Made in Greece τα Organic Island, η Trinity Farm, το Rizovoli, το λάδι Βιώσσας & οι rizes - 5 success stories αλά ελληνικά!

Ταξίδεψαν. Έζησαν στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη. Σπούδασαν σε Ελλάδα και εξωτερικό. Εργάστηκαν σε μεγάλες επιχειρήσεις και πολλοί από αυτούς σε σημαντικές θέσεις. 

Η αγάπη τους, όμως, για την ελληνική περιφέρεια, τη γη, αλλά και η διάθεσή τους για δημιουργία, ήταν τέτοια, που τους έκανε να επιστρέψουν. Άφησαν πίσω τους τις κλειστές αίθουσες των meetings, το αυστηρό ωράριο μίας επιχείρησης. Την «είδαν» αλλιώς και αποφάσισαν να κάνουν το δικό τους βήμα σε τομείς αντίθετους από την πορεία τους μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Μελέτησαν σύγχρονες μεθόδους καλλιέργειας, ερεύνησαν  συστηματικά παραδοσιακά ελληνικά προϊόντα και δεν αρκέστηκαν στα μέχρι εκείνη τη στιγμή δεδομένα. Ασχολήθηκαν σημαντικά με την ενσωμάτωση της νέας γνώσης και της σύγχρονης οπτικής της καλλιέργειας στην παραδοσιακή ελληνική πραγματικότητα. Και αποτέλεσμα όλων αυτών είναι, κάποια ελληνικά προϊόντα, να βρίσκουν σιγά –σιγά το δρόμο τους, όχι μόνο σε εγχώρια ράφια, αλλά και στην ευρωπαϊκή και διεθνή αγορά. Προθήκες καταστημάτων σε Ευρώπη, Αμερική αλλά και Κίνα, φιλοξενούν εξαιρετικά παρθένα ελληνικά ελαιόλαδα, βιολογικά σύκα, όσπρια, ζυμαρικά, αρωματικά βότανα και πολλά ακόμη που ξεχωρίζουν για την ποιότητα τους.  Κοινή συνισταμένη όλων, ο σεβασμός για τη γη και η διαπίστωση ότι επιβραβεύεται αυτός που έχει υπομονή και αναμένει τα δώρα της φύσης. 
Organic Islands

Με άρωμα από τη Νάξο


«Ακούμε πολλές φορές παράπονα για την ελληνική πραγματικότητα και τις δυσκολίες που συναντάει κανείς στην προσπάθειά του να υλοποιήσει μια καινοτόμα επιχειρηματική ιδέα στη χώρα μας» θα μας πει ο Νίκος Χατζηανδρέου, ιδρυτής της Organic Islands, και καλλιεργητής αρωματικών φυτών στη Νάξο. Συνεχίζοντας, όμως, σημειώνει με νόημα πως «κάθε δυσκολία, μπορεί να ξεπεραστεί με σωστό προγραμματισμό εκ μέρους του επενδυτή.»

«Μετακόμισα στο νησί το 2008 με την οικογένεια μου. Μετά τις σπουδές μου στις διεθνείς σχέσεις αλλά και 8 χρόνια στην Αθήνα, όπου εργάστηκα ως σύμβουλος σε πολυεθνική επιχείρηση αποφάσισα να έρθω στο νησί και να ασχοληθώ με τη γη και την εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων του τόπου». Η αρχή και εδώ ήταν δύσκολη και είχε να αντιμετωπίσει σημαντικά γραφειοκρατικά προβλήματα αλλά και την έλλειψη της τεχνογνωσίας. «Η γνώση τότε ήταν πολύ περιορισμένη και στην αρχή επιδοθήκαμε σε κάποιους πειραματισμούς ώστε να καταφέρουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα.»

Δύο χρόνια μετά την εγκατάσταση στο νησί, ιδρύει την Organic Islands και μέχρι σήμερα έχει καταφέρει να αποσπάσει πολλά βραβεία ποιότητας από εγχώριους αλλά και διεθνείς οργανισμούς. Από τα 10 στρέμματα καλλιέργειας με τα οποία ξεκίνησε το 2010, έχει ήδη φτάσει τα 70 στρέμματα και ο στόχος, για το τέλος του 2015, είναι να φτάσει τα 100 στρέμματα. Ανάμεσα στα 10 είδη αρωματικών φυτών, που καλλιεργεί είναι η ρίγανη, το θυμάρι, το δεντρολίβανο, το φασκόμηλο, το μελισσόχορτο, η εχινάτσια και η καλέντουλα. Μέσα σε αυτό το διάστημα τα προϊόντα ταξιδεύουν ήδη σε Δανία, Γαλλία, Γερμανία και Αυστραλία, ενώ κάνει τις απαραίτητες κινήσεις ώστε αφενός να εδραιωθεί σε αυτές τις αγορές και αφετέρου να διευρυνθεί και σε άλλες όπως οι ΗΠΑ. 

Trinity Farm

«Η γη δεν με άφηνε ποτέ ασυγκίνητη»


Τρίτη γενικά αγροτικής οικογένειας, η Αλεξάνδρα Τσιαντή έβαλε ένα στοίχημα, να καταφέρει να μετατρέψει τα κτήματα της οικογένειας σε βιολογικά. «Δυσκολεύτηκα να πείσω τον πατέρα μου, ωστόσο έδωσε τον απαιτούμενο χώρο για αυτή την προσπάθεια.» Τόσο η Αλεξάνδρα, όσο και η αδερφή της, η Λίνα, είχαν πάντα σχέσεις με την ιδιαίτερη πατρίδα τους, την Αγία Τριάδα Φαρσάλων. Πήγαιναν εκεί τα καλοκαίρια αλλά και σε άλλες περιόδους. Παρακολουθούσαν τον πατέρα τους που καλλιεργούσε σιτηρά σε μεγάλη έκταση στην περιοχή. Η δρ. Αλεξάνδρα Τσιαντή, σπούδασε χημικός μηχανικός, εργάστηκε στο εξωτερικό και στη συνέχεια στην Ελλάδα. «Το ενδεχόμενο να ασχοληθώ με τη γη, δεν με άφηνε ποτέ ασυγκίνητη», θα μας πει η Αλεξάνδρα Τσιαντή, «ωστόσο δεν το είχα προσχεδιάσει. Αν μου έλεγες πριν από μερικά χρόνια ότι θα δουλεύω στη γη, δεν θα το πίστευα. Τώρα το απολαμβάνω». Σήμερα, με την ίδρυση της Trinity Farm, απλώνει τη βιολογική και βιοδυναμική καλλιέργεια σιτηρών σε έκταση 300 περίπου στρεμμάτων. «Ασχολήθηκα πολύ σοβαρά με το αντικείμενο. Επέλεξα τη βιοδυναμική καλλιέργεια, η οποία ορίζει τη μοναδικότητα κάθε αγροκτήματος με βάση το μικροκλίμα του αλλά και την ισορροπία του συστήματος. Με βάση αυτό, προτείνονται οι κατάλληλες κινήσεις στην κάθε καλλιέργεια». Η Trinity Farm παράγει όσπρια, κηπευτικά, αλεύρι, πατάτες, καρότα, άσπρο και κόκκινο κρεμμύδι, σκόρδα, και ζυμαρικά.

Το περιβάλλον
«Μεγάλωνα σ' ένα περιβάλλον όπου η γεωργία ήταν παραδοσιακά αντρική δουλειά. Οι γυναίκες προετοιμάζονταν για να αποκτήσουν τα εφόδια ώστε να μπορέσουν να στήσουν το σπιτικό τους, μετά από σπουδές ή όχι. Έτσι λοιπόν, δεν υπήρχε ουσιαστική σχέση  με τη γεωργική πρακτική, ήταν όμως έντονο το συναισθηματικό μέρος, καθώς οι προσπάθειες των προηγούμενων γενιών αποτελούσαν σημείο αναφοράς. Γεγονός είναι ότι ακόμα και τα χρόνια των σπουδών μου, σε αντικείμενο μη σχετικό με τη γεωργία, ακόμα και τα χρόνια της ζωής με τη δική μου πλέον οικογένεια, μακριά από το κτήμα, υπήρχε πάντα ένας προβληματισμός για το μέλλον του». Από τη συζήτησή μας είναι σαφής η διάχυτη επιθυμία που είχε για τη συνέχιση της οικογενειακής αγροτικής παράδοσης. «Η ανάγκη μου να συνυπάρξω με τον πατέρα μου στο κτήμα μας για να μου μεταφέρει τεχνογνωσία και εκείνος να εισπράξει ικανοποίηση για τη συνέχιση αυτή ήταν μεγάλη. Η αναπάντεχη και συγκυριακή μετεγκατάσταση στα πάτρια εδάφη το 2000, η μετέπειτα ευαισθητοποίησή μου για τη διατροφή και το περιβάλλον μέσα από τυχαία γεγονότα, η προκήρυξη ενός προγράμματος για τη βιολογική γεωργία στη συνέχεια, συντέλεσαν στην ενασχόλησή μου με την καλλιέργεια της οικογενειακής γης».


Πολλές ώρες της ημέρας της περνάει στα κτήματα, ενημερώνεται για νέες τάσεις, παρακολουθεί ό,τι καινούριο στον τομέα των βιολογικών καλλιεργειών. Αποτελεί για αυτήν μεγάλη πρόκληση και θεωρεί τον εαυτό της «τυχερό» σε σχέση με άλλους συναδέλφους της. «Σε συζητήσεις με αγρότες, ειδικά με πτυχιούχους που δεν άσκησαν την επιστήμη τους αλλά ασχολήθηκαν με τη γεωργία, συνήθως στην οικογενειακή γη, βλέπω κάποιον προβληματισμό για το πώς θα ήταν η ζωή τους αν τα πράγματα ήταν αλλιώς, αν δηλαδή είχαν ακολουθήσει έναν άλλο επαγγελματικό δρόμο. Η δική μου ενασχόληση με τη γη ήταν συνειδητή επιλογή. Θεωρώ τον εαυτό μου ιδιαίτερα τυχερό διότι είχα την ευκαιρία αυτή – έζησα στην πόλη και είχα μια ικανοποιητική επαγγελματική ζωή.» 
Σε σχέση με το σήμερα και τις δυσκολίες, η Αλεξάνδρα σημειώνει: «Σήμερα, υπάρχουν αγωνίες και άγχος, κυρίως επειδή οι αστάθμητοι παράγοντες είναι περισσότεροι από κάθε άλλη φορά, με πρωταγωνιστή τον καιρό. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει ωράριο, δεν υπάρχουν ημέρες ξεκούρασης καθορισμένες, ιδιαίτερα από όταν η κτηνοτροφία εντάχθηκε στο πρόγραμμά μας. Αλλά υπάρχει η χαρά της επαφής με τη φύση, με το θαύμα αυτό που λέγεται ζωή είτε όταν ο σπόρος γίνεται φυτό ή όταν μεγαλώνει το κοπάδι μας. Το γεγονός ότι έχουμε ικανοποιημένους πελάτες θα μπορούσε ίσως να συγκριθεί με την ευχαρίστηση που νοιώθει κάθε επαγγελματίας που κάνει σωστά τη δουλειά του. Αυτό που δεν συγκρίνεται, είναι η γνώση  που προσφέρει η βέλτιστη μεθοδολογία, αυτή της βιοδυναμικής γεωργίας,  που δίνει στον κόσμο γευστική τροφή με ακεραιότητα, με διατηρησιμότητα και ηπιότητα για τη γη».     

Λάδι Βιώσσας

Το καλό λάδι της Μεσσηνίας


Το ότι η Μεσσηνία είναι γνωστή για το λάδι της και για την ποιότητά του δεν σημαίνει αυτόματα ότι όλα τα ελαιόλαδα είναι καλά. Ο Βασίλης Νικολαϊδης, από μικρός έμαθε να ξεχωρίζει το καλό ελαιόλαδο, αλλά και τον τρόπο καλλιέργειας της ελιάς. Σπούδασε μηχανικός υπολογιστών και ασχολήθηκε αρκετά χρόνια αποκλειστικά με αυτό. Σε κάποια στιγμή, συνειδητοποίησε ότι η ενασχόληση με τη φύση, αλλά και ειδικότερα με τον οικογενειακό ελαιώνα, θα μπορούσε να καλύψει μία εσωτερική ανάγκη δημιουργίας, τόσο δική του, όσο και των αδερφών του. Πολύ γρήγορα, ξεκίνησε ένας αγώνας  με στόχο την επανατοποθέτηση του προϊόντος στην αγορά.

Τα αδέρφια της οικογένειας Νικολαϊδη, καλλιεργούν βιολογικά των ελαιώνα τους στο Κεφαλόβρυσο Μεσσηνίας και ο στόχος τους είναι ένας: «Το καλύτερο ποιοτικό ελαιόλαδο σε μία συσκευασία υψηλής αισθητικής». Η ετήσια παραγωγή τους, φτάνει περίπου στους 5 τόνους και δεν θέλουν να αυξήσουν αυτή την ποσότητα, καθώς εκτιμούν ότι αυτό ενδέχεται να τους οδηγήσει σε εκπτώσεις στην ποιότητα, κάτι το οποίο δεν θέλουν. «Η ενασχόληση με τον ελαιώνα προέκυψε ως μια ανάγκη συνάντησης με την άμεση φύση, ως μια προσπάθεια απομάκρυνσης από μύριες μεσιτεύσεις στην καθημερινότητά μας», μας λέει ο Βασίλης Νικολαϊδης. Η ύπαρξη του ελαιώνα και η διατήρησή του από τους γονείς τους ήταν η προϋπόθεση για την εγκατάστασή τους στην περιοχή και την καθετοποίησης της παραγωγής για ένα πραγματικά high premium εξαιρετικά παρθένο ελαιολάδο, το «Λάδι Βιώσας». 

Η ενασχόληση με τον ελαιώνα και η παραγωγή του «Λάδι Βιώσας», φέρνει οπωσδήποτε κάποιες αλλαγές στη ζωή τους, ωστόσο, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Βασίλης, «η ζωή σπάνια αλλάζει αστραπιαία ή όταν υπάρξει αυτό, κάτι σπουδαίο ή τραγικό έχει συμβεί. Με βάση, λοιπόν, ότι δεν συνέβη κάτι τέτοιο στην ζωή μου, η μετάβαση μπορεί να θεωρηθεί ήπια και οι διαφορές ίσως μικρές.» Μέσα από αυτή την ενασχόληση διευρύνει τον κύκλο του, αποκτά σημαντικές εμπειρίες και διαφοροποιεί ουσιαστικά την καθημερινότητα. «Μας έδωσε τη δυνατότητα να έρθουμε σε επαφή με παραγωγούς, αγρότες, καλλιτέχνες, χειροτέχνες κ.τ.λ. σε μια πορεία δημιουργίας όπως εμείς τη θέλαμε, χωρίς να πρέπει να επιλέξουμε από έναν κατάλογο εταιρική ταυτότητα.  Εν ολίγοις, ανατράπηκε η ασφαλής εργασία και σε αυτή την αντεστραμμένη όψη της καθημερινότητας εντοπίζεται η βασική διαφορά...» 
Rizovoli

Τα ξερά σύκα της Εύβοιας

Η αρχή έγινε το 2012, όταν τέσσερις άνθρωποι με πολύ διάθεση, πίστεψαν στις δυνάμεις της γης, αλλά και στο μέλλον της αγροτικής παραγωγής. Τόσο ο Κώστας και ο Βάιος, όσο και οι γυναίκες τους, επένδυσαν στα ονομαστά σύκα της Κύμης. Στην Κύμη Ευβοίας και σε ένα κτήμα 20 περίπου στρεμμάτων, δημιουργήσαν μία πρότυπη μονάδα παραγωγής και αποξήρανσης σύκου, με 300 δέντρα.  Μιλώντας με τον Κώστα Λάμπρου, που είναι και υπεύθυνος παραγωγής της Rizovoli, εύκολα διαπιστώνεις την αγάπη για το προϊόν αλλά και τη γη.

«Η καταγωγή από την περιοχή της Κύμης, το ενδιαφέρον για μια νέα σχέση με την ύπαιθρο και η ιδεολογική μας ταύτιση, ότι οι θησαυροί αυτής της χώρας βρίσκονται δίπλα μας και έρχονται από παλιά, μέσα από διαδρομές των προηγούμενων γενεών, στάθηκε η αφορμή να ξεκινήσει αυτό το ταξίδι για μένα και την οικογένεια μου. Στόχος αυτής της προσπάθειας είναι να προωθήσει την παράδοση στον τρόπο παραγωγής  του σύκου της Κύμης, ως προϊόντος Π.Ο.Π. και να αναδείξει το μοναδικό αυτό προϊόν με την ξεχωριστή γεύση και την υψηλή διατροφική αξία, ώστε να εδραιωθεί σαν μια υγιεινή διατροφική επιλογή. Μετά από τέσσερα χρόνια σκληρής και με αγάπη δουλειάς, έχουμε καταφέρει να αναδείξουμε τα προϊόντα σύκου Κύμης: παραδοσιακά αποξηραμένα σύκα, συκόμελο από αποξηραμένα σύκα και βότανα της περιοχής, παστέλι σύκου με αμύγδαλο η καρύδι και μαρμελάδα σύκου από φρέσκα σύκα».

Σχετικά με την απόφασή τους να ασχοληθούν ενεργά με τη φύση και με την καλλιέργεια, όπως μας λέει, μεγάλο ρόλο έπαιξε η γενικότερη κατάσταση που δημιούργησε η κρίση,  η στασιμότητα και η έλλειψη δημιουργικότητας στο χώρο εργασίας. Ο Κώστας είναι αρχιτέκτονας, και ψάχνοντας μία διέξοδο την εντόπισε εκτός πόλης, με νέα δεδομένα και «ίσως με περισσότερες δυσκολίες». Το σίγουρο είναι ότι αυτό αποτέλεσε μία καινούρια αρχή για τη ζωή τους. «Η αποτίμηση αυτής της επιλογής είναι καθημερινή, κοπιαστική αλλά πάνω από όλα καθαρή και ζωντανή, γεμάτη όνειρα που ζητάνε την πραγματοποίησή τους». 

Στις ρίζες τους…


Πολλά χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα, αποφάσισαν να ζήσουν ο Μανώλης Βασιλειάδης και η Ζωή Ναλμπάντη, όταν η κρίση τους ώθησε σε ένα νέο ξεκίνημα. Πήγαν να βρουν τις ρίζες τους, εκεί στη Μακεδονία απ` όπου και κατάγονται και βρέθηκαν στον Κρόκο Κοζάνης. Η επιλογή του τόπου έγινε με βάση την τοπική παραγωγή, καθώς η νέα επιχειρηματική τους ενασχόληση θα ήταν στον τομέα των ποιοτικών ελληνικών προϊόντων. «Θέλαμε να δημιουργήσουμε μία οικοτεχνία ελληνικών delicatessen προϊόντων. Ένα εργαστήριο, όπου μπορούμε να μαγειρεύουμε με 100% φυσικά προϊόντα, αξιοποιώντας παραδοσιακές συνταγές και με απόλυτο σεβασμό στις αρχές της ελληνικής διατροφής.» Τόσο ο Μανώλης, όσο και η Ζωή, από την αρχή της συζήτησής μας, είναι ξεκάθαροι. Ποτέ δεν αγάπησαν τις μεγάλες πόλεις και η παραμονή τους σε αυτή, θα αποτελούσε το μέσο και μόνο για να κάνουν τη δική τους επιχείρηση. 
«Πριν ακόμη αποφασίσουμε να μετακομίσουμε για επαγγελματικούς λόγους στην Αθήνα το 2003, στο μυαλό μας είχαμε πάντα ότι η παραμονή μας εκεί είναι για μερικά χρόνια, μέχρι να αποκτήσουμε την οικονομική δυνατότητα για τη δική μας επιχείρηση. Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι αμέτρητες ώρες δουλειάς και η καθημερινότητα αναβάλανε συνεχώς τον αρχικό μας στόχο. Η οικονομική κρίση μας έδωσε την ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουμε τις επιθυμίες και τις προτεραιότητές μας. Το εγχείρημα “rizes” αρχίσαμε να το σκεφτόμαστε 2010, η υλοποίησή του άρχισε το καλοκαίρι του 2012 και ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 2013. Αν και η προηγούμενη επαγγελματική μας δραστηριότητα δεν είχε καμία σχέση με το χώρο των τροφίμων, τολμήσαμε να το επιχειρήσουμε λόγω της αγάπης μας για το νόστιμο ελληνικό φαγητό. Κι προχωράμε με πολλή έρευνα, πολύ διάβασμα, πολλές συναντήσεις και αμέτρητες ώρες γευστικών δοκιμών». Ωστόσο, όπως εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς, η πορεία αυτή ούτε εύκολη είναι ούτε χωρίς προβλήματα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τα γραφειοκρατικά προβλήματα που θα αντιμετωπίσει κανείς αλλά και απρόοπτα έξοδα που πολλές φορές μπορούν να φέρουν τα πάνω κάτω! 
«Τα σημαντικότερα προβλήματα  που αντιμετωπίσαμε κατά την περίοδο προετοιμασίας του εργαστηρίου μας, ήταν κυρίως γραφειοκρατικά. Ξεκινήσαμε τη μελέτη των εγκαταστάσεων με ένα συγκεκριμένο νόμο και την ολοκληρώσαμε με έναν άλλο. Γιατί στον ενδιάμεσο χρόνο είχαμε νέα υγειονομική διάταξη. Έχω αφιερώσει απίστευτα πολύ χρόνο στη μελέτη νομοθεσίας, διατάξεων, κωδικών και μέτρων εφαρμογής. Κανένα αρχικό μας πλάνο μας δεν επαληθεύτηκε χρονικά, επειδή κάθε εμπλεκόμενη υπηρεσία είχε το δικό της χρόνο ανταπόκρισης, από μερικές ημέρες έως και μερικούς μήνες. Η συνεργασία μας με ένα εξαιρετικό γραφείο τεχνολόγων τροφίμων, καθώς και η πολύωρη προσωπική μας ενασχόληση με έρευνα και δοκιμές, μας βοήθησαν από τα πρώτα μας βήματα και έτσι συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα».

Οι δυσκολίες της προσαρμογής

Όσο ευχάριστη και αν φαντάζει η ζωή σε ένα χωριό, μακριά από τις σκοτούρες της μεγάλης πόλης, υπάρχουν και αρκετά στοιχεία που την κάνουν δύσκολη, τουλάχιστον τον πρώτο καιρό. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μανώλης και η Ζωή, δεν συνήθισαν εύκολα. «Στους πρώτους μήνες, η προσαρμογή ήταν δύσκολη. Η επιστροφή, ως μόνιμοι κάτοικοι ενός χωριού μετά από 21 χρόνια, έκρυβε πολλές αλλαγές νοοτροπίας και συνηθειών, οι οποίες αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς μας έως τότε. Από τα μικρά καθημερινά όπως η έλλειψη ανελκυστήρα, φωτεινών σηματοδοτών, ενεργοποίησης συναγερμού φεύγοντας από το σπίτι, της αίσθηση ότι το αυτοκίνητο είναι η προέκταση των παπουτσιών μας, της κίνησης άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, μέχρι τα βασικά χαρακτηριστικά της αστικής ζωής όπως η ένταση, το κυκλοφοριακό, η περιορισμένη ανθρώπινη επικοινωνία, η αναμονή σε ουρές super market ή υπηρεσιών, τα επανειλημμένα βλέμματα στο ρολόι που ακολουθούν τη σκέψη ‘θα προλάβω;’… Τώρα πια, μετά από τρία χρόνια, έχουμε προσαρμοστεί στη ζωή του χωριού, κρατώντας ωστόσο αρκετές συνήθειες της πόλης. Η μεσημεριανή σιέστα, για παράδειγμα, όπως συνηθίζουν οι περισσότεροι εδώ, δεν περιλαμβάνεται στο καθημερινό μας πρόγραμμα.»  Κλείνοντας τη συζήτησή μας, εκφράζουν και οι δυό τους την απόλυτη στήριξή τους στο project που ακούει στο όνομα rizes, και το μόνο που θα άλλαζαν, θα ήταν να είχαν ξεκινήσει με τις rizes, λίγα χρόνια νωρίτερα.

Πηγή: athinorama.gr - Δημήτρης Σταθόπουλος

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr