Μια Ελληνίδα μαθαίνει Κινέζους μαθητές την ιστορία & τον πολιτισμό μας - Μια θαυμάσια διήγηση
Μια καλοκαιρινή ιστορία για την εκπαίδευση, τον τουρισμό και την κρίση.
Η Όλγα Αυγουστάτου γράφει στη Athens Voice για την εμπειρία που είχε να συνοδεύσει μια ομάδα Κινέζων μαθητών στην Ελλάδα και να τους μάθει για την ιστορία και τον πολιτισμό μας.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο παρακάτω:
Can u teach in English? Αυτό έλεγε το μήνυμα στο messenger του fb, από παλιό μαθητή κι αγαπημένο φίλο που διδάσκει αγγλικά στην Κίνα. Την επόμενη, το μήνυμα έγινε συγκεκριμένο: «μια ομάδα Κινέζων μαθητών (12-15 ετών) πρόκειται να έρθει στην Ελλάδα κι αναζητούν καθηγητή για μια βδομάδα ο οποίος θα τους γνωρίσει τον αρχαίο κόσμο, από την προϊστορία ως το Βυζάντιο και θα τους συνοδεύει σε επισκέψεις σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους. Κατέβασε το we chat, να μιλήσεις με την υπεύθυνη».
Έτσι μπήκε στη ζωή μου η εξαιρετική Diana Jone, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου, Κινέζα από μητέρα κι Αμερικανίδα από πατέρα με αγάπη και γνώση για την Ελλάδα και τον πολιτισμό της.
Το σχέδιό της: να οργανώνει επισκέψεις μαθητών από την Κίνα στην Ελλάδα, σε πολύ μικρές ομάδες, έως 10 παιδιά, στα οποία θα παρέχεται ελληνική παιδεία στα αγγλικά, με σκοπό να γνωρίσουν την παλιότερη παράδοση, αλλά και τη σύγχρονη Ελλάδα, ζώντας 10 μέρες ως Έλληνες.
Η ομάδα των Ελλήνων συνεργατών, με τη δική της καθοδήγηση, είχε ετοιμάσει το πρόγραμμα διαμονής κι επισκέψεων κι εγώ, από μια παραξενιά της τύχης, βρέθηκα να κάνω το εκπαιδευτικό, σχολικό ας πούμε κομμάτι, ενώ οι άλλοι τα είχαν οργανώσει όλα, μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια.
Γνώρισα λοιπόν, στο χώρο που είχε κλειστεί ειδικά για τα μαθήματα μας, στου Ψυρρή, τον Hank, τον Baggio, τον Vincent, τον Achill, τη Maggie, τη Jessica, την Doris και τη Lucy, αλλά και τη σύνοδο τους, μητέρα του ενός, την April. Όταν μου συστήθηκαν, ανακουφίστηκα που δεν θα είχα να μάθω τα δύσκολα κινεζικά ονόματα, ξαφνιάστηκα κιόλας από την ευκολία με την οποία παίρνουν ονόματα δυτικά, ακόμη κι από τον ποδοσφαιριστή που είναι ο αγαπημένος τους.
Στην μικρή μου τάξη, με το κεντρικό τραπέζι, τους βρήκα να κάθονται αγόρια και κορίτσια χωριστά. Είχαν ήδη βγάλει από την τσάντα τους το τετράδιο και το στυλό τους.
Το πρώτο που τους ρώτησα είναι τι ξέρουν για την Ελλάδα, αρχαία ή σύγχρονη. Με τη συνεργασία ολόκληρης της ομάδας η απάντηση έδινε τη δυνατότητα να μην ξεκινήσω από το μηδέν.
Στο τέλος της έκτης μέρας γνώριζαν να απαντήσουν σε ερωτήσεις, που διατύπωναν οι ίδιοι, όπως: τι ήταν η πόλη, γιατί η Αθήνα και η Σπάρτη ήταν αντίπαλες, πώς κουβαλήθηκαν τα μάρμαρα του Παρθενώνα, γιατί οι θεοί τιμωρούσαν, πώς άρχισαν οι αθλητικοί αγώνες.
Ήταν σε θέση να προφέρουν τα γράμματα και να διαβάζουν λέξεις στα Ελληνικά, είχαν παρατηρήσει τη βρώμικη πόλη και τα συμπτώματα της κρίσης και, τέλος, δεν είχαν μείνει πίσω στην απίθανη ποσότητα καλοκαιρινού homework που είχαν φέρει μαζί τους.
Δεν ήταν ρομποτάκια, δεν ήταν υποτακτικά παιδιά, δεν ήταν καθόλου τέλεια. Ήταν παιδιά της ηλικίας τους, λίγο πιο συντηρητικά ίσως από το γιο μου, αλλά διασκεδαστικά και με χιούμορ, με ανάγκη για ανθρώπινη επαφή, ακόμη και για μαμαδίστικα χάδια.
Επίσης, δεν ήταν μαθητές ακριβών ιδιωτικών σχολείων, αλλά κρατικών πολύ ανταγωνιστικών σχολείων.
Αυτό πραγματικά μου εξήγησε γιατί βγαίνουν πρώτοι στις παγκόσμιες κατατάξεις, δουλεύουν και συναγωνίζονται συνεχώς, σε όλα κρίνονται και κατατάσσονται.
Ακόμη κι αν ανήκεις σε ένα τμήμα «χαρισματικών» παιδιών που η αξιολόγηση είναι πιο αυστηρή και τα διαγωνίσματα δυσκολότερα, στο τέλος θα μπεις στη γενική κατάταξη όλων και θα εμφανιστείς, φυσικά, χαμηλότερα από τους άριστους των κανονικών τάξεων.
Γκρινιάζουν και αγχώνονται, τους απασχολεί το υψηλό ποσοστό αυτοκτονιών νέων παιδιών από το σχολικό άγχος και τέλος κατηγορούν το σύστημά τους ότι «δεν τους μαθαίνει τίποτα, μόνο τους προετοιμάζει για το Πανεπιστήμιο».
Αυτό που είδα εγώ, είναι παιδιά που ξέρουν να μαθαίνουν, αγαπούν τη γνώση, ακόμη και τους δασκάλους.
Δεν ήμουν μόνο εγώ που τα παρατήρησα αυτά. Η Μαριέλα Δουμπού, η δασκάλα τους για την κίνηση, το θεατρικό παιχνίδι και τη δημιουργική απασχόληση παρατήρησε τη διάθεση τους, τη συνεργασία τους, το πόσο με μια απλή σύσταση ξαναγυρνούσαν στην ουσία του μαθήματος μαζί της που τους ωθούσε στην εξωστρέφεια και στην ελευθερία της έκφρασης με το σώμα και τη φωνή. Δεν είναι λοιπόν μόνο καλοί στα τυπικά σχολικά, αλλά σε όλα τα πεδία.
Με εντυπωσίασε η προσαρμοστικότητά τους στο ελληνικό, σπιτικό βέβαια φαγητό που τους ετοίμαζε η μητέρα του Χρήστου, από παστίτσιο, ντοματοκεφτέδες, γιουβέτσι ως σολομό και μακαρονάδα με θαλασσινά και η αγάπη τους για τα ελληνικά γλυκά.
Όταν έμαθαν να φτιάχνουν λουκουμάδες είπαν ότι ήταν το ωραιότερο γλυκό της ζωής τους. Την τολμηρή πρόταση του Baggio για παστίτσιο σερβιρισμένο με παγωτό σοκολάτα δεν την δοκίμασαν όλοι.
Άφησα για το τέλος λίγα λόγια για την ελληνική ομάδα που από τύχη έγινα μέλος της.
Ο Χρήστος Ρίζος, οικονομολόγος με ΜΒΑ που άφησε την εργασία του στην τραπεζα για να ασχοληθεί με τον εκπαιδευτικό τουρισμό από την Κίνα, ο εξαιρετικός φωτογράφος μας Μιχάλης Παπανικολάου, σκηνοθέτης, δημιουργός Αpp για τους ιδιοκτήτες κατοικίδιων, η Μαριέλα φοιτήτρια δραματικής σχολής και αθλήτρια, αλλά και οι γονείς του Χρήστου που προετοίμαζαν με επαγγελματικό τρόπο και παρουσίαση φρεσκομαγειρεμένο φαγητό και γλυκά, κι εγώ μια φιλόλογος που είχε δηλώσει ότι δεν θα ξαναδιδάξει.
Ακόμη θεωρώ σημαντική, τη δυνατότητα να μείνουν σε διαμερίσματα κι όχι σε ξενοδοχείο. Νομίζω είμαστε ένα καλό δείγμα της καλής πλευράς της κρίσης και θα ήθελα εδώ να προσθέσω και τα λόγια που κρυφάκουσα από την φύλακα των Προπυλαίων: «δεν είναι δυνατόν να δουλεύεις εδώ και να μην ανατριχιάζεις από την ομορφιά του μνημείου!»
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr