνθήκες της εποχής του Ησίοδου, δεν υπήρχαν παρά ελάχιστα αυτοκίνητα, ούτε δρόμοι, όλα γινόντουσαν χειρωνακτικά και με τα ζώα. Ο χειμώνας ήταν πολύ σκληρός. Δεν υπήρχε κάτι αυτονόητο. Το μόνο αυτονόητο ήταν ότι έπρεπε να παλέψεις για να διεκδικήσεις τη ζωή. Αυτό με ακολούθησε και στην Αθήνα, καθώς οι γονείς μου δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσω. Ο κάθε άνθρωπος έχει τη δική του προίκα. Η δική μου είναι αυτές οι 17 πασχαλιές που έζησα στη Ζαγορά.

Από τη μηχανολογία στη μηχανική του φωτός
Ασχολήθηκα με τη μηχανολογία, αλλά την άφησα γιατί ανακάλυψα κάτι που μου άρεσε περισσότερο. Για τυχαίους λόγους ασχολήθηκα ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία. Ο δρόμος που ακολούθησα έχει πολλά στοιχεία τυχαιότητας, όχι ότι δεν επιλέγει κανένας τον δρόμο στη ζωή του βέβαια… Στη Μεταπολίτευση βρήκα μια ευκαιρία να ασχοληθώ επαγγελματικά με τη φωτογραφία, και από εκεί με τον κινηματογράφο. Αυτό ήταν πολύ μεγάλο άλμα για μένα. Μπαίνοντας στον χώρο του κινηματογράφου γνώρισα τον γνωστό διευθυντή φωτογραφίας Ανδρέα Μπέλλη. Αυτό μου άνοιξε πολύ μεγάλους ορίζοντες. Δούλεψα για αρκετά χρόνια μαζί του. Πολλά χρόνια δουλεύω στον σχεδιασμό φωτισμών στο θέατρο. Έχω δουλέψει με πολύ σημαντικούς ανθρώπους του θεάτρου, αλλά και με πάρα πολύ σημαντικά κείμενα.


Στιγμιότυπο από το ντοκιμαντέρ «Αρκαδία Χαίρε»

Φως εκ φωτός
Έχω μια εμμονική αντίληψη για το φως σε σχέση με το πώς έχει διαχειριστεί το ελληνικό φως μέσα στην ιστορία της ελληνικής τέχνης. Είμαι ευτυχής γιατί σ’αυτή την καινούρια ταινία (σ.σ. «Αρκαδία Χαίρε») βρέθηκα στα βήματα του Σκόπα, που έκανε μια πολύ σπουδαία επανάσταση τον 4ο αιώνα π.Χ. Κάτι πολύ απλό – όπως όλες οι μεγάλες επαναστάσεις βασίζονται σε κάτι πολύ απλό τελικά. Βαθουλώνοντας τις κόγχες των ματιών και βάζοντας τα πρόσωπα να κοιτάνε λίγο λοξά προς τα πάνω, με τη φωτοσκίαση του ελληνικού φωτός, έδωσε αυτή τη δραματικότητα στις φόρμες, έβγαζε όλο αυτό το πάθος, την αγωνία. Για πρώτη φορά έχουμε την αρχή του εξπρεσιονισμού.

Κι αυτό είναι μια παρατήρηση που σχετίζεται καθαρά με το φως. Κι άλλες χώρες βρίσκονται στον ίδιο γεωγραφικό παράλληλο. Σε κάθε περίπτωση, το φως στην ελληνική τέχνη είναι μια πνευματική διάσταση. Εδώ όμως το προχωρήσανε ένα βήμα παρακάτω. Ας θυμηθούμε τα συγκλονιστικά κείμενα που επικαλούνται το φως: «Ακτίς αελίου το κάλλιστον επταπύλου φανέν Θήβα των προτέρων φάος…», λέει ο χορός στην Αντιγόνη. Είναι το φως που έρχεται και τελειώνει το σκοτάδι, την προηγούμενη κατάσταση δηλαδή. Όταν ήμουν διευθυντής φωτογραφίας, αυτό με απασχολούσε πάρα πολύ. Ενώ πέρασα μια μεγάλη περίοδο όπου αγαπούσαμε πολύ τα νυχτερινά, τα μπλε, τις ψυχρές ατμόσφαιρες, αυτό που στην ουσία βρίσκεις πιο βόρεια από ‘δω, με την ταινία με τον Δήμο Αβδελιώδη στη Χίο, «Το Δέντρο που πληγώναμε», πετύχαμε ένα νέο εικαστικό αποτέλεσμα.

Για την Αγέλαστο Πέτρα
Δεν περίμενα την επιτυχία της ταινίας. Ξεκίνησε σαν χιονοστιβάδα που γινόταν κάθε μέρα και κάτι περισσότερο. Είναι αυτό που λένε κάτι γιαγιάδες στα χωριά, «να σε φυλάει ο Θεός από τα πολύ καλά και τα πολύ κακά». Ήταν άβολο. Να μην είμαι αγνώμων όμως. Όταν κάνεις αυτή τη δουλειά, προσπαθείς κάποια στιγμή να επιβεβαιωθείς, να πεις ότι «κάτι έκανα». Η «Αγέλαστος Πέτρα» κάλυψε άπαξ όλο αυτό το κομμάτι της ανθρώπινης ματαιοδοξίας. Ακόμη ασχολούμαι μ’αυτή την ταινία. Ακόμη παίρνω μέιλ, ακόμη παίζεται. Η τελευταία επιτυχία ήταν ότι πέρυσι παίχτηκε στο Λούβρο. Χαίρομαι γιατί βοήθησε το ντοκιμαντέρ να γίνει από ανυπόληπτο είδος, κάτι, στην Ελλάδα.


Στιγμιότυπο από το ντοκιμαντέρ «Αγέλαστος Πέτρα»

Το ντοκιμαντέρ στη μετα «Αγέλαστου Πέτρας» εποχή
Πάντα διατηρούσα μια έκπληξη με όλον αυτόν τον τεράστιο κόσμο που δείχνει αυτό το ενδιαφέρον για το ντοκιμαντέρ. Ίσως επειδή κάνω άλλη δουλειά, έχω παρακολουθήσει ελάχιστα φεστιβάλ. Μια μικρή ανθρωποφοβία που έχω με απωθεί από όλο αυτό το πράγμα. Η ψηφιακή τεχνολογία έχει βοηθήσει πάρα πολύ τα πράγματα. Καταφέρνεις με πολύ λίγα χρήματα να αποκτήσεις μια εικόνα πολύ καλής ποιότητας. Είδα την ταινία μου στις προβολές του Φεστιβάλ και δεν πίστευα στα μάτια μου. Υπάρχουν όμως πολλές δυσκολίες. Υπάρχουν πολύ λίγα χρηματοδοτικά πρωτόκολλα για το ντοκιμαντέρ. Οι λίγες ταινίες που φτιάχνονται είναι σαν τις μποτίλιες στο πέλαγος. Δεν αρκεί να μπορείς απλώς να φτιάξεις μια ταινία, πρέπει αυτή να ολοκληρωθεί απευθυνόμενη σε μια αγορά. Έτσι θα μπορέσουν να υπάρξουν και οι δημιουργοί. Τι να πούμε; Αφού δεν έχουμε καν δημόσια τηλεόραση…

Η αρχή και το τέλος του κινηματογράφου
Οι ταινίες μου ξεκινούν από τη θέση της πλήρους άγνοιας. Καλό είναι να αποφεύγει κανείς τα στερεότυπα και να αφήνει τον εαυτό του ανοιχτό στην έρευνα, να είναι ανοιχτός να δεχτεί την ανατροπή των πραγμάτων. Και τελειώνουν εξίσου βασανιστικά. Μια ταινία είναι μια πολύ μεγάλη περιπέτεια. Ακόμη κι αν έχεις εξασφαλίσει χρηματοδότηση, η μεγάλη δυσκολία είναι να βρεις αυτόν τον δρόμο να διηγηθείς τα πράγματα, και κυρίως να βρεις την επιτυχημένη μορφή για να τα μεταγράψεις στην τέχνη του κινηματογράφου. Χωρίς να σου αφήνει αίσθηση της ολοκλήρωσης, με αποσιωπητικά, τρεις και τέσσερις τελείες…

Ο τόπος και ο χρόνος
Με ενδιαφέρει να βλέπω τον τόπο πέρα από μια απλή καταγραφή και περιγραφή, σαν ένα πεδίο αναζήτησης της ταυτότητας. Μπήκα στην περιπέτεια των ταινιών για να μάθω κάτι, γιατί δεν είχα την τύχη να σπουδάσω όσα ήθελα, είμαι ανεπαρκής απέναντι σε όλα αυτά. Ο τρόπος που δουλεύω είναι τελείως αντίθετος από τις συνήθεις ευρωπαϊκές πρακτικές. Οι ταινίες μου δεν είναι ψυχρές παραγωγές, αλλά βίωμα χρόνων.

Η πρόθεση αρχικά στην Ελευσίνα ήταν να παρατηρήσει κανείς την εξέλιξη μιας πόλης μέσα στον χρόνο. Ήμουν νέος τότε και είχα μια απέραντη αντίληψη για τον χρόνο. Η ταύτιση τόπου και ταυτότητας ήταν πιο ξεκάθαρη εκεί, υπάρχει όμως και στην Αρκαδία. Και η Ελευσίνα και η Αρκαδία είναι πολύ μεγάλα μεγέθη ως προς το τι φέρουν από τη μυθολογία και την Ιστορία, για να μπορέσεις να αναμετρηθείς μαζί τους και να νομίσεις ότι μπορείς να τα φέρεις στα μέτρα σου.

Γι’αυτό «τραβάω» τα θέματα περισσότερο από ό,τι γίνεται συνήθως, γιατί έτσι θεραπεύω τη δική μου ανεπάρκεια. Τα τρία συστατικά του ντοκιμαντέρ είναι έρευνα, έρευνα, έρευνα. Αυτό γίνεται μέχρι την τελευταία στιγμή. Στην Τεγέα δε θα βρεις τίποτα. Δεκαοχτώ χωριά με 2.000 κατοίκους και ελάχιστη κοινωνική ζωή. Χρειάστηκε ένας τεράστιος όγκος δουλειάς για να ανασυσταθεί ένας μύθος και για να αφηγηθεί αυτή η ιστορία. Στην Αρκαδία, αυτοί που πρωταγωνιστούν είναι οι απόντες, εκείνοι που έχουν εγκαταλείψει αυτό το μέρος ή εκείνοι που έχουν χαθεί οριστικά.

ΑΓΕΛΑΣΤΟΣ ΜΥΣΤΕΣ


Στιγμιότυπο από το ντοκιμαντέρ «Αγέλαστος Πέτρα»

«Όλα αυτά συνέβησαν ενώ η κάμερα ήταν εκεί…»
Δεν προκαλώ τα πράγματα γιατί δε θέλω να επεμβαίνω. Στο μέτρο του δυνατού βέβαια, γιατί μια κάμερα οριοθετεί τις σχέσεις με τον άλλο. Προσπαθώ να γνωρίζω τους ανθρώπους και να γνωρίζουν κι εκείνοι εμένα, για να φύγει η πρώτη επιφυλακτικότητα, η οποία στην Αρκαδία ήταν πάρα πολύ έντονη. Είναι όπως η δουλειά των αρχαιολόγων: σκάβεις και μπορεί να μη βρίσκεις τίποτα, ή ίσως να βρεις κάτι και να το συσχετίζεις με το επόμενο στοιχείο, και κάποια στιγμή, μετά από μακροχρόνια έρευνα, σχηματίζεις μια σχετική γενική εικόνα. Δεν είσαι πια ο ίδιος όταν τελειώνει μια ταινία. Στην περίπτωση της Ελευσίνας, κατά κάποιο τρόπο άλλαξε και η πόλη σε κάποιους τομείς, όπως λένε και οι ίδιοι, καθώς βρέθηκε στο επίκεντρο της δημοσιότητας μέσα από την ταινία. Υπάρχει ένας πολύ μεγάλος αριθμός επισκεπτών, ακόμη και εκτός Ελλάδας, τα «Αισχύλεια» πήραν μια άλλη τροπή,

Το σύγχρονο νεοελληνικό δράμα
Αναγνωρίζει κανείς σε κάθε βήμα το μεγάλο έλλειμμα παιδείας. Δε θεωρώ ότι είμαστε μακρινά εγγόνια του Περικλή ή του Σοφοκλή. Όμως έχουμε γεννηθεί σ’αυτόν τον τόπο, περπατάμε στις ίδιες πέτρες, ακροβατούμε στα ίδια ρήματα, ζούμε κάτω από την ίδια αγέλη των άστρων, έχουμε ως καθημερινότητά μας το ίδιο τοπίο και κυρίως μιλάμε την ίδια γλώσσα. Και λεγόμαστε και Έλληνες. Πρέπει όλο αυτό να το μεταγράψουμε σε παιδεία καταρχήν και σύγχρονο πολιτισμό.

Στην Τεγέα, ο ναός της Αλέας Αθηνάς του Σκόπα είναι περικυκλωμένος από το χωριό, λειτούργησε σαν ανοιχτό λατομείο. Ακόμη και ο αδιάφορος για την ιστορία, πώς μπορεί να αγνοήσει ότι ζει στην περίμετρο ενός ναού; Τριακόσια μέτρα από εκεί υπάρχει το γυμνάσιο και το λύκειο. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα δεν αναφέρει πουθενά τη λέξη Τεγέα, κατά συνέπεια οι καθηγητές δεν είναι υποχρεωμένοι να πουν ούτε μια λέξη στα παιδιά για την αρχαία Τεγέα. Ούτε κανένας καθηγητής ενδιαφέρθηκε ποτέ να μάθει ο ίδιος γι’αυτό και να πάρει τα παιδιά και να τα πάει στον ναό που είναι ανοιχτός, να καθήσουν εκεί να κάνουν το μάθημα, υπάρχει μεγαλύτερη ευλογία από αυτό;

Υπάρχουν πολλές δυσκολίες, ο καθένας βρίσκει πολλές δικαιολογίες. Είναι αυτό που έλεγε ο Γκαίτε, «δεν πρέπει να μπερδεύουμε την όραση με το όραμα». Η όραση έχει να κάνει με όλη αυτή τη μιζέρια που ζούμε. Το όραμα πρέπει να είναι αλλού. Και ένα και δύο παιδιά να ενδιαφερθούν, θα έχουμε ένα τεράστιο κοινωνικό όφελος, γιατί αυτό θα το φέρνουν συνέχεια στη ζωή τους.

Προσεχώς
Υπάρχει μια δουλειά που έχει ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν στο μινωικό ανάκτορο της Ζάκρου, στο ανατολικό άκρο της Κρήτης. Παρακολουθούσα τις ανασκαφές από το 1987 όσο ζούσε ο Νικόλαος Πλάτων, ο αρχαιολόγος που ανακάλυψε το ανάκτορο, καθώς και ένα μικρό χωριό με το ίδιο όνομα που υπάρχει λίγο πιο πάνω. Σήμερα έχει βρεθεί χρηματοδότηση για να ολοκληρωθεί η ταινία.
Παράλληλα είμαι στη διαδικασία προετοιμασίας μιας ταινίας για την Αίγινα, ενώ έχουν γίνει κάποιες πρώτες συζητήσεις επί ΝΕΡΙΤ με σκοπό να γίνουν δέκα επεισόδια όπου θα χρησιμοποιηθεί το υλικό που δεν μπήκε στην Αρκαδία και να αναπτυχθούν όλες αυτές οι θεματικές που τώρα περνάνε πάρα πολύ γρήγορα. Θα ήθελα να κάνω μια ταινία για το Πήλιο, ελπίζω να προφτάσω.

*To ντοκιμαντέρ «Αρκαδία Χαίρε» έκανε πρεμιέρα στο πλαίσιο της ενότητας «Η καταγραφή της μνήμης», του 17oυ Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης. Θα προβληθεί στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες από την εταιρεία Feelgood το φθινόπωρο του 2015.

Πηγη: Eculture.gr

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr