«Η Αφροδίτη της Ανάφης», το νέο μυθιστόρημα του συνάδελφου Δημήτρη Κωνσταντάρα, μόλις κυκλοφόρησε-Αξίζει να το διαβάσετε
Κυκλοφόρησε από την ΕΜΠΕΙΡΙΑ Εκδοτική το νέο μυθιστόρημα του δημοσιογράφου Δημήτρη Κωνσταντάρα με τίτλο «Η Αφροδίτη της Ανάφης».
Κυκλοφόρησε από την ΕΜΠΕΙΡΙΑ Εκδοτική το νέο μυθιστόρημα του δημοσιογράφου Δημήτρη Κωνσταντάρα με τίτλο «Η Αφροδίτη της Ανάφης».
Διαβάστε μερικά αποσπάσματα του βιβλίου, όπως τα διάλεξε ο ίδιος ο συγγραφέας του:
Κεφάλαιο 3 :
Δεν μπορούσε να καταλάβει καλά τι γινόταν γύρω της η Αφροδίτη. Πολλή φασαρία, κόσμος έβγαινε κι έμπαινε, λέξεις που δεν ήταν σίγουρη τι σήμαιναν όπως «πόλεμος», «εισβολή», «Ιταλοί», «Γερμανοί», «Μουσολίνι», «Χίτλερ» άκουγε απ΄ όλους όσοι έμπαιναν κι έβγαιναν στο σπίτι.κι αυτή, το μόνο που σκεφτόταν ήταν ότι πεινούσε. Ήταν Οκτώβρης του 1940, είχε κλείσει το καλοκαίρι τα δέκα χρόνια της και δεν ήξερε πολλά πράγματα για τίποτα. Ήταν μόνη στο σπίτι. Ο κυρ Νικόλας ήταν στη δουλειά, ο Γιώργος το ίδιο και η κυρά Κατίνα.που να ξέρει κανείς πού ήταν η κυρά Κατίνα ; Παντού και πουθενά. Αφού στο σπίτι ήταν η Αφροδίτη;
Η Αφροδίτη παράτησε το άπλωμα των ρούχων στη μέση και βγήκε στο δρόμο. Επικρατούσε μια ασυνήθιστη κατάσταση. Το 10χρονο κοριτσάκι δεν μπορούσε να αντιληφθεί γιατί γινόταν αυτό που γινόταν, γιατί όλοι έτρεχαν σαν αλαφιασμένοι , γιατί κυκλοφορούσαν ξαφνικά τόσα αυτοκίνητα, γιατί όπου και να γύρναγε υπήρχε τόσος κόσμος μαζεμένος σε ομάδες και κουβέντιαζε υψηλόφωνα ή άκουγε κάποιο ραδιόφωνο, ανοιχτό στο μάξιμουμ. Είχε και τόσο καιρό να δει τη Στέλλα που της μιλούσε και της έλεγε πράγματα και καμιά φορά, την έβαζε να γράφει κάποιες λέξεις και να διαβάζει για να μην ξεχάσει κι αυτά τα λίγα που είχε μάθει και της μάθαινε καινούργιες λέξεις και της έλεγε πώς να ξεχωρίζει τις «κακές» λέξεις που το Αφροδιτάκι τις άκουγε αλλά δεν ήξερε ότι ήταν «κακές» και τις επαναλάμβανε.
Προχώρησε προς τη γωνία, «χώθηκε» σε μια μικρή ομάδα γειτόνων που άκουγε ένα ραδιόφωνο που έπαιζε δυνατά σε μια γειτονική αυλή. Κάποιος μιλούσε, δεν κατάλαβε τι έλεγε, παρατήρησε όμως τα πρόσωπα των ανθρώπων στενοχωρημένα, γεμάτα προβληματισμό, απορημένα, έκπληκτα, στεναχωρημένα. Υπήρχε μια αναστάτωση. Τι είχε συμβεί;
«Τι έγινε κυρία Μαρία;» ρώτησε μια γειτόνισσα που την ήξερε καλά. Ούτε που σταμάτησε εκείνη να της μιλήσει. «Πόλεμο Αφροδίτη μου.έχουμε πόλεμο.πήγαινε σπίτι» της είπε προχωρώντας γρήγορα, προφανώς προς το σπίτι της .
«Πόλεμο;» αναρωτήθηκε η Αφροδίτη . «Δηλαδή;» Γύρισε αμέσως στο σπίτι. Μαντάλωσε την εξώπορτα της αυλής και συνέχισε το άπλωμα. Η δουλειά δεν μπορούσε να περιμένει. Κάποια στιγμή , κάποιος θα της εξηγούσε και θα καταλάβαινε. Σκέφτηκε να μπει στο σπίτι και ν ανοίξει το ραδιόφωνο αλλά θυμήθηκε τις αυστηρές εντολές του κυρ Νικόλα: «Σ αυτό το ραδιόφωνο, το χέρι σου δεν θα το βάλεις ποτέ. Άκουσες; Δεν έχεις καμιά δουλειά στο ραδιόφωνο. Αυτό είναι εγγλέζικο ραδιόφωνο, σούπερ μοντέρνο και θα το ανοίγω και θα το κλείνω μόνο εγώ» της είχε πει. Κι άλλες φορές είχε επιθυμήσει να ανοίξει το ραδιόφωνο, ν ακούσει λίγη μουσική, ν ακούσει τραγουδάκια που της άρεσαν πολύ αλλά τον έτρεμε τον κυρ Νικόλα. Κι αφού είπε «Μακριά απ΄το ραδιόφωνο».
Άλλωστε είχε ελάχιστα πράγματα που μπορούσε να τα αποκαλέσει «δικά» της. Μεταξύ αυτών, σίγουρα δεν υπήρχε ένα ραδιόφωνο. Της έλλειπε η παρουσία και η στοργή της μάνας που δεν την είχε γνωρίσει αλλά τους άκουγε όλους να μιλούν γι αυτήν και τη μισούσε γιατί είχε πεθάνει. Τής έλλειπε η γιαγιά της που τη λάτρευε αλλά είχε πεθάνει κι αυτή ξαφνικά και φυσικά, τη μισούσε κι αυτήν που είχε πεθάνει. Της ήταν αδύνατον να καταλάβει γιατί ο μπαμπάς της δεν την ήθελε και την είχε δώσει στον παππού και τη γιαγιά, δεν καταλάβαινε γιατί η γυναίκα που είχε παντρευτεί ο μπαμπάς της δεν ήθελε να γίνει μαμά της, δεν καταλάβαινε γιατί όταν πέθανε η γιαγιά την είχαν σταματήσει από το σχολείο και την είχαν στείλει να μείνει αρκετά πιο κάτω, μακριά απ΄ το σπίτι, στο σπίτι της κυρά Κατίνας που δεν ήταν συγγενής τους ,ούτε θεία της , ούτε τίποτα και ούτε ήθελε να γίνει γιατί όλο δουλειές της έδινε να κάνει.τόσα πολλά πράγματα που της έλλειπαν, τόσα πολλά πράγματα που δεν καταλάβαινε.
«Για το καλό σου» της είχε πει αρκετές φορές κι ο μπαμπάς της κι ο παππούς της και όλοι. Μόνο που αυτή δεν το καταλάβαινε το « καλό της».
«Μα πως γίνεται να μη μου αρέσει τίποτα από όλα αυτά που γίνονται και ο μπαμπάς να μου λέει ότι είναι για το καλό μου; Ετσι είναι το καλό μου; Δε μου αρέσει» είχε πει κάποιο βράδι τον αδελφό της σ΄ εκείνα τα περίεργα τετ α τετ μεταξύ παράθυρου και κλαδιού συκιάς. « Αλλά τίποτε απ΄ όλα αυτά που γίνονται να μην είναι καλό και να μη μ αρέσει; Έτσι είναι τα καλά; Χάλια; "
Τι να της απαντήσει ο Στέλιος;
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr