Λευτέρης Παπαδόπουλος: Γιατί ο Καζαντζίδης έγραφε στα αρχ..ια του τα λεφτά - Γιατί δεν συνεργάστηκα ποτέ με τον Μ. Χατζηδάκι''!
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο για την Ελλάδα. Αν τον ρωτήσεις, δηλώνει «δημοσιογράφος» αλλά πώς να αρκεστείς σε αυτό όταν έχει γράψει πάνω από 1300 τραγούδια, πολλά εκ των οποίων έχουν ενσωματωθεί στο DNA τριών τουλάχιστον γενιών Ελλήνων;
Η Popaganda τον συνάντησε στο σπίτι του, στην περιοχή του Μακρυγιάννη, και μιλήσαμε επί τέσσερις ολόκληρες ώρες για μουσική, πολιτική, ζωγραφική, την ΑΕΚ και για όσα άλλα τον χαρακτηρίζουν. Ακούσαμε ανέκδοτα τραγούδια σε demo ηχογραφήσεις, διαβάσαμε στίχους που δεν έχουν δει το φως της δημοσιότητας και συμφωνήσαμε στο ότι η αθυροστομία (η οποία τον χαρακτηρίζει) είναι ένας τρόπος εκτόνωσης και αυτοπροστασίας από τις κακές γλώσσες που ψάχνουν αφορμή για να αμφισβητήσουν. «Να σας φωνάζω πρόεδρο;», τον ρωτάω μόλις άναψε το φωτάκι του REC .
«Ασφαλώς. Η ιστορία με τους “Λευτεριστές”, όπου ήμουν τιμητικά πρόεδρος, ξεκίνησε από μια παρέα στην οποία ήταν επικεφαλής ο μέγας ποιητής Νίκος Καρούζος. Μαζευόμαστε κάθε Σάββατο και κάναμε χαβαλέ, τα πίναμε και λέγαμε καλαμπούρια. Αυτό συνεχιζόταν για χρόνια, ώσπου το 1992 έπαθα ένα έμφραγμα και το πρώτο πράγμα που είπαν οι γιατροί ήταν να κόψω το ούζο. Είπα να μην χαλάσουμε την παρέα. Έτσι όταν βρισκόμασταν, οι άλλοι έπιναν και μεράκλωναν αλλά εγώ την έβγαζα με εμφιαλωμένο νερό. Ε, δεν πήγαινε άλλο και έτσι το σταμάτησα. Μου έμεινε όμως ο τίτλος».
Του θυμίζω ότι σε μια συνέντευξή του έχει πει πως η εποχή δεν έχει ανάγκη τραγούδια κι αυτό τον κάνει να μην γράφει πια. Πώς κρατιέται ο πάντα δραστήριος, λαλίστατος και πολυγραφότατος Λευτέρης Παπαδόπουλος και δεν γράφει; «Η εποχή πράγματι δεν θέλει τραγούδια. Το ελληνικό τραγούδι πήρε φόρα κι έφτασε στους ουρανούς τη δεκαετία του ’60 όταν συνυπήρχαν άνθρωποι σαν τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι, τον Γκάτσο, τον Χριστοδούλου, τον Καμπανέλη, πρόσωπα τεράστια, μεγάλες δυνάμεις. Με τον καιρό όλοι αυτοί είτε κουράστηκαν και σταμάτησαν, είτε πέθαναν. Υπάρχει βέβαια ακόμα ο Μάνος Ελευθερίου αλλά κι αυτός γέρασε. Ξέμειναν λοιπόν στο τραγούδι κάτι παρακατιανοί που δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Ξεχωρίζω βέβαια από αυτούς μερικούς που έχουν ευαισθησία και ταλέντο, αλλά οι περισσότεροι είναι δειλοί, δεν τολμούν. Επίσης δεν γράφουν σε κατανοητή γλώσσα, πράγμα απαραίτητο για το λαϊκό τραγούδι. Πώς θα διαδοθεί και θα αγαπηθεί ένα τραγούδι αν δεν το καταλαβαίνει ο κόσμος; Πού να συγκριθούν αυτοί με τον Μίκη Θεοδωράκη, για παράδειγμα; Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ο υπέρτατος συνθέτης και μαζί του έχω κάνει περίπου 100 τραγούδια».
Δηλαδή επειδή υπήρξε ο Θεοδωράκης δεν έχει δικαίωμα να υπάρξει κανένας άλλος; Βγαίνω στην αντεπίθεση. «Δεν λέω ότι οι νεότεροι συνθέτες δεν έχουν δικαίωμα να γράφουν, όμως υπερβάλλουν πολύ για το πραγματικό μέγεθός τους, δίνουν μια διάσταση στο έργο τους πολύ μεγαλύτερη από αυτή που πρέπει. Τελευταία, τα γαλόνια μοιράζονται αφειδώς από εδώ και από κει και αυτό χαλάει τα πράγματα. Βέβαια δεν είναι εύκολο να βλέπει κανείς τη φάτσα του στην τηλεόραση και να μην την “ψωνίζει”. Αλλά θα σου το αντιστρέψω: όταν εγώ ήμουν ένα παιδί μιας φτωχής γειτονιάς της πλατείας Βικτωρίας, με μάνα παραδουλεύτρα και πατέρα τσαγκάρη και από τη μια μέρα στην άλλη όλη η Ελλάδα άρχισε να τραγουδάει δικά μου τραγούδια (σ.σ. «Άπονη Ζωή» και «Φτωχολογιά»), εγώ γιατί δεν την ψώνισα;»
Ειλικρινά -τον ρωτάω- δεν την ψωνίσατε ποτέ; «Όχι, διότι ήξερα γράμματα, είχα πάει στο Πανεπιστήμιο. Επίσης ήξερα ότι το τραγούδι ναι μεν είναι ωραίο και το αγαπώ, αλλά πόση διάρκεια μπορεί να έχει; Η “Άπονη ζωή” έχει ζήσει 50 χρόνια μα κάποια στιγμή θα σβήσει. Οι γενιές περνάνε κι ο κόσμος ξεχνάει. Στη δικιά μου γενιά τα τραγούδια αυτά ήταν κομμάτι της ζωής, στις νέες γενιές δεν λένε τίποτα κι αυτό το πιστεύω απολύτως. Αν είχαν λίγο μυαλό οι νέοι καλλιτέχνες θα έμπαιναν στον κόπο να συγκρίνουν αυτά που έχουν γράψει, με αυτά των προηγούμενων και τότε θα καταλάβαιναν ότι η ζωή δεν ξεκινάει ούτε τελειώνει σε αυτούς.»
Διαφωνούμε αλλά τα βρίσκουμε επί της αρχής. Θυμάται τον Μάνο Λοΐζο και την απλότητά του. «Ο Μάνος έγραφε πολύ δύσκολα, δεν του έβγαιναν αμέσως τα τραγούδια». Μιλάει πάντα χαμογελαστά για εκείνον, θυμώνει για ανθρώπους του τραγουδιού που είτε γράφουν ανακρίβειες, είτε αναλώνονται σε τραγούδια του που -όπως ισχυρίζεται- δεν ήταν και τόσο σπουδαία αλλά τους αποδόθηκε για κάποιο λόγο μεγάλη βαρύτητα, δυσανάλογη.
«Το “Δεν θα ξαναγαπήσω” είναι το καλύτερο τραγούδι που έχει γράψει ο Μάνος Λοΐζος, ο οποίος θα ήταν μάλλον ανύπαρκτος αν δεν είχαμε συναντηθεί. Ήμουν θυμάμαι σε μια μπουάτ και ήρθε με το γνωστό, συνεσταλμένο ύφος του και μου λέει “είστε ο κύριος Παπαδόπουλος; Πόσο θα ήθελα να γράψω τραγούδια μαζί σας…”. Ήταν πολύ ταλαντούχος, αμέσως συνεργαστήκαμε και τα τραγούδια που κάναμε μαζί καθόρισαν τη ζωή και την καριέρα του. Γίναμε καλό δίδυμο, από τα 80 τραγούδια που έχει γράψει, πάνω από τα μισά είναι σε δικούς μου στίχους. Πολλά από αυτά έγιναν εθνικές επιτυχίες. Ο Λοΐζος έχει γράψει ότι υπάρχουν πολλοί ατάλαντοι αλλά ένας και μοναδικός Λευτέρης.»
«Έχει γράψει επίσης ότι σας εκμεταλλεύτηκαν», του λέω. Πώς ακριβώς; Οικονομικά; «Όχι μόνο οικονομικά αλλά και στιχουργικά. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα: το “Αγριολούλουδο” του Καζαντζίδη είναι μια κουρελού από στίχους τραγουδιών μου. Αν το πάρεις στίχο-στίχο θα το καταλάβεις.»
Περνάμε στα παράξενα της πορείας του και αναρωτιέμαι γιατί δεν συνεργάστηκε ποτέ με τον Θάνο Μικρούτσικο και τον Μάνο Χατζιδάκι κι αν η ιστορία που έχει γραφτεί με το τραγούδι “Κεμάλ” είναι ακριβώς όπως την έχουμε διαβάσει. «Κάποτε ο Μάνος μου έστειλε μέσω του Πατσιφά μια μπομπίνα με τα τραγούδια που είχε κάνει στην Αμερική (σσ. Reflections) για να κρατήσω τις μελωδίες και να γράψω ό,τι στίχους θέλω στα ελληνικά. Είχα γράψει περίπου τέσσερα τραγούδια όταν με πήρε τηλέφωνο ο Πατσιφάς και μου μετέφερε την επιθυμία του Χατζιδάκι σε ένα συγκεκριμένο τραγούδι να μπει το όνομα “Κεμάλ”. Όταν ζήτησα να μάθω πρώτον ποιος ήταν ο Κεμάλ και δεύτερον γιατί γίνεται αυτή η παρεμβολή στη δουλειά μου, ο Πατσιφάς μου απάντησε μόνο ότι επρόκειτο για το όνομα του σκύλου ενός φίλου τού Χατζιδάκι. Ούτε καν το όνομα του φίλου! Εγώ ασφαλώς δεν το δέχτηκα αυτό.”
Γιατί όμως; «Φαντάζεσαι να έπαιρνα εγώ τον Λοΐζο και να του έλεγα να βάλει σε ένα τραγούδι το όνομα μιας κοπέλας με την οποία ενδεχομένως να ήμουν καψούρης εκείνη την περίοδο; Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα, προσβάλλουν την αφοσίωσή σου πάνω σε αυτό που κάνεις. Οπότε χάλασε η δουλειά. Μάλιστα όταν πρωτοείπα αυτή την ιστορία σε μια συνέντευξη, βγήκε κάποιος σε ένα περιοδικό κι έγραψε ότι ο Παπαδόπουλος βγήκε χαμένος από αυτή την ιστορία, το ίδιο και το ελληνικό τραγούδι. Μαλακίες. Εδώ βέβαια πρέπει να πούμε ότι ο Γκάτσος, ο οποίος ανέλαβε να γράψει τους στίχους μετά, έγραψε ένα εξαίρετο τραγούδι, κρατώντας ωστόσο το όνομα Κεμάλ για λογαριασμό του Χατζιδάκι. Όσον αφορά το Θάνο Μικρούτσικο, ο οποίος είναι πολύ νεότερος από εμένα, έχω την αίσθηση δεν μπορεί να γράψει πάνω σε δικούς μου στίχους, οι οποίοι είναι κατά βάση λαϊκοί. Οι μελωδίες του είναι αλλιώτικες και τα τραγούδια του επαναστατικά. Μας έχει δώσει ασφαλώς δυο καταπληκτικά τραγούδια, τη “Ρόζα” και το “Ερωτικό”».
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr