Δημόσια διοίκηση, ο μέγας ασθενής... - Ένα άρθρο του Παναγιώτη Πικραμμένου, πρώην πρωθυπουργού!

Τώρα είμαι συνταξιούχος έχω όμως περάσει τα τριανταπέντε πιο παραγωγικά χρόνια της ζωής μου σαν Δημόσιος Υπάλληλος και μάλιστα σε ΚΥ Υπουργείου. Έχω λοιπόν άμεση εικόνα του τι επικρατεί στη Δημόσια Διοίκηση.

Τώρα είμαι συνταξιούχος έχω όμως περάσει τα τριανταπέντε πιο παραγωγικά χρόνια της ζωής μου σαν Δημόσιος Υπάλληλος και μάλιστα σε ΚΥ Υπουργείου. Έχω λοιπόν άμεση εικόνα του τι επικρατεί στη Δημόσια Διοίκηση.

Γεγονός είναι ότι η Δημόσια Διοίκηση παραμένει ο μέγας ασθενής της νεοελληνικής πραγματικότητας. Αυτό συμβαίνει γιατί και ίδια η Ελληνική Κοινωνία νοσεί βαθύτατα. Συνεπώς αν δεν αλλάξει η Κοινωνία, ο κάθε ένας από εμάς δηλαδή, δεν πρόκειται να διορθωθεί επί της ουσίας τίποτα, και πουθενά.

Για να γίνει αυτό πρέπει εμείς οι ίδιοι να αναλάβουμε ως πολίτες τις ευθύνες που μας αναλογούν και όχι να επιχειρούμε να τις μεταθέσουμε σε κάποιους τρίτους, όπως είναι το «Κράτος» και οι πολιτικοί, ξεχνώντας ότι οι τελευταίοι αποτελούν τη συνισταμένη του «θέλω» της Κοινωνίας γι αυτό και (επαν)εκλέγονται οι συγκεκριμένοι και όχι κάποιοι άλλοι. Και βεβαίως να πάψουμε να βλέπουμε τα κοινά και συγκεκριμένα ό,τι λέμε Δημόσιο όπως το κοράκι το πτώμα.

Επειδή λοιπόν το πρόβλημα της Δημόσιας Διοίκησης δε σχετίζεται απλά με κάποιους διεφθαρμένους Υπαλλήλους και μερικούς ή και πολλούς ρουσφετολόγους πολιτικούς, αλλά με την Κοινωνία την ίδια, γι αυτό και όσες προσπάθειες έγιναν κατά καιρούς, απέτυχαν όλες. Από τον Γ. Ράλλη ο οποίος λίγο έλειψε να μην βγει βουλευτής το 1977, μέχρι τον Μ. Έβερτ που το ενδιαφέρον του για την Δημόσια Διοίκηση είναι γνωστό, και τον οποίο αντικατέστησε στο ΥΠΠΚ ο κ. Σ. Κούβελας, όλοι απέτυχαν. Ο λόγος της αποτυχίας σχετίζεται με το ότι με τις προσπάθειες επεχείρησαν να αντιμετωπίσουν το σύμπτωμα και όχι τα αίτια.

Θυμόμαστε εξ άλλου όλοι τις περιπέτειες του ΑΣΕΠ. Πέραν των μεταβολών που υπέστη αντίστοιχα με την πολιτική συγκυρία, ενδιαφέρον έχει να παρατηρήσουμε ότι οι ίδιοι οι βουλευτές που ψήφισαν το λεγόμενο νόμο Πεπονή, διαμαρτυρόταν σε λίγο καιρό που εξ αιτίας του δεν μπορούσαν να υποφέρουν τις πιέσεις τις οποίες δεχόταν από τους ψηφοφόρους τους, για διορισμούς.

Η Σχολή Δημόσιας Διοίκησης δεν απέδωσε, μέχρι τώρα τουλάχιστον, τα αναμενόμενα για τον απλούστατο λόγο ότι οι απόφοιτοί της είναι πολύ λίγοι ώστε να αποτελέσουν, , την κρίσιμη μάζα που θα μπορούσε να προκαλέσει το απαραίτητο ποιοτικό άλμα. Αντίθετα κάθε ένας που βγαίνει απορροφάται από το αρρωστημένο περιβάλλον στο οποίο τοποθετείται.

Στις μέρες μας ευρίσκεται σε εξέλιξη προσπάθεια να εξορθολογιστεί η Δημόσια Διοίκηση.

Το παρελθόν όμως με κάνει προσωπικά μιλώντας να είμαι επιφυλακτικός αν όχι απαισιόδοξος για την επιτυχία και αυτού του εγχειρήματος.

Η Δημόσια Διοίκηση όπως κάθε οντότητα στην οποία επιχειρείται να αλλάξουν οι υπάρχουσες ισορροπίες, εμφανίζει ό,τι θα λέγαμε εσωτερική αντίσταση. Η αντίσταση αυτή είναι τόσο μεγαλύτερη όσο πιο μεγάλη είναι η οντότητα αυτή και φυσικά όσο πιο βαθιές είναι οι μεταβολές. Είναι αυτόματη, φυσιολογική και αναμενόμενη.

Παρατηρείται όμως και μια άλλου είδους αντίσταση που σωστότερο θα ήταν να τη λέγαμε αντίδραση και υποκινείται από κάποια κέντρα εξουσίας τα οποία δεν θέλουν να χάσουν αυτή ακριβώς την εξουσία τους ή οποία και κρυφή είναι και ανεξέλεγκτη.

Πραγματικά στο Υπουργείο που εργαζόμουν έχει εντοπιστεί εδώ και πολλά χρόνια ένας ολιγομελής μηχανισμός ο οποίος ασκεί ακόμα και τώρα την πραγματική εξουσία εκεί, ερήμην της νόμιμης και φανερής πολιτικής ηγεσίας.

Για το μηχανισμό αυτό δεν ισχύει ούτε  νόμος, ούτε δεοντολογία. Αλλά ούτε και ιεραρχία. Φυσική ή και πολύ περισσότερο Πολιτική.

Σε εμένα προσωπικά σύμβουλος Υπουργού, έντρομος για ότι συνάντησε, μου είπε όχι μία και δύο φορές ότι έχει να αντιμετωπίσει ένα θηρίο, μπροστά στο οποίο είναι εντελώς ανίσχυρος. Και αυτό ενώ ήδη του είχα πει ότι δεν ταυτιζόμαστε πολιτικά.

Η Δημόσια Διοίκηση έχει κατηγορηθεί για κομματισμό. Βλέποντας ο κόσμος τα γεγονότα από μακριά, έχουν δίκιο. Η πραγματικότητα όμως που ζούμε από πρώτο χέρι, άλλα δείχνει. Ο μηχανισμός αυτός έχει τοποθετήσει τους ανθρώπους του σε όλα τα κόμματα. Έτσι κάποιες επιλογές που φαίνονται ότι έχουν κομματικό χαρακτήρα στην πραγματικότητα εξυπηρετούν τις επιδιώξεις του μηχανισμού αυτού. Η εμπειρία μου, λέει ότι τα μέλη των κομματικών οργανώσεων στη Δημόσια Διοίκηση, από φόβο ή καιροσκοπισμό υπακούουν πρωτίστως στις επιθυμίες των ανθρώπων του μηχανισμού, παρέχοντας τους την απαραίτητη «νομιμοποίηση». Ξέρουν ότι τη διαφωνία τους θα την πληρώσουν πανάκριβα, όπως έχουν δει να συμβαίνει ήδη με άλλους συναδέλφους τους.

Ο μηχανισμός αυτός στηρίζει τη δύναμή του στο φόβο, ο οποίος επιτείνεται από το γεγονός ότι η νόμιμη πολιτική ηγεσία αλλάζει, ενώ τα μέλη του, πάντοτε μνησίκακα και εκδικητικά, παραμένουν αμετακίνητα.

Αν κάποιος Υπουργός θελήσει να τιθασεύσει το μηχανισμό αυτό, τότε το Υπουργείο του αυτόματα, περιέρχεται σε κατάσταση ενός οιονεί τοπικού εμφυλίου πολέμου. Οι αντιπολιτευόμενοι φωνασκούν urbi et orbi για «κομματικές διώξεις». Οι συμπολιτευόμενοι επειδή τα βάζει «με τα δικά μας παιδιά». Το αποτέλεσμα είναι ότι νικημένος είναι πάντα ο Υπουργός.

Η ήττα του αυτή δεν έχει επίπτωση μόνο στο Υπουργείο του. Κυρίως γίνεται εμφανής στην Κοινωνία, η οποία είναι ο τελικός κριτής και δια της ψήφου της επιβραβεύει ή τιμωρεί. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι προετοιμασμένη να αντιληφτεί την πραγματικότητα αφού έχει υποστεί χρόνια τώρα τη γνωστή πλύση εγκεφάλου για τον κομματισμό στη Δημόσια Διοίκηση.

Φυσικά και υπάρχει ό,τι λέμε κομματισμός, αλλά δεν έχει αυτή τη χυδαία και πρωτόγονη μορφή που ισχυρίζονται κάποιοι, πολλοί από τους οποίους είναι οι ίδιοι στελέχη του μηχανισμού αυτού.

Ένα ερώτημα που αυτόματα τίθεται, αφορά το συντονισμό τους. Το ότι κάποιο κέντρο καθορίζει τη λειτουργία του μηχανισμού αυτού είναι οφθαλμοφανές. Τα μέλη άλλως τε του συμπεριφέρονται σαν να ευρίσκονται σε μια συνεχή κατάσταση διατεταγμένης υπηρεσίας. Πολλά έχουν ακουστεί επ’ αυτού. Όλα όμως είναι υποθέσεις και υποψίες. Όποιο όμως και να είναι το κέντρο αυτό δραστηριοποιείται εν κρυπτώ και βεβαίως παραβύστω. Συνεπώς οι επιδιώξεις του δεν μπορεί να είναι παρά εκ του πονηρού.

Το θέμα δεν είναι δευτερεύον. Πολλές αποφάσεις της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο γιατί δεν συνέφεραν το μηχανισμό.

Ο μηχανισμός αυτός ο οποίος ελέγχει τα πάντα στηρίζεται εκτός από τη δημιουργία κλίματος εκφοβισμού και απειλής και στην καλλιέργεια αίσθησης συνενοχής. Φέρνει για παράδειγμα στην επιφάνεια και προωθεί σε καίριες θέσεις κατώτερους των περιστάσεων υπαλλήλους οι οποίοι ξέρουν ότι αλλιώς θα ήταν παντελώς άγνωστοι και ανυπόληπτοι. Ως εκ τούτου με τη δημιουργία ενός πλέγματος υποχρέωσης, συνενοχής αλλά και εκβιασμών, εκ μέρους του μηχανισμού, γίνονται όργανά του. Από την άλλη οδηγεί σε αδράνεια και αφάνεια άλλους, ασυγκρίτως ικανότερους που έχουν όμως συνείδηση της αξίας τους μαζί με στοιχειώδη έστω αξιοπρέπεια και αίσθηση του καθήκοντος.

Η άσχημη, απαράδεκτη πιο σωστά, κατάσταση που επικρατεί στη Δημόσια Διοίκηση συν τοις άλλοις οφείλεται στην ύπαρξη του μηχανισμού αυτού αλλά και στη διαιώνισή του.

Φοβάμαι λοιπόν ότι και οι προσπάθειες του κ. Μανιτάκη δεν θα οδηγηθούν εκεί που πρέπει, αν παράλληλα με όλα τα άλλα δεν δοθεί η δέουσα προσοχή στο εκφυλιστικό αυτό φαινόμενο.

Ένας Διοικητικός Μηχανισμός ακατάλληλος μπορεί να κοστίζει (και να κοστίσει) πάρα πολύ και όχι μόνο σε χρήμα, στην οντότητα στην υπηρεσία της οποίας έχει τεθεί.

Όταν ο λόγος συνεπώς γίνεται για τέτοια φαινόμενα στο σώμα της Δημόσιας Διοίκησης γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι η πάταξή τους αποτελεί προϋπόθεση για τη λειτουργία της Δημοκρατίας και εξ αυτού μια εκδοχή αυτού που λέμε φιλοπατρία.

Συμπερασματικά:

1.      Αν εμείς ως μέλη του Κοινωνικού συνόλου δεν βγάλουμε τα συμπεράσματα που πρέπει έστω και τώρα με την κρίση, και βεβαίως

2.      Αν δεν πάψει η Δημόσια Διοίκηση να κυριαρχείται από τα ουσιαστικώς ανεξέλεγκτα κυκλώματα, τότε κάθε προσπάθεια για εξορθολογισμό της θα πέφτει στο κενό.

3.      Το χειρότερο όμως ευρίσκεται στο ότι η απογοήτευση που θα συνεπάγεται η κάθε αποτυχία θα ενισχύει τη θέση των μηχανισμών αυτών και τη βεβαιότητα στους πολλούς ότι είναι ακατανίκητα.-

Με τιμή

Καθ. Ε. Πικραμένος

 

ΥΓ. Προσωπικά διορίστηκα το 1976 με διαγωνισμό όταν Υπουργός Προεδρίας ήταν ο Γ. Ράλλης. Αισθάνομαι υποχρεωμένος απέναντί του, όχι γιατί με «διόρισε» αλλά γιατί αυτό συνέβη χωρίς να με ξέρει κανένας και βεβαίως χωρίς να τσαλακωθώ όπως άλλως τε και όλοι της σειράς μου.

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr