Κωνσταντίνος Ρήγος σκηνοθετεί τη Μαρία Ναυπλιώτου, την Τάνια Τσανακλίδου και την Νάντια Μπουλέ! «Ήταν όνειρο μου το ''Καμπαρέ''»
Λίγο προτού τα καλλίγραμα κορίτσια ανέβουν στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής με στόχο να μεταφέρουν τον αέρα του αισθησιασμού του «Καμπαρέ», ο σκηνοθέτης του πολυαναμενόμενου μιούζικαλ Κωνσταντίνος Ρήγος μιλά στη Μαρία Κρύου και στο athinorama.gr
Λίγο προτού τα καλλίγραμα κορίτσια ανέβουν στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής με στόχο να μεταφέρουν τον αέρα του αισθησιασμού του «Καμπαρέ», ο σκηνοθέτης του πολυαναμενόμενου μιούζικαλ Κωνσταντίνος Ρήγος μιλά στη Μαρία Κρύου και στο athinorama.gr
Εδώ και δέκα χρόνια ήθελε ο Κωνσταντίνος Ρήγος να ανεβάσει το πολυβραβευμένο «Καμπαρέ» των Τζο Μάστεροφ, Φρεντ Εμπ και Τζον Κάντερ, που άφησε εποχή στην κινηματογραφική εκδοχή του 1972, με την αξέχαστη Λάιζα Μινέλι στο ρόλο της Σάλι Μπόουλς. Τώρα το όνειρό του γίνεται πραγματικότητα από την εταιρεία παραγωγής Live2, η οποία ανέλαβε την παραγωγή και ο ίδιος δεν κρύβει τον ενθουσιασμό του: «Είμαι ευτυχισμένος που κάνω το “Καμπαρέ” με αυτούς τους καλλιτέχνες που μπορούν να προσφέρουν ουσιαστικά στο όλο εγχείρημα, στην αναζήτηση δηλαδή ενός δεύτερου επιπέδου σε αυτό το πολυδιάστατο έργο, το οποίο προσωπικά θα χαρακτήριζα υπαρξιακό δράμα».
Είχες προαποφασίσει ποια θα ήταν η πρωταγωνιστική ομάδα;
Ήταν εξαρχής δεδομένο ότι ήθελα να κάνω το «Καμπαρέ» με τη Μαρία Ναυπλιώτου στο ρόλο της Σάλι Μπόουλς. Σταδιακά άρχισε να διαμορφώνεται η ερμηνευτική ομάδα. Όταν πρότεινα στον Δημήτρη Λιγνάδη το ρόλο του Κομπέρ, ρόλο-κλειδί για το έργο, περίμενα με αγωνία την απάντηση. Όταν είπε το «ναι», ησύχασα και είπα μέσα μου: τώρα μπορούμε να κάνουμε την παράσταση. Είναι ιδανικός γι’ αυτόν γιατί είναι και ο ίδιος καυστικός, ενώ ταυτόχρονα είναι ένας πολύ δυνατός ηθοποιός. Στην πορεία άρχισε να συμπληρώνεται το καστ με την Τάνια Τσανακλίδου στο ρόλο της φροϊλάιν Σνάιντερ, τον Μιχάλη Μητρούση ως χερ Σουλτζ, τον Παναγιώτη Μπουγιούρη ως Ερνστ Λούντβιχ, τον Γιώργο Νανούρη στο ρόλο του Κλίφορντ Μπράντσο και τη Νάντια Μπουλέ ως φροϊλάιν Κοστ. Όπως θα δείτε είναι όλοι εξαιρετικά ταιριαστοί στο ρόλο τους.
Πως έπεισες την Τάνια Τσανακλίδου να αποχωριστεί το Πήλιο και να κατεβεί στην Αθήνα για να ξαναπαίξει σε παράσταση;
Η Τάνια έχει έναν ιδανικό συνδυασμό: είναι ερμηνεύτρια και ηθοποιός. Λόγω της πρότερης εμπειρίας της στο θέατρο, μπόρεσε να προσεγγίσει το ρόλο με την ευαισθησία και την εμμονή που χρειάζεται. Το έργο ήταν το αρχικό κίνητρο. Στην πορεία πιστεύω ότι παρέμεινε επειδή μέσα στους δύο μήνες πρόβας αγάπησε όλο αυτό που γίνεται. Μπήκε τόσο βαθιά στην παράσταση, που είχε τη γενναιοδωρία να φέρει από την γκαρνταρόμπα της κοστούμια τα οποία είχε φορέσει σε παλιότερες παραστάσεις και να τα προσφέρει στη Μαρία και τη Νάντια. Είχαμε τις διαφωνίες μας αλλά και τις συμφωνίες μας. Όπως με όλους. Δουλέψαμε όλοι σκληρά. Σε αυτήν την παραγωγή «διαγωνίζονται» τρεις μεγάλες κατηγορίες, ο χορός, το τραγούδι και η υποκριτική. Δουλεύτηκαν όλα σταδιακά και στην πορεία έδεσαν.
Η παράσταση βασίζεται στην κινηματογραφική εκδοχή;
Η παράσταση δεν έχει καμία σχέση με την ταινία, βασίζεται αποκλειστικά στο έργο των Τζο Μάστεροφ, Φρεντ Εμπ και Τζον Κάντερ. Παρακολουθούμε τη ζωή μιας σειράς ανθρώπων (κάποιοι δεν υπάρχουν καν στην ταινία) σε μια εποχή κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων στη Γερμανία. Στο κέντρο της πλοκής, η νεαρή περφόρμερ Σάλι Μπόουλς εμπλέκεται συναισθηματικά με έναν Αμερικανό συγγραφέα. Σε παράλληλο επίπεδο κινείται η σχέση ενός μεσόκοπου ζευγαριού, της σπιτονοικοκυράς του Μπράντσο με έναν Εβραίο μανάβη. Πάνω σε όλους αυτούς και στην ταραγμένη εποχή –που σηματοδοτεί την παρακμή της Βαϊμάρης– πέφτει η σχολιαστική ματιά του Κομπέρ, ενός πληθωρικού παρουσιαστή με σαρδόνιο χιούμορ. Τραγούδια όπως το «Μoney, money» σχολιάζουν με έναν τρόπο την κοινωνικοπολιτική κατάσταση, που έχει κοινά με το σήμερα. Το χρήμα κάνει τον κόσμο να γυρίζει, λέει το τραγούδι, κι εμείς εδώ θέλαμε διακαώς να το αποκτήσουμε με κάθε κόστος.
Την εποχή που η Δημοκρατία της Βαϊμάρης το 1920 κατάργησε τη λογοκρισία, τα καμπαρέ άνθησαν παρωδώντας και σατιρίζοντας τα πάντα και παρουσιάζοντας σόου με έντονο ερωτισμό. Η παράστασή σας έχει ατμόσφαιρα αυθεντικού γερμανικού καμπαρέ;
Πράγματι, μιλάμε για μια τολμηρή κι αισθητικά ακραία εποχή, πολύ προχωρημένη. Με κάποιον τρόπο η παράσταση έχει ατμόσφαιρα γερμανικού καμπαρέ. Βγαίνουν μια μελαγχολία κι ένας ερωτισμός. Φαίνεται η ουσία του έργου, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει κι ένα ψυχαγωγικό κομμάτι. Και αν υπαινίσσεσαι κάτι για το γυμνό, σε αυτήν την παράσταση δυστυχώς δεν υπάρχει – έχει πλάκα γιατί λένε ότι εγώ χρησιμοποιώ γυμνό στις παραστάσεις μου, ενώ στην Αθήνα γίνονται τόσες παραστάσεις με γυμνό. Όλα συμβαίνουν σε ένα σκηνικό χώρο φτιαγμένο με ρεαλιστικά στοιχεία. Μοιάζει ασπρόμαυρο, αλλά ταυτόχρονα έχει το γκλαμ και το αρτ ντεκό του ’30.
Ποια φράση κλείνει μέσα της όλη την ουσία του έργου;
Αυτό που λέει ο Κομπέρ: «Κι αν με φιλήσεις, κι αν μ’ αγαπάς, τη ζωή δεν τη νοιάζει για μας». Δεν συγκινούμαι εύκολα σε δουλειές που κάνω. Η τελευταία όμως σκηνή του αποχαιρετισμού με συγκινεί απίστευτα. Το κείμενο ρέει όμορφα στη μετάφραση της Έρι Κύργια και οι στίχοι των τραγουδιών που απόδωσε στα ελληνικά ο Νίκος Μωραΐτης μεταφέρουν όλο το νόημα.
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr