Πολυτίμη Κολιοπάνου ή Πόλυ Πάνου: Η τελευταία συνέντευξη και το σχόλιο για την Μελίνα Ασλανίδου με το «Τι σου 'κανα και πίνεις» (φωτό & βίντεο)
Η λαϊκή τραγουδίστρια «έφυγε» σαν σήμερα από την ζωή στις 27 Σπετεμβρίου του 2013
Η Πόλυ Πάνου, το πραγματικό όνομα της οποίας ήταν Πολυτίμη Κολιοπάνου, «έφυγε» σαν σήμερα από την ζωή στις 27 Σπετεμβρίου του 2013.
Η αγαπημένη Ελληνίδα λαϊκή τραγουδίστρια γεννήθηκε στην Αθήνα στις 28 Οκτωβρίου 1940, όμως μεγάλωσε στην Πάτρα.
Μπήκε στη δισκογραφία με το «Πήρα τη στράτα την κακιά» (1952) του Μπιθικώτση. Συνέχισε με το «Να πας να πεις της μάνας μου» των Ζαμπέτα και Τσάντα (1956) και «Πάρε το δαχτυλίδι μου» (1958, του Γιώργου Μητσάκη), «Τ' αδέλφια δε χωρίζουνε» (1959, του Καλδάρα), «Άλλα μου λεν τα μάτια σου» (1959, με στίχους του Κώστα Μάνεση), «Τα λιμάνια» (1960, του Βασίλη Τσιτσάνη, «Ένα σφάλμα έκανα» (1960), «Εσένα δε σου άξιζε αγάπη» (1962, με στίχους και μουσική του Γιάννη Καραμπεσίνη), «Ο κόσμος όλος με κατακρίνει"» (1962, του Καλδάρα) και άλλα.
Ίδρυσε, αρχικά μαζί με τον Πάνο Γαβαλά, τη δισκογραφική εταιρεία «Βεντέτα», ενώ ήταν η πρώτη που τραγούδησε «Τα παιδιά του Πειραιά» (1960) που έγινε αργότερα διεθνής επιτυχία.
Απεβίωσε στις 27 Σεπτεμβρίου 2013 στην Αθήνα μετά από άνιση μάχη με τον καρκίνο.
Η τελευταία της συνέντευξη και η αναφορά στην Μελίνα Ασλανίδου
Η μεγάλη κυρία του λαϊκού τραγουδιού το 2011 είχε δώσει τη τελευταία της συνέντευξη στον Θανάση Γιώγλου, ενώ μαζί τους ήταν ο καλός φίλος και ανιψιός της Αποστόλης Γιαννακίδης.
Ακολουθεί όλη η συνέντευξη, όπως δημοσιεύτηκε από τον κ. Γιώργλου στο ogdoo.gr:
Κυρία Πάνου, αφού σας ευχαριστήσω για τη φιλοξενία, θα ήθελα ξεκινώντας την κουβέντα μας, να μου πείτε για τα πρώτα χρόνια στην Πάτρα, στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Τι ακούσματα είχατε τότε εκεί;
Έκανα σκασιαρχείο από το σχολείο μου, πήγαινα στα Ψηλαλώνια, άκουγα τα καινούργια τραγούδια που έβγαιναν, τα αποστήθιζα αμέσως και πήγαινα στο σπίτι και τα τραγουδούσα. Είχα ταλέντο από μικρή και από τότε η φωνή μου δεν έχει αλλάξει πολύ, είχα την ίδια χροιά. Τότε εμφανιζόταν ο Σταύρος Τζουανάκος σ’ ένα μαγαζί, με ανέβασαν να τραγουδήσω και έγινε χαμός. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ανέβηκα στο πάλκο να τραγουδήσω, ήταν το πρώτο βάπτισμα, όταν ήμουν 10 χρονών.
Θυμάστε ποιο τραγούδι είπατε;
«Συλβάνα, Συλβάνα μου τρελή πεθαίνω για ένα σου φιλί»… Αργότερα συμμετείχα σε ένα διαγωνισμό ταλέντων στα Ψηλαλώνια και διακρίθηκα. Ανάμεσα σε 260 παιδιά πήρα το πρώτο βραβείο. Έγραψαν τότε οι εφημερίδες για τη «μικρή Πατρινοπούλα, το παιδί θαύμα που πήρε το πρώτο βραβείο»… Το 1952 λοιπόν ήρθε στην Πάτρα ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Τότε δεν είχε κάνει ακόμα δίσκο σαν τραγουδιστής, είχε ένα συγκρότημα και εμφανιζόταν σε διάφορα μέρη.
Είχε μαζί του και μία τραγουδίστρια, Εβελίνα την έλεγαν, με την οποία τσακώθηκαν, εκείνη έφυγε, έμεινε χωρίς τραγουδίστρια και δεν ήταν εύκολο να βρει άλλη. Κοντά στο σπίτι μας υπήρχε ένα κουρείο στο οποίο πήγαινε ο Γρηγόρης, όποτε κατέβαινε στην Πάτρα. Με τον κουρέα ήταν φίλοι κι εκείνος του μίλησε για μένα, ως ταλέντο που πήρε το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό, και του πρότεινε να περάσει από το σπίτι μου να με βρει και να με ακούσει.
Όταν ήρθε ο Γρηγόρης στο σπίτι, ήμουν στο σχολείο. Μίλησε με τη μάνα μου, της ζήτησε να με ακούσει και κάθισε περιμένοντας να γυρίσω. Όταν με είδε, μάλλον απογοητεύτηκε λόγω της εμφάνισής μου. Μικρό παιδί εγώ, ψηλό, αδύνατο, καχεκτικό, με σοσόνι, με τη σχολική τσάντα…
Απ’ ότι καταλαβαίνω, με τη μητέρα σας, παρόλο που εκείνη την εποχή ήταν συντηρητικά τα πράγματα, δεν είχατε πρόβλημα.
Από τη μητέρα μου, όχι. Από τον πατέρα μου είχα πρόβλημα, γιατί ήταν παλαιών αρχών, θεωρούσε ότι το επάγγελμα ήταν ανήθικο και δεν το ενέκρινε. Μάλιστα, χώρισε τη μητέρα μου και για 8 μήνες δεν ήταν σπίτι, έφυγε. Με ρωτάει λοιπόν ο Γρηγόρης τι τραγούδια ξέρω. Του είπα ότι μου αρέσουν τα λαϊκά. Του τραγούδησα το «Όταν θα πω εγώ το αχ» και το «Ο μαχαραγιάς βγαίνει σεργιάνι» του Τζουανάκου. Ο Γρηγόρης μάλιστα, είναι και ο “νονός” μου.
Το πραγματικό μου όνομα είναι Πολυτίμη Κολιοπάνου. Επειδή ήταν πολύ μακρύ και κακόηχο, αμέσως με “βάφτισε” Πόλυ Πάνου. Πηγαίνει μετά στη μητέρα μου και της λέει «Έχεις ένα παιδί που θα σώσει την οικογένειά σου, έχει χρυσό λαρύγγι και θα γίνει γρήγορα φίρμα. Αλλά θα μ’ ακούσεις… Θα μου τη δώσεις να την πάρω στο κέντρο που τραγουδάω;».
Η μητέρα μου αρχικά ήταν αρνητική γιατί φοβόταν την αντίδραση του πατέρα μου, αλλά κατάφερα να την πείσω. Είχα και μια ξαδέρφη, που είχε ένα ατελιέ, ήταν πολύ καλή μοδίστρα, μου έραψε δύο φορέματα και την επόμενη μέρα έπιασα δουλειά. Επί 20 μέρες το μαγαζί ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Χαμός έγινε… Είχαν ακούσει για το «παιδί θαύμα»…
Πρόβες δεν κάνατε για το πρόγραμμα;
Καθόλου. Η περιοδεία συνεχίστηκε και πήγαμε στο Αγρίνιο για άλλες 20 μέρες. Επιστρέφοντας στην Πάτρα, ο Γρηγόρης προσφέρθηκε να μου κλείσει ραντεβού στην Κολούμπια για να περάσω από ακρόαση. Πήγαμε στην Αθήνα με τη μητέρα μου, και ο Γρηγόρης μας φιλοξένησε στο σπίτι του για περίπου 6 μήνες, ώσπου να πιάσω κι εγώ δουλειά. Η ακρόαση έγινε 15 Σεπτεμβρίου του 1953. Τότε ήταν στην Κολούμπια ο Μηλιόπουλος ο γέρος, ο οποίος ήταν πάρα πολύ αυστηρός, να φανταστείς ότι έδιωξε τον Καζαντζίδη επειδή στο ξεκίνημά του μιμείται τον Τσαουσάκη και δεν του άρεσε. Μου λέει λοιπόν ο Γρηγόρης «πρόσεξε, γιατί από αυτή την ακρόαση εξαρτάται όλη σου η καριέρα.
Άλλο είναι το κέντρο και αλλιώς εδώ η ηχογράφηση». Είχαμε κάνει πρόβες βέβαια και δεν είχα τρακ. Τραγούδησα μια σύνθεση του Γρηγόρη, το «Πήρα τη στράτα την κακιά» και εκείνος με συνόδευσε στο μπουζούκι. Ο Μηλιόπουλος ενθουσιάστηκε και είπε στον Γρηγόρη «Πού τη βρήκες αυτή τη φωνή; Είναι η Βέμπο του λαϊκού τραγουδιού!». Ρώτησε ποιος είναι ο κηδεμόνας μου και την επόμενη μέρα πήγα με τη μητέρα μου στη Λυκούργου και υπέγραψα με την Κολούμπια 5ετές συμβόλαιο, 300 δρχ η πρώτη φωνή κι 150 η δεύτερη. Εφάπαξ… Μετά από χρόνια κάναμε δικαστήριο εγώ κι ο Καζαντζίδης για να πάρουμε κάποιο ποσοστό μικρό. Σκέψου πως απ’ όλα αυτά που πουλάνε σήμερα στα περίπτερα εμείς δεν παίρνουμε ποσοστά…
Στην Columbia στη Ριζούπολη έγινε η ακρόαση; Πως νιώσατε όταν γκρεμίστηκε το μεγαλύτερο μέρος των εγκαταστάσεων εκεί;
Ναι εκεί έγινε. Εγώ ήμουν η πρώτη που φώναξα γι’ αυτό… Αλλά δυστυχώς «φωνή βοώντος»… Όλη η ιστορία του ελληνικού τραγουδιού είναι εκεί…
Ποια ήταν η πρώτη μεγάλη σας επιτυχία; Το πρώτο σας τραγούδι, το «Πήρα τη στράτα την κακιά» ακούστηκε τότε;
Όχι, δεν ακούστηκε. Οι πρώτες μεγάλες επιτυχίες ήταν το «Ένα σφάλμα έκανα», το «Δαχτυλίδι», «Τα αδέρφια δε χωρίζουνε», «Να πας να πεις της μάνας μου»…
Με τον Τσιτσάνη πότε γνωριστήκατε; Πώς θυμάστε τη συνεργασία σας;
Με τον Τσιτσάνη συνεργαστήκαμε το 1957 δισκογραφικά και αργότερα, το 1961-62 δουλέψαμε μαζί και με τον Παπαϊωάννου στα κέντρα, για 6 σεζόν. Ο Τσιτσάνης ήταν καλός άνθρωπος και καλός δάσκαλος. Μαζί κάναμε και μια μεγάλη επιτυχία, το «Μες στην πολλή σκοτούρα μου», που ακούγεται πάρα πολύ μέχρι και σήμερα.
Τότε, πρώτα δοκιμάζαμε τα τραγούδια ζωντανά στο μαγαζί, και μετά τα ηχογραφούσαμε. Ο Τσιτσάνης το είχε γράψει με τον Μπιθικώτση, είχε κυκλοφορήσει πριν λίγους μήνες, αλλά δεν είχε πουλήσει καθόλου. Μου ζήτησε να το περάσουμε στο πρόγραμμα. Το κάναμε πρόβα, το εντάξαμε στο πρόγραμμά μας και είχε πολύ μεγάλη απήχηση. Θα το είπα 5-6 φορές εκείνο το βράδυ.
Πήγε λοιπόν στο Μηλιόπουλο και του είπε «Το σταματάω με τον Μπιθικώτση, θα το βγάλω με την Πόλυ Πάνου». Καλός άνθρωπος αλλά λίγο πονηρός ο Τσιτσάνης. Ενώ ο Παπαϊωάννου ήταν άλλο πράμα.
Βοήθησε πολύ κόσμο χωρίς να περιμένει τίποτα.
Αγνός άνθρωπος. Μάλιστα, ήταν αυτός που καθιέρωσε τον Καζαντζίδη με τις «Βαλίτσες»…
Αν δεν απατώμαι δουλέψατε και μαζί με τον Καζαντζίδη και τη Μαρινέλλα…
Ναι, στου Κουλουριώτη στο Φαληρικό, το 1963. Η Μαρινέλλα ακόμα έκανε σεγόντα στον Καζαντζίδη, ο οποίος όμως το «κρέμασε» το μαγαζί. Πήγαινε στο Σουσάκι και ψάρευε, και είχε να πατήσει στο μαγαζί 4 μέρες. Έβγαλα εγώ το φίδι απ’ την τρύπα και έδινα και στη Μαρινέλλα να λέει κανένα τραγούδι για να με ξεκουράζει. Έπαιρνε τηλέφωνο κι έλεγε «Ξεχάστηκα, θα’ ρθω αύριο». Ούτε την επόμενη ερχότανε…. Μεγάλη φωνή ο Καζαντζίδης αλλά κυκλοθυμικός χαρακτήρας.
Φαντάζομαι πως δεν του άρεσε ποτέ να τραγουδάει ζωντανά σε μαγαζί, με επιχειρηματίες κλπ...
Ο Καζαντζίδης είναι ζήτημα να δούλεψε 6 σεζόν. Πέντε χρόνια πριν πεθάνει, του πρότεινα να εμφανιστεί στο Ολυμπιακό Στάδιο με τη Μαρινέλλα. Και μόνος το θα το γέμιζε για μέρες! Με τον Καζαντζίδη ήμασταν και κουμπάροι, τον είχε παντρέψει με τη Μαρινέλλα ο Στέλιος Πελαγίδης, ο πρώην άντρας μου.
Πολλές φορές είχε πει ότι θα κάνει εμφανίσεις, αλλά τελικά δεν το έκανε ποτέ.
«Κανένας δεν θα έρθει να μ’ ακούσει». Έτσι έλεγε. Φοβότανε πως δεν θα έχει κόσμο. Και ο κόσμος τον λάτρευε τότε! Θα σου πω ένα περιστατικό, που από εκεί και πέρα πιστεύω ότι φοβήθηκε ο Καζαντζίδης. Μια σεζόν είχα δουλέψει με τον Παπαϊωάννου, τον Αναγνωστάκη, τον Περπινιάδη και άλλους, σ’ ένα μαγαζί που είχε ο Μαργωμένος στο Φαληρικό και είχαμε μεγάλη επιτυχία. Την επόμενη σεζόν ο Μαργωμένος πήρε μια χειμερινή αίθουσα στην Ηπείρου, τη «Φαντασία», και έκλεισε για μια σεζόν τον Καζαντζίδη.
Έγινε κάτι που δεν έχει ξαναγίνει, αν δεν πήγαινα να το δω με τα μάτια μου δεν θα μπορούσα να το διανοηθώ. Δεν είχε κόσμο! Πήγα Σάββατο βράδυ και είχε μόνο δύο παρέες! Όταν πήγα και τον βρήκα κάτω στα μαγειρεία, μου ζήτησε να μεσολαβήσω, να μιλήσω στον Μαργωμένο ώστε να τον πείσω να δεχτεί, να του επιστρέψει ο Καζαντζίδης την προκαταβολή και να τον αποδεσμεύσει. Μετά από αυτό το περιστατικό πιστεύω, εγκατέλειψε τα κέντρα. Μου έλεγε «τελείωσε για μένα το τραγούδι, καλά είμαι με τη βαρκούλα μου, που πηγαίνω και ψαρεύω».
Σχεδιάζατε να κάνετε μαζί και μια δισκογραφική εταιρεία, τη «Βεντέτα». Ήταν αρχικά και ο Καζαντζίδης στο σχέδιο και αποχώρησε;
Η «Βεντέτα» έγινε το 1966. Ο Καζαντζίδης είχε έναν πολύ καλό δικηγόρο, τον μόνο που υπήρχε τότε στην Αθήνα, τον Μπάμπη τον Δανιηλίδη, πολύ καλό στα καλλιτεχνικά. Με πήρε τηλέφωνο να τους συναντήσω στο σπίτι του Μπάμπη. Όταν πήγα, είχαν ήδη έτοιμα τα σχέδια, είχαν βρει και το όνομα, «Βεντέτα» και μου λέει ο Καζαντζίδης: «Σκεφτήκαμε να κάνουμε μια δικιά μας εταιρεία εγώ, εσύ κι ο Γαβαλάς, και να φάμε αυτά τα “λυκοτόμαρα” (έτσι τους έλεγε) που μας εκμεταλλεύονται».
Εγώ ήμουν επιφυλακτική και τους είπα, μην τυχόν τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς όπως τα σχεδίαζαν και επειδή δεν ξέραμε τη δουλειά πέφταμε έξω και τελικά μας έτρωγαν τα μεγάλα “λυκοτόμαρα”. Ο Στέλιος επέμενε. Τις επόμενες μέρες εξαφανίστηκε, φαίνεται πως το σκέφτηκε σοβαρά και μετά από τρεις μέρες, πήρε τηλέφωνο τον Πελαγίδη, τον μετέπειτα άντρα μου και του είπε ότι αποχωρεί. Τελικά τη «Βεντέτα» την κάναμε εγώ και ο Γαβαλάς, και παρόλο που δεν ξέραμε καλά τη δουλειά και μας κλέβανε, πήγε πάρα πολύ καλά.
Έγραψαν πολλοί καλλιτέχνες, η Τζένη Βάνου έκανε σουξέ με το «Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ», ο Πλέσσας, ο Σαμολαδάς, ο Γαβαλάς, και βγήκαν μεγάλες επιτυχίες, όπως «Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα», «Τι σου ‘κανα και πίνεις», κ.α…
Όταν μετά από χρόνια το επανέφερε στην επικαιρότητα μια νέα τραγουδίστρια, η Μελίνα Ασλανίδου, πώς νιώσατε;
Πάρα πολύ όμορφα. Η κοπέλα το είπε ωραία, με τον δικό της τρόπο.
Με ποια αφορμή αποχώρησε ο Γαβαλάς και έκανε την δική του εταιρεία «Σονάτα»;
Κάποια στιγμή βγήκε ένας δίσκος του Αγγελόπουλου και δεν έκανε επιτυχία. Παράλληλα, ο Χρηστάκης με τον οποίο συνεργαζόμουν 16 χρόνια, μου ζήτησε να του κάνω δίσκο. Είχα κάνει ένα δισκάκι στον Μυτιληναίο και μου είπε «Στον Μυτιληναίο έκανες δίσκο, δεν μου κάνεις κι εμένα ένα δισκάκι;»
Ο Μυτιληναίος είχε γράψει στη «Βεντέτα» πριν πει τις «Αμφιβολίες» του Μπιθικώτση;
Ναι βέβαια, ήταν πλασιέ στην εταιρεία τότε. Όταν το συζήτησα λοιπόν με τον Γαβαλά, ήταν αρνητικός, γιατί υποστήριζε πως αφού δεν έκανε επιτυχία ο Αγγελόπουλος, δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει ο Χρηστάκης. Τελικά ηχογραφεί ο Χρηστάκης τα «Έδιωξα κι εγώ μια γάτα», «Έμαθα πως είσαι μάγκας» και άλλα και γίνονται μεγάλα σουξέ! Ο Γαβαλάς, ο οποίος ήταν πάρα πολύ καλός τραγουδιστής, αλλά ήταν ζηλόφθονος, μόλις είδε ότι τα τραγούδια του Χρηστάκη έκαναν τέτοια επιτυχία, τρελάθηκε, αποχώρησε από τη «Βεντέτα» κι έκανε δικιά του εταιρεία.
Είχατε κάνει και περιοδείες στο εξωτερικό, Αμερική, Ευρώπη κλπ. Πώς ήταν εκεί τα πράγματα;
Στη Γερμανία είχα κάνει μια μεγάλη περιοδεία, σε όλη τη χώρα. Αυτό που θυμάμαι έντονα ήταν το χειροκρότημα και η αγάπη που εισπράξαμε από τον κόσμο. Εκεί ήταν όλοι οι ομογενείς μας που είχαν φύγει μετανάστες και ακούγοντας τραγούδια όπως «Τα αδέρφια δε χωρίζουνε», «Κάποια μάνα αναστενάζει», «Μην απελπίζεσαι», «Το πλοίο θα σαλπάρει» έκλαιγαν. Όταν βγαίναμε στο εξωτερικό, οι ομογενείς μας έβλεπαν σαν ένα κομμάτι απ’ τη ζωή τους που άφησαν πίσω.
Εκτός του Τσιτσάνη και του Παπαϊωάννου που αναφέραμε πριν, θα ήθελα να θυμηθούμε κάποιους από τους δημιουργούς που συνεργαστήκατε όπως ο Απόστολος Καλδάρας.
Ο Καλδάρας ήταν ψυχούλα, Κύριος, μορφωμένος άνθρωπος και πάρα πολύ καλός στη δουλειά του. Δεν έτυχε να δουλέψουμε μαζί στο πάλκο. Ήταν πολύ καλός συνθέτης, είχε κάτι ιδιαίτερο που ξεχώριζε στα τραγούδια του. Όπως ήταν και ο Μητσάκης. Και του Μητσάκη έχω πει πολλά τραγούδια. «Το καυγαδάκι», «Φτωχό κομπολογάκι μου», «Το δαχτυλίδι» κι άλλα.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης;
Ο Βαμβακάρης ήταν πάρα πολύ καλός άνθρωπος, ήσυχος άνθρωπος και πολύ καλός δάσκαλος. Έχει γράψει τεράστιες επιτυχίες. Όταν μου ζήτησε να πω κάποια τραγούδια του, ένιωσα μεγάλη χαρά και τιμή. Σ’ ένα υπόγειο έμενε ο καημένος… «Θέλω να μου πεις 4-5 τραγούδια μου, παιδάκι μου»… «Βέβαια κύριε Βαμβακάρη, γιατί να μη σας πω;» Και του είπα «Τράβα ρε μάγκα και αλάνη», «Βρε μοίρα δεν κουράστηκες» κ.α.
Και με τον Άκη Πάνου κάνατε κάποια τραγούδια.
Ναι, «Δυο αλήθειες», «Ούτε σπίθα, ούτε λέξη»... Αυτός κι αν ήταν κυκλοθυμικός, αλλά ότι έλεγε είχε αλήθεια. Ήταν “τρελός”, με την καλή έννοια. Είχε όμως ένα ελάττωμα, ότι του άρεσε το αλκοόλ, έπινε πάρα πολύ κι αυτό τον σκότωσε, αφού του έκανε καρκίνο στο πάγκρεας. Και το έγκλημα να μην είχε κάνει, ήταν καταδικασμένος, αλλά δεν του άξιζε τέτοιο τέλος, να τον σέρνουν στα δικαστήρια…
Τον είχατε συναντήσει μετά το φόνο;
Ναι, τον επισκέφθηκα στους Αγ. Αναργύρους όπου τον κρατούσαν. Σοκαρίστηκα γιατί είχαν και φρουρό απ’ έξω… «Τι φρουρείτε βρε παιδιά;» τους ρώτησα… «Ο νόμος κυρία μου» είπε ο αστυνομικός. Μάλιστα αν και είχε αδυνατίσει πάρα πολύ απ’ την αρρώστια, μου ζήτησε να του βρω ένα τσιγάρο να καπνίσει.
Αυτό που τυπώθηκε πολύ έντονα στη μνήμη μου, ήταν ότι είχε μαζί του μια φωτογραφία του εγγονού του, του παιδιού της κόρης του που είχε γεννηθεί, και μου είπε κλαίγοντας «δεν ήθελα να κάνω αυτό που έκανα, έγινε σε μια κακιά στιγμή, και δυστυχώς δεν θα μπορέσω να χαρώ το εγγόνι μου». Δεν έπρεπε να έχει τέτοιο τέλος, ήταν μεγάλος συνθέτης. Και έγραφε ο ίδιος τους στίχους. «Έχω αφήσει απόθεμα στα παιδιά μου, πολλούς στίχους και μουσική σε ταινίες» μου είπε.
Επιστρέφοντας στην Κολούμπια στις αρχές της δεκαετίας του ’70, κάνατε κάποιους μεγάλους δίσκους όπως «Τελεία και παύλα», «Παλιό ρεμπέτικο στέκι», «Νεώτερα κι ανώτερα» κλπ οι οποίοι, με εξαίρεση την επανεκτέλεση από το «Φανταράκι» του Μητσάκη, δεν πολυακούστηκαν. Γιατί πιστεύετε πως συνέβη αυτό;
Παρόλο που είχαν ωραία τραγούδια, δεν τους διαφήμισαν καθόλου, δεν τους πίστεψαν, δεν τους στήριξαν…
Στο δίσκο σας «Τι να μας κάνει μια ζωή» το 1985, στο τραγούδι «Πιο τρελή κι απ’ τους τρελούς»των Θανάση Πολυκανδριώτη-Βασίλη Παπαδόπουλου, σας κάνει δεύτερη φωνή ο Γιώργος Νταλάρας. Πώς προέκυψε αυτή η μοναδική σας συνεργασία;
Εκείνη την ώρα ο Γιώργος έγραφε σε ένα διπλανό στούντιο. Είχα γράψει εγώ το τραγούδι, χρειαζόταν μια δεύτερη φωνή κι εκείνος μπήκε μετά στο στούντιο και το τραγούδησε με την πρώτη. «Καλά;» μου λέει, «Καλά;» «Έλα ρε Γιώργο, μια χαρά» του είπα.
Πώς προέκυψε η ιδέα να κάνετε το δίσκο «Ένα τραγούδι για τον Πειραιά» το 1997, με θέμα τα τραγούδια που γράφτηκαν για την πόλη;
Τότε ήμουν για ένα διάστημα στη Λύρα, και η ιδέα ήταν δική τους. Παρόλο που ο δίσκος είχε πολύ ωραία τραγούδια, η εταιρεία δεν τον υποστήριξε καθόλου. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που διέκοψα τη συνεργασία μου με τον Μαραβέλια και τη Λύρα και πήρα πίσω το συμβόλαιο μου.
Θα ’θελα να μου πείτε δυο λόγια και για την παράσταση «Αμάν αμήν» που κάνατε με το Σταύρο Ξαρχάκο το 1995 και ήταν αφιερωμένη στο ρεμπέτικο.
Αυτή η παράσταση δεν ξαναγίνεται, ήτανε φοβερή. Παίξαμε στο Αθηναϊκό Δημοτικό Θέατρο και ο κόσμος ήταν ουρά. Υπήρχε η σκέψη να κάνουμε και περιοδεία, αλλά ο Ξαρχάκος καθυστέρησε να μου απαντήσει, αν τελικά θα γίνει, και εν τω μεταξύ μου έκανε πρόταση ο Παπαθεοχάρης να κάνουμε εμφανίσεις στο Διογένη με την Καίτη Γκρέυ, τη Μαίρη Λίντα και την Κωνσταντίνα, όπου κι έγινε χαμός… Ο Ξαρχάκος είναι πολύ καλός, έκανε φοβερή δουλειά σ’ αυτή την παράσταση…
Με τις παλιές τραγουδίστριες όπως η Καίτη Γκρέυ, η Γιώτα Λύδια, έχετε επαφές;
Βεβαίως, με όλα τα κορίτσια -κορίτσια τις λέω εγώ- μιλάμε, έχουμε επαφή.
Πώς ήταν η διασκέδαση στα μαγαζιά εκείνα τα χρόνια;
Τότε η διασκέδαση ήταν πολύ διαφορετική. Έρχονταν οικογένειες. Δεν λείπανε βέβαια και οι ψιλοκαυγάδες, αλλά ήταν πιο αγνά τα πράγματα. Τώρα πηγαίνεις σε ένα μαγαζί και δεν ξέρεις με ποιόν έχεις να κάνεις, δεν γνωρίζεσαι με κανέναν. Τότε γινόταν πραγματική διασκέδαση… Δεν θα ξανάρθουν τα χρόνια τα δικά μας, ήταν ωραία χρόνια...
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr