Μαζικές πωλήσεις ακινήτων για την αποπληρωμή χρεών - Τέλος οι κληρονομιές σε παιδιά & εγγόνια
Περίοδος δομικών μεταβολών θεωρείται η τρέχουσα για την αγορά ακινήτων στη χώρα, καθώς, όπως διαπιστώνουν φορείς του κλάδου, τα ελληνικά νοικοκυριά επιδίδονται στην πώληση της πλεονάζουσας ακίνητης περιουσίας τους, προκειμένου να ανασάνουν οικονομικά και να αποπληρώσουν υποχρεώσεις και χρέη
Γράφει ο Νίκος Ρουσάνογλου στην Καθημερινή
Περίοδος δομικών μεταβολών θεωρείται η τρέχουσα για την αγορά ακινήτων στη χώρα, καθώς, όπως διαπιστώνουν φορείς του κλάδου, τα ελληνικά νοικοκυριά επιδίδονται στην πώληση της πλεονάζουσας ακίνητης περιουσίας τους, προκειμένου να ανασάνουν οικονομικά και να αποπληρώσουν υποχρεώσεις και χρέη.
«Η κατοχή ακινήτων μόνο και μόνο για να τα κληροδοτήσει κανείς στους απογόνους του ή να προικίσει τα παιδιά του έχει αρχίσει να φθίνει ως πρακτική, μετά την υπερδεκαετή κρίση και τα χρέη που αυτή συσσώρευσε σε πλειάδα νοικοκυριών», αναφέρει ο Λευτέρης Ποταμιάνος, πρόεδρος του Συλλόγου Μεσιτών Αθηνών – Αττικής.
Στο πλαίσιο αυτό, κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου, ιδίως από το 2021 και μετά, καταγράφεται αυξημένη κινητικότητα στο μέτωπο των πωλήσεων διαμερισμάτων, οικοπέδων και άλλων ακινήτων, που δεν ιδιοχρησιμοποιούνται από τα νοικοκυριά. Πρόκειται για το τρίτο ή το τέταρτο ακίνητο μιας οικογένειας, π.χ. ένα μικρό διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας ή στον Πειραιά, ένα κτήμα στο χωριό ή κάτι συναφές, το οποίο είχε αποκτηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες, με στόχο να κληροδοτηθεί στους απογόνους/κληρονόμους του ιδιοκτήτη.
Αυτά τα ακίνητα πωλούνται σήμερα μαζικά στην αγορά, προκειμένου οι κάτοχοί τους να αποπληρώσουν μια σειρά από χρέη, από πιστωτικές κάρτες και καταναλωτικά δάνεια μέχρι στεγαστικά και λογαριασμούς ενέργειας. Οπως τονίζει ο κ. Ποταμιάνος, «παρατηρείται μια κόπωση πολλών νοικοκυριών αναφορικά με τη συνεχή προσπάθειά τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Ξεκίνησε το 2010-2011 με την οικονομική κρίση και εν πολλοίς συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, καθώς σχεδόν αμέσως μετά την ολοκλήρωση των μνημονίων ξεκίνησε η υγειονομική κρίση και τώρα η ενεργειακή κρίση και το κύμα ακρίβειας». Στο πλαίσιο αυτό, πολλοί είναι εκείνοι που επιλέγουν να ρευστοποιήσουν την πλεονάζουσα ακίνητη περιουσία τους, ώστε να μην έχουν πλέον τη συνεχή πίεση των οικονομικών υποχρεώσεων.
Πρόκειται για ακίνητα που κατά κύριο λόγο αποτιμώνται σε αξίες της τάξεως των 10.000 έως και 80.000 ευρώ, και τα οποία σήμερα είναι πιο εύκολο να πωληθούν κοντά στις πραγματικές τιμές τους, συγκριτικά με την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Τότε, όπως και σήμερα, πολλοί αναζητούσαν ρευστότητα μέσω της πώλησης περιουσιακών στοιχείων τους, ωστόσο η απουσία αγοραστικού ενδιαφέροντος άφησε πολλά ακίνητα «στα αζήτητα», ενώ όσα διατέθηκαν τελικά, πωλήθηκαν σε τιμές πολύ χαμηλότερες σε σχέση με σήμερα.
Πρόκειται για ακίνητα που κατά κύριο λόγο αποτιμώνται σε αξίες της τάξεως των 10.000 έως και 80.000 ευρώ.
Αντιθέτως, σήμερα υπάρχει γόνιμο έδαφος και ενδιαφερόμενοι τόσο Ελληνες όσο και επενδυτές από το εξωτερικό, εφόσον τα προς πώληση ακίνητα προσφέρονται για κάτι τέτοιο (π.χ. πρόκειται για διαμερίσματα κατάλληλα για αξιοποίηση μέσω βραχυχρόνιας μίσθωσης). Σύμφωνα με μεσιτικά γραφεία, όσοι αποκτούν τα ακίνητα αυτά ενδιαφέρονται κυρίως για την κεφαλαιοποίηση μελλοντικών υπεραξιών, π.χ. σε πέντε χρόνια από σήμερα, καθώς εκτιμούν ότι οι αξίες θα κινηθούν ανοδικά τα επόμενα χρόνια.
Ακόμα ένας λόγος που κινητοποιεί πολλούς ενδιαφερόμενους αγοραστές είναι και το γεγονός ότι απομένουν πλέον λίγοι μήνες, κατά τους οποίους τα επιτόκια θα παραμείνουν σε τόσο χαμηλό επίπεδο. Με δεδομένο λοιπόν ότι ξεκινάει ένας κύκλος ανόδου των επιτοκίων, αρκετοί κρίνουν ότι η περίοδος αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία για μια σημαντική επένδυση στην αγορά ακινήτων.
Τι δείχνουν τα στοιχεία
Η εικόνα αυτή αποτυπώνεται πλέον και στους αριθμούς. Σύμφωνα με σχετική έρευνα που πραγματοποίησε το μεσιτικό γραφείο RE/MAX Estate, αξιοποιώντας τα στοιχεία του Μητρώου Αξιών Ακινήτων του υπ. Οικονομικών, κατά το 2021 καταγράφηκε σημαντική αύξηση των αγοραπωλησιών κατοικιών στο μεγαλύτερο μέρος της Αττικής.
Η μεγαλύτερη αύξηση με 94% παρατηρήθηκε στην περιοχή της Δυτικής Αττικής, ενώ ακολούθησαν με σχεδόν 30% τα προάστια του Πειραιά. Αύξηση κατά 26% σημειώθηκε στις αγοραπωλησίες κατοικιών στην Ανατολική Αττική, ενώ στο κέντρο της Αθήνας παρατηρήθηκε μικρή πτώση κατά 1%, γεγονός που αποδίδεται κυρίως στην απουσία αγοραστών από το εξωτερικό και δη την Κίνα, που είχαν κυριαρχήσει τα προηγούμενα χρόνια.
Αντίστοιχα, στα νότια προάστια (με βάση την κατηγοριοποίηση του μητρώου) σημειώθηκε αύξηση αγοραπωλησιών κατά 10,4%, με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να καταγράφονται στο Παλαιό Φάληρο (23%), στην Καισαριανή (36%) και στην περιοχή του Ζωγράφου (21,8%). Στις περιοχές των βορείων προαστίων, η μέση αύξηση των αγοραπωλησιών άγγιξε το 16%, ωστόσο υπήρξαν περιοχές με πολύ υψηλότερη άνοδο, όπως π.χ. η Λυκόβρυση – Πεύκη, όπου οι συναλλαγές κατοικιών εκτοξεύθηκαν κατά 100%.
Αύξηση κατά 55,4% σημειώθηκε στο Γαλάτσι και κατά 52,6% στην περιοχή Φιλοθέη – Ψυχικού. Στη Δυτική Αττική, η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρήθηκε στην περιοχή της Μάνδρας με 380%, ενώ ακολούθησε εκείνη της Ελευσίνας με άνοδο κατά 111%. Στα δυτικά προάστια, οι αγοραπωλησίες κατοικιών αυξήθηκαν κατά 6,4%, ενώ ξεχώρισαν οι περιοχές των Αγίων Αναργύρων – Καματερού (40,75%), Χαϊδαρίου (25,7%) και Πετρουπόλεως (18,18%).
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr